Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΤΟ «ΑΧ» ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011


 
 
        Ε Ι Δ Η Σ Ε Ι Σ



TΗΛEΦΩNΩ ΣTOYΣ ΦIΛOYΣ

Τηλεφωνώ στους φίλους· όλοι εργάζονται.
Σ’ αυτό τον κόσμο ρε γαμώ το δηλαδή
μόνο εγώ κι ήλιος τεμπελιάζουμε;


 ΔΩΔΕΚΑ ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ήλιε μου κυκλική αχτινωτή σιωπή
Ήλιε καθρέφτη στη γαλάζια φυλακή

Ήλιε λουλούδι του απόκρημνου καιρού
Ήλιε κεφάλι του αρχαγγέλου ποταμού

Ήλιε μου φινιστρίνι τ’ ουρανού
Ήλιε ακάνθινο στεφάνι μου

Ήλιε κουβάρι με το νήμα του φωτός
Ήλιε μου λόγος ο απόλυτος

Ήλιε χρυσό χτενάκι του βουνού
Ήλιε κεφάλι του προγόνου πετεινού

Ήλιε παντού τα βέλη σου πετάς
Κι ούτ’ ένας που να μην τον αγαπάς


ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΗΛΙΟΣ

Κι εγώ που ’μαι ο πρώτος μες στους πλούσιους,
φτωχότερος κι από τον πιο φτωχό,
μ’ αυτό το νόμισμα του Ήλιου που καμμιά
τράπεζα δεν μπορεί να εξαργυρώσει.*

____________
*Απρόσμενη παρέμβαση της Μούσας κι εντέλει λύση του προβλήματος:

Ρίξε το μέγα νόμισμα στης Δύσης το παγκάρι
κι εγώ πού ‘χω δικράνι μου χρυσό το νιο φεγγάρι
σα να ’ταν κέρματα ψιλά θα τα μαζέψω τ’ άστρα
για να τα ρίξω στου Βορρά τις στέρνες και τα κάστρα
και στο χτισμένο από βουνά προγονικό σου αμπάρι..

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Κοιτάζω στον καθρέφτη θάλασσα
 και βλέπω εμένανε το ψάρι.
Κοιτάζω στον καθρέφτη ουρανό
 και βλέπω εμένανε τον Ήλιο.
(Φύκια τα σύννεφα και ψάρι ο Ήλιος)
Κοιτάζω στον καθρέφτη ουρανό
 και βλέπω εμένανε τα άστρα.
O Γαλαξίας είναι το ποτάμι τ’ ουρανού.
Μέσα στου Γαλαξία τα νερά είμ’ ένα ψάρι.
Μέσα στου Γαλαξία τα νερά
ψαρεύω
μ’ ένα Ψ
τον εαυτό μου.



ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ

            (Μια συνέντευξη του Γιάννη Υφαντή, στον Σωτήρη Τηγανίτα -μέλος του «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»-).


-Γιάννη σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες να διαβάσω το ημερολόγιό σου, το αναφερόμενο στο ταξίδι σου στην Αθήνα και στα επεισόδια με τους ληστές των διοδίων.
-Σωτήρη αυτή η οδός που κατάντησε να είναι η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ, πρέπει να ξαναγίνει η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ.

-Μα γι’ αυτό θέλω να μιλήσουμε. Μες από ερωτήσεις κι απαντήσεις γίνεται πιο εύληπτο αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Έτσι νομίζω.
Λοιπόν, πώς βρέθηκες στην Αθήνα; Δεν πας συχνά τελευταία. Γιατί; Η τελευταία φορά ήταν όταν πήγαμε με το δικό μου αυτοκίνητο. Γιατί δεν παίρνεις λεωφορείο;
-Δεν παίρνω λεωφορείο γιατί αναγκάζομαι σχεδόν πάντα να μαλώνω με τον οδηγό που απαιτεί, για τέσσερις συνεχόμενες ώρες  ν’ ακούω με το ζόρι (και να υποφέρω) τραγούδια που 99% είναι σκιλέ είτε χαζοσκιλέ. Αλλά και Μπετόβεν να έβαζε, δεν γίνεται να τον ακούω με το ζόρι.
Δεν πάω συχνά στην Αθήνα γιατί δεν έχω χρήματα. Οι εκδότες που μου χρωστούν χιλιάδες ευρώ δεν μου τα δίνουν, επειδή γνωρίζουν ότι πίσω τους έχουν ένα σύστημα που προστατεύει τον δυνατό, επειδή γνωρίζουν ότι ανήκουν σ’ εκείνο τον κύκλο που περιβάλει τις ελληνικές κυβερνήσεις, στον οποίο όποιος βρίσκεται εντός, χαίρει άκρας προστασίας και ασυλίας… Η διαφθορά στη χώρα τούτη που στην ουσία, γίνεται εντέλει εσχάτη προδοσία, έχει τόσες μορφές, που αδυνατεί ο ευρισκόμενος στα μετόπισθεν Έλληνας να την υποψιαστεί.

-Τώρα πώς βρέθηκες στην Αθήνα;
-Στις αρχές του Μαρτίου, μου τηλεφωνούν από την Αθήνα. Μου ζητούν, να συμμετάσχω στην «Παγκόσμια Μέρα Ποίησης» (21η Μαρτίου), απαγγέλοντας ποιήματά μου στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη.
Ήμουν στη Λευκάδα, στο καταφύγιό μου, όταν μου τηλεφώνησαν. Τους είπα «ευχαρίστως αν μου πληρώνετε τη βενζίνα».
«Και βέβαια θα σας πληρώσουμε την βενζίνα» μου απάντησαν. Ε λοιπόν πήγα.

-Και ποια ποιήματα απήγγειλες. Το λέω αυτό γιατί τα ποιήματα όπως τα είδα στο ημερολόγιό σου, έχουν νομίζω πολύ σχέση με τα υπόλοιπα που θα πούμε.
-Θεώρησα καλό να τους διαβάσω (γιατί ήσαν κι άλλοι που διάβαζαν), δυο μόνο ποιήματα. Ένα μικρό κι ένα των δύο σελίδων. Το μικρό το εμπνεύστηκα από ένα κόκκινο ζωύφιο και το λέω ΤΕΛΕΙΑ ΜΕ ΠΟΔΙΑ. Όμως το επέλεξα γιατί ταξίδεψα οδηγώντας ένα κόκκινο punto. Punto στα ιταλικά σημαίνει τελεία. Ταξίδεψα δηλαδή μέσα σε μια κόκκινη

TEΛEIA ME ΠOΔIA

Ένα ζωύφιο περπατά πάνω στο χάρτη αυτού του βράχου.
Είναι μια κόκκινη τελεία με πόδια.
Περπατά.
Δε σταματάει· περπατά· γιατί το τέλος
του Κόσμου
            βρίσκεται
                        παντού
και μια τελεία που περπατά
δεν ξέρει που να σταματήσει.

-Και το άλλο ποίημα;
Το άλλο λέγεται ΕΡΧΟΜΑΙ. Το επέλεξα γιατί με αυτό έλεγα με ποιητικό τρόπο από πού έρχομαι:


            EPXOMAI

Δεν ξέρω αν ο Pίτσος ή ο Όμηρος
είναι που μ’ έπεισε να μπω στον Δούρειο Ίππο
έχοντας μόνο ένα σπαθί κι έναν καθρέφτη.

Έρχομαι από την έρημο εκεί όπου η άμμος
είναι η συντριβή κάθε μορφής.

Έρχομαι από τις Άρκτους, κουβαλώντας
ένα τσουβάλι άστρα και κρατώντας
στο χέρι μου μια μάσκα φεγγαριού.

Έρχομαι απ’ το καλύβι το πλεγμένο μ’ αστραπόκλαδα.
Έρχομαι από ’να σπίτι καμωμένο από καθρέφτες.

Έρχομαι απ’ το φαράγγι το κυρτό όπως σπαθί
μισό από χιόνι και μισό από λουλούδια.

Έρχομαι από τις όχθες του βουνίσιου ποταμού
εκεί που καταρράχτες ασκητές
στέκονται όρθιοι μες στα πέτρινα πιθάρια.

Έρχομαι απ’ το Βορρά· με παγοπέδιλα
δυο μισοφέγγαρα, γλιστρούσα διαρκώς
πάνω στα χιόνια τρεις χιλιάδες χρόνια.

Έρχομαι απ’ των Tατάρων τις ορδές· είμαι ο στρα­τιώ­της
που ’σφαξε τον Aττάρ κ’ είμαι επίσης
ο ί­διος ο Aττάρ και το μαχαίρι που τον έσφαξε.

 Έρχομαι απ’ το μαύρο γαλαξία των μυρμηγκιών που παρασέρνει
μια πεταλούδα πεθαμένη σα να είναι
ιστιοφόρο αγγέλου σα να είναι
ο Ίκαρος μετά από την πτώση του.

Έρχομαι απ’ την Ελλάδα που με χέρι
την Πελοπόννησο ξαμώνει και σκορπά
γύρω της τα νησιά για να μην είναι
μόνη της απλωμένη μες στη θάλασσα.

Έρχομαι από την τρύπα ενός σάπιου κλωναριού
όπου ιερουργούσα με στολή άγριας μέλισσας
είτε φορούσα άμφια πεταλούδας.

Έρχομαι από το σούρουπο εκεί
της Θεσσαλίας, όπου βόσκησα
για χίλια χρόνια ένα κοπάδι από φωτιές.

Έρχομαι απ’ το βιβλίο του Αναξίμανδρου· σ’ αυτό
βρίσκομαι πάντα όπου κι αν πηγαίνω.

Mε ρώτησαν από που έρχομαι.
Tι να τους έλεγα;
Δεν θα με καταλάβαιναν
και τότε
θα μ’ οδηγούσανε δεμένο στον ψυχίατρο.

«Έρχομαι» είπα, έτσι απλά, «απ’ το Αγρίνιο»,
κρύβοντας μες τη λέξη αυτή όσο μπορούσα
το “άγριος”, το “νι”, και προ παντός
το “ο”, που ’ναι πηγάδι και παγίδα,
σπίτι μου και καθρέφτης και λαβύρινθος (μα ναι
ο πιο πολύπλοκος λαβύρινθος κι ας φαίνεται
τόσο απλό, ένα μικρό δαχτυλιδάκι).

-Ύστερα; Έμεινες πολύ στην Αθήνα;
-Οι άνθρωποι μου έδωσαν 100 ευρώ για τη βενζίνα κι εγώ έμεινα για μερικές μέρες στην Αθήνα, ώστε με την ευκαιρία που βρέθηκα εκεί, να συναντήσω φίλους και να παραβρεθώ σε κάποιες ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις.
Κοιμώμουν κι έτρωγα δωρεάν στην ταβέρνα των Εξαρχείων «Άμα λάχει» και στης αδερφής μου.
Μα ήρθε η ώρα να γυρίσω. 1η Απριλίου, Παρασκευή. Τα χρήματα που είχα ήσαν μόνο 4,50 ευρώ. Μου τα έδωσε η αδερφή μου για να πιω έναν καφέ στο δρόμο. Παλαιότερα μου έβαζε στην τσέπη πενηντάρια και κατοστάρικα. Τώρα 4,50 ευρώ, γιατί είναι πολύ στρυμωγμένη οικονομικά. Καταλαβαίνεις, κι αν ακόμα ήθελα να πληρώσω διόδια, δεν είχα. Έτσι αποφάσισα να περάσω (όπως κάνω τελευταία) χωρίς να πληρώσω, είτε σηκώνοντας τη μπάρα, είτε ακολουθώντας τον προηγούμενο που σταμάτησε να πληρώσει, σα να είμαι η καρότσα του.
     
Στα πρώτα διόδια περνώ ακολουθώντας τον προηγούμενο. Στα δεύτερα το ίδιο. Όμως πιο κει, στα δεξιά με σταμάτησε η τροχαία.
«Κύριε δεν μ’ ενδιαφέρει αν δεν πληρώνετε τα διόδια, εγώ είμ’ εδώ για παραβάσεις. Και κάνατε παράβαση».
«Ποια παρακαλώ;».
«Δεν κρατήσατε απόσταση ασφαλείας από τον προηγούμενο. Έτσι αν φρέναρε ο προηγούμενος θα προκαλούσατε δυστύχημα».
«Ποιο δυστύχημα; Τη δική μου ζωή βάζω σε κίνδυνο… Αν φρενάρει το φορτηγό, θα πάθει τίποτε ο οδηγός του φορτηγού; Εξ’ άλλου, αν υπάρχει παράβαση εδώ, το ίδιο το κράτος με αναγκάζει να την κάνω… που μου φέρνεται σαν Οθωμανός κυρίαρχος, αναγκάζοντάς με να πληρώνω χαράτσι.... Ποια παράβαση; Όταν τρέχουμε πρέπει να κρατούμε απόσταση ασφαλείας κι όχι στα διόδια όπου έτσι κι αλλιώς δεν τρέχουμε».
«Μπορεί να έχετε δίκιο κύριε, αλλά εγώ είμαι υποχρεωμένος να σας γράψω. Δώστε μου τα χαρτιά σας».
«Τότε πρέπει να γράψετε τους πάντες… Γιατί δεν πάτε εκεί που γίνονται τα μποτιλιαρίσματα, όπου καμμιά απόσταση ασφαλείας δεν τηρείται;»
«Εδώ μ’ έχουν στείλει κύριε να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν έχω προσωπικά μαζί σας».
Έδωσα τα χαρτιά. Μ’ έγραφε αλλά, φαινόταν, είχε τη συμπεριφορά ανθρώπου ο οποίος συντάσσει μιαν άδικη καταγγελία εναντίον τού ίδιου τού εαυτού του. Είχε φανερά επίγνωση ότι με γράφει για μια κατά παραγγελίαν παρανομία, που δεν υπήρχε.
Ετοίμασε κάτι σαν κλήση. Μου ζητά να υπογράψω και να πάρω το χαρτί. «Μπορώ βεβαίως να μην την υπογράψω και να μην την πάρω», λέω.
«Ασφαλώς και μπορείτε».
«Ναι, δεν θα υπογράψω και δεν θα πάρω το χαρτί».
«Πολύ καλά» λέει.
«Γεια σας».
«Γεια σας….Και να προσέχετε».

Στη Γέφυρα δεν προφτάνω τον μπροστινό μου και αναγκάζομαι να προσφέρω στους ληστές αυτά που είχα: 4,50 ευρώ. Δεν τα δέχτηκαν. Ήθελαν 12 κι 90 λεπτά... Δεν με αφήνουν να περάσω. Ζητούν να κάνω πίσω, να  παρκάρω και να πάω στα γραφεία. Στα γραφεία, ευγενικά, μου λένε να περιμένω. Όμως φτάνει μια κυρία έξαλλη, θυμωμένη. Δεν ακούει τίποτε. Θέλει να με σκίσει.
«Να γυρίσετε πίσω» λέει προστακτικά. Ούτε στη ασφάλεια, επί Χούντας, δεν μου φέρθηκαν έτσι.
«Ποιο πίσω;» λέω, «το πίσω είναι προς το Αγρίνιο. Με ποιο δικαίωμα μ’ εμποδίζετε να κυκλοφορώ στη χώρα μου;»
«Η γέφυρα είναι ιδιωτική κύριε».
«Δηλαδή η γέφυρα δεν είναι στη χώρα μου; Έξω από τη χώρα μου είναι η γέφυρα; Σύμφωνα με το σύνταγμα δεν έχει δικαίωμα κανείς να μ’ εμποδίζει να κυκλοφορώ μέσα στη χώρα μου». 
«Κύριε δεν καταλαβαίνετε».
«Τι πιο απλό; Δεν έχω χρήματα».
«Έπρεπε να φροντίζατε να έχετε».
«Μα θ’ αποφασίζετε σεις, η κυρία εργολάβου, πώς θα ζω εγώ μες στη χώρα μου και πότε θα έχω χρήματα; Εγώ μπορεί να γουστάρω να ζω σαν άγιος, να είμαι άγιος, θα μου το απαγορέψετε; Αλλά δεν έχω να πω τίποτε άλλο μαζί σας, παίρνω το 100».
 «Να πάρετε ό, τι θέλετε».
Τηλεφωνώ στο 100. Μου δίνουν το τηλέφωνο του αξιωματικού υπηρεσίας της Ναυπάκτου. Τηλεφωνώ στον αξιωματικό υπηρεσίας της Ναυπάκτου. «Ω ακατανίκητη ηλιθιότητα». Τουλάχιστον ο άλλος στην Κορινθία ήταν έξυπνος άνθρωπος. Λέει:
«Μα η γέφυρα είναι ιδιωτική κύριε, δεν το ξέρετε;».
«Από πότε οι ελληνικοί δρόμοι και οι γέφυρες που τις πληρώνει ο φορολογούμενος Έλληνας έχουν περάσει σε ιδιώτες; Κι έχει ένας ιδιώτης το δικαίωμα να με εμποδίζει να κυκλοφορώ στη χώρα η οποία ανήκει στον ελληνικό λαό;».
«Δεν ξέρω κύριε, να γυρίσετε πίσω αν δεν σας αφήνουν να περάσετε».
«Μα το σπίτι μου είναι προς τη Λευκάδα κι όχι προς την Αθήνα».
«Ας κάνατε το κουμάντο σας να έχετε χρήματα».
«Είχα χρήματα κύριε αλλά μού τα πήρε το κράτος για να τα δώσει σε σας, για να με προστατεύετε τάχα μου από τους ληστές…».
«Μα τι λέτε κύριε;»
«Αυτό που ακούς. Βάζεις τους ψευτονόμους των μιζαδόρων πάνω από τη ζωή μου και σε αποκαλούν προστάτη του πολίτη; Είναι δυνατόν; Εν πάση περιπτώσει, τηλεφώνησα σε λάθος πρόσωπο. Κλείνω».
Γυρίζω προς την ανοργασμική κυρία. Κάτι έχει αλλάξει. Μάλλον φοβούνται επεισόδια.
«Λοιπόν» λέω «Θα με αφήσετε να περάσω και θα σας στείλω τα
 χρήματα».
 «Αυτό δεν γίνεται».
«Τότε κρατήστε με εδώ, να δούμε τι θα με κάνετε».
«Πολλοί υποσχέθηκαν αλλά δεν έστειλαν τα χρήματα».
«Εγώ κυρία μου κι αδικημένος αν είμαι όταν δώσω τον λόγο μου τον τηρώ. Δεν είμαι σαν τους πολιτικάντηδες που υποσχέθηκαν την προστασία της χώρας και την πωλούν σ’ εταιρίες και ληστές-εργολάβους». 
«Οι εργολάβοι δεν είναι ληστές».
«Ο λαός αυτό πιστεύει και το σημερινό περιστατικό τον δικαιώνει».
«Δηλαδή τι θέλετε να κάνουμε;».
«Να σας δώσω τα στοιχεία μου και να με αφήσετε να πάω στο σπίτι μου. Από εκεί σας στέλνω τα χρήματα ταχυδρομικώς ή άλλως πως, δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε».
Μια κυρία, ευγενική, μου φέρνει ένα χαρτί και αντιγράφει από την ταυτότητά μου τα «στοιχεία» μου… Τα στοιχεία μου… Αλλά τα πραγματικά μου στοιχεία είναι στην ποίησή μου. Εκεί είναι η ουσία μου και η περιουσία μου. Σ’ αυτή την εξαίσια χώρα που την εξευτελίζει ένα διαβολικό κράτος ο πραγματικός εαυτός είναι αόρατος. Ακόμα κι από την αστυνομική μου ταυτότητα, αφαίρεσαν το «επάγγελμα», για να μην αποτελεί αυτό διαβατήριο εκεί όπου ακόμη σέβονται τους ποιητές. Τι, να καθήσω τώρα και να πω τα πραγματικά μου στοιχεία στην κυρία; Όχι. Τα ψιθυρίζω μόνος μου:


ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

I
Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου.
Έρχεται γη φωνή μου φορτωμένη την
αρσενική
Γύρη των άστρων· έρχεται
Στο λουλούδι του νου σου.

            II
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Με προβιά και με έκσταση
M’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο
και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη
Με μνήμες από πάχνη κι από φωτιά
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Άφησα τα χνάρια μου πάνω στον
Πηλό
Του φωτός.
Φόρεσα τη θωριά του νερού.
Φόρεσα τη δυσκινησία των οστρακόδερμων.
Βόσκησα τους ανέμους κι εξημέρωσα τους ήχους.
Έζησα του λύκου την έκσταση
Μπροστά στον πάγο και τη φωτιά.
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.

III
…………………………………………………..
Έρχομαι από ’κει όπου πηγαίνετε
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός φυτρώνω μες στην έρημο των λαών. Ώριμος
Ήλιος
Γέρνω από γύρη σοφίας.


-Γιάννη, τόσο με αυτό το ποίημα όσο και με τα προηγούμενα σκέφτεται κανείς τι; Εγώ βρίσκω μια καταπληκτική συγγένεια με όλα που σου συνέβησαν…
-Ότι διέσχισα τον άπειρο χρόνο και χώρο χωρίς να μ’ εμποδίσει κανείς. Κι επιλέγω την Ελλάδα για να ζήσω, χώρα πανέμορφη, που γέννησε τη Δημοκρατία κι  έβαλε πάνω ακόμα κι από τη ζωή την Ελευθερία. Όμως φτάνω σ’ αυτή τη χώρα σε μια εποχή που την κυβερνούν βάρβαροι, οι οποίοι καμμιά σχέση δεν έχουν με τη χώρα και με την ιστορία της. Τόσο βάρβαροι που επανέφεραν τους ληστές και τον Μινώταυρο που κάποτε είχεν εξοντώσει ο Θησέας. Και βάζουν έναν ποιητή ν’ απολογείται σ’ αυτά τα καθάρματα: Στον Περιφήτη, στον Σκίρωνα, στον Πιτυοκάμπτη, στον Προκρούστη.

-Βλέπω ότι οι μύθοι, αν τους καλοπροσέξουμε είναι η καθημερινότητά μας.
-Μάλιστα, η μύθοι, είναι η ουσιαστική καθημερινότητά μας

-Τελειώνοντας αυτή την ιδιότυπη συνέντευξη θα ήθελες να προσθέσεις κάτι;
-Ναι. Να πω στον κύριο Ρέππα: «Τι περισσότερο προσέφερες εσύ από μένα σ’ αυτή τη χώρα ώστε να έχεις την εξουσία να νομοθετείς και μάλιστα εναντίον μου δημιουργώντας μου επεισόδια; Τι περισσότερο προσέφερες εσύ από μένα ώστε εσύ μεν να έχεις χρήματα να πληρώνεις τα διόδια (τα εμπόδια, τα εισόδια, τα εξόδια, τα παρόδια), εγώ δε να μην έχω;

-Φίλε Γιάννη ευχαριστώ. Και σ’ ενημερώνω: Θέλω τη συνέντευξη αυτή για να τη στείλω σε διάφορα μπλογκ.
-Κι εγώ Σωτήρη ευχαριστώ. Μόνο να μην γίνουν αλλαγές, παραλείψεις, και προκύψουν ασάφειες. Σου έχω εμπιστοσύνη.

                                    Αγρίνιο-Πελασγικόν Λευκάδος, Απρίλης, 2011




ΕΙΔΗΣΕΙΣ


ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Ζώντας σε παραμύθια και θρησκείες, περνώντας
μες από θρύλους, πολιτείες και λαούς
άκουσα και για κείνο το γεφύρι που το πλάτος του δεν είναι πιο
 μεγάλο από την  κόψη ξυραφιού.
Μόνο από κείνο το γεφύρι λένε θα μπορούσες να περάσεις προς το φως.
Κι όπως οι πιο σοφοί εξηγούν
διαβαίνεις το γεφύρι εκείνο μόνο αν ο ίδιος είσαι φως.


ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Όλοι στη στάση περιμένουν τ’ αστικό.
Και δηλαδή; Κανένας, μα κανένας, δεν θα πάρει
τον Ήλιο;
Μόνο εγώ λοιπόν; Μόνο εγώ;






       


















      ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ

            Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε  γιγνομένων,
            σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.

            ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΛ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ, VIII, 7


Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή

αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.
(Κ.Π.Καβάφης)



ΣΕΦΕΡΗΣ – ΕΛΛΑΔΑ


«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Όταν το έγραφε, πιστεύω ότι τον πλήγωνε η ομορφιά. Σήμερα θα τον πλήγωνε η καταστροφή και το ξεπούλημα αυτής της ομορφιάς.

Όταν έκαμε την τελευταία του επίσκεψη στο Σικελιανό, έγραφε:
«Ξεκινούσα για ένα μακρύ ταξίδι, δεν ήξερα αν θα τον ξανάβλεπα. Ένοιωσα τα φτερά ενός μεγάλου αγγέλου να τρέμουν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σα να μας άγγιξε η πνοή πραγμάτων που δεν είδαμε ποτέ μας κι όμως τ’ αγαπούμε πάνω από κάθε άλλο στη ζωή - το ύφος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν».

 «Το ύφος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν».
Φοβούμαι ότι αυτοί οι λίγοι τείνουν να εξαφανιστούν, τώρα που μπήκαμε σ’ έναν καινούργιο Μεσαίωνα, όπου οι κομματάρχες με τα φέουδα τους, τα κόμματα, και οι δημοσιογράφοι με τον αλαζονικό και πολυδύναμο φασισμό της τηλεόρασης, δείχνουν να θέλουν να ξεμπερδεύουν επί τέλους με αυτό το είδος που ονομάζουμε ποιητές.
Ναι, ούτε σε ομαλές ούτε σε ανώμαλες περιόδους συμφέρει να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι τολμούν να βλέπουν τέτοια όνειρα, σαν αυτό που είδε ο Σεφέρης το 1970 και που δυστυχώς δεν αφορούσε μόνο την περίοδο εκείνη της δικτατορίας, αλλά και τη σημερινή με τις βραχονησίδες και την αυριανή με την Ακρόπολη.

Το 1970 ο Σεφέρης, είτε γιατί η τότε επέμβαση του αμερικάνικου παράγοντα στη χώρα μας είχε φτάσει μέχρι το υποσυνείδητό του, είτε γιατί προέβλεπε την ξένη υποκουλτούρα που θα μας κατακλύσει με τον καιρό, είδε ένα όνειρο και το δημοσίευσε. Αυτός που έλεγε πως αυτή η χώρα σε λίγο καιρό θα λέγεται «Ελλαδέξ» μας διηγείται λοιπόν το εξής όνειρο του:

«Πρέπει να είχε περάσει καιρός ύστερα από εμένα· σα να γύριζα από μακρύ ξενιτεμό· στους δρόμους κανείς δε με γνώριζε και δε γνώριζα κανέναν. Απομεσήμερο νωρίς αλλά ο ήλιος σκεπασμένος. Βρέθηκα στην Ακρόπολη. Αίσθημα πως στ’ αναμεταξύ είχε προχωρήσει πολύ ο πολιτισμός. Εμπρός στη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα, ένα ταραγμένο πλήθος. Όλοι κοίταζαν τις κεντρικές κολόνες και χοχλακούσαν. Ρώτησα κάποιον που χειρονομούσε πλάι μου.
-Ρε, τι ζωντόβολο είσαι συ; Από πού μας κουβαλήθηκες; Δεν ξέρεις τίποτε;
Τον κοίταζα χαμένος.
-Να! ο πλειστηριασμός! Άνοιξε τα στραβά σου! Αν κερδίσει εκείνη η αμερικάνικη οδοντόπαστα, σώθηκε ο προϋπολογισμός μας για δεκαετίες.
Κοίταξα με προσοχή στην κατεύθυνση που μου ’δειχνε.
Ανάμεσα στις δυο κεντρικές κολόνες ξεχώρισα ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με πράσινη τσόχα και, καθισμένος πίσω του, ένας ξυρισμένος κύριος με γυαλιά. Φορούσε μαύρο κοστούμι και κρατούσε ένα φιλντισένιο σφυρί· είχε το ύφος χειρούργου. Ρώτησα αποβλακωμένος:
-Ποιος πλειστηριασμός;
-Πού ζεις μωρέ; Εδώ χαλνάει κόσμος!.. Τζένιο η κυβέρνηση μας. Θα τις παραχωρήσει αυτές τις πέτρες. Τι μας χρειάζουνται εμάς;
Εκείνη τη στιγμή ο μαυροντυμένος κύριος χτύπησε το σφυρί. «Κατεκυρώθη!» φώναξε κάποιος. «Κατεκυρώθη! Κατεκυρώθη!» αντιλάλησε η βοή του πλήθους.
- Κέρδισαν οι Αμερικάνοι! είπε έξαλλος ο γείτονάς μου σαν άνθρωπος που παρακολουθεί ποδόσφαιρο.
Η ταραχή φούσκωνε μέσα μου.
- Και τι θα κάνουν; κατόρθωσα να ρωτήσω.
- Είναι δαιμόνιοι, αποκρίθηκε. Θα πελεκήσουν τούτες τις κολόνες σε σχήμα σωληνάριου της οδοντόπαστας.
Ένοιωθα πως το πλήθος φύραινε γύρω μου και μ’ άφηνε ολότελα μόνο. Τότες είδα τον Παρθενώνα γυμνό ανατριχιαστικά, χωρίς αέτωμα, χωρίς γείσο, με τις κολόνες του πελεκημένες, γυαλιστερές, παρασταίνοντας υπέρογκα σωληνάρια. Ο βραχνάς με τίναξε από το κρεβάτι καθώς ούρλιαζα. Ώρα 5 πρωί».

            ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5 Μαρτίου 1994 και ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ 2002





64 ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.


ΔΙ’ ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΩΝ ΑΙΡΕΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΙΝ ΖΗΤΟΥΝ ΔΙ’ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΦΟΙΤΗΤΑΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΗΡΝΗΘΗ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΑΒΗ

Εξήκοντα τέσσερις φοιτηταί της σχολής των Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπέγραψαν αίτησιν απευθυνομένην προς την προσωρινήν διοικούσαν επιτροπήν του «Εθνικού συλλόγου φοιτητών της σχολής Ν.Ο.Ε - ΑΠΘ.» δια της οποίας ζητείται η σύγκλησις γενικής συνελεύσεως με θέμα την διεξαγωγήν εκλογών.

Η αίτησις η οποίαν δεν παρελήφθη παρά του μέλους της προσωρινής διοικήσεως κ. Καραλή, ο οποίος ευρίσκετο εις τα γραφεία του συλλόγου, εθυροκολλήθη υπό του δικαστικού κλητήρος…..

                                    «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 22 Απριλίου 1972


22 Απριλίου 1972. Ένα και μισό χρόνο πριν το «Πολυτεχνείο»… Δύο και παραπάνω χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο...Μέσα από τις 35.000 φοιτητές της Θεσσαλονίκης, άλλες 50.000 των Αθηνών και της υπόλοιπης Ελλάδας, χωρίς κάλυψη από οποιαδήποτε οργάνωση, χωρίς κάλυψη από κανέναν, δίνουμε στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης την αίτησή μας, με τα ονόματά μας......Σαν  πρόβατα προς σφαγήν… Αλλά δεν πήγαινε άλλο…για μας, δεν πήγαινε άλλο.

Στην Ασφάλεια μας τραβολογούσαν, χτυπούσαν, έβριζαν, απειλούσαν με στράτευση κι εκπαραθυρώσεις… Γιατί δεν μαρτυρούσαμε την οργάνωση, την πηγή, τους αρχηγούς …Μα για μας ήταν τόσο απλό:

Προς το τέλος του 1971, σε φοιτητικό διαμέρισμα, στην οδό Βιζυηνού, στις 40 Εκκλησιές, βρεθήκαμε ένα βράδυ μερικοί φοιτητές και φοιτήτριες, από εκείνους κι εκείνες που συχνά βρισκόμασταν σε διάφορα φοιτητικά διαμερίσματα, για να διαβάσουμε ποίηση, ν’ ακούσουμε μουσική, να συζητήσουμε… να συζητήσουμε… κι όταν μας βαρέσει στο κεφάλι η πείνα, να κάνουμε μια στραπατσάδα, να φάμε, και να συνεχίσουμε… Εκεί τότε έφτασε ένας φίλος και μας είπε ότι κατάφερε να φέρει σε κασέτα κάτι πολύ πολύ σημαντικό. Ένα καινούργιο έργο του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένο πάνω σε ποίηση του Άγγελου Σικελιανού:

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες το χρόνο),
στο φωτογόνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή σα να ’ταν 
όλο χαλκός το διάστημα ή ως να ’χα 
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου χρόνια, 
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα 
στης Έφεσος το Ναό…

Γιγάντιες σκέψες 
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικό ηλιοβασίλεμα, 
άναβαν στο νου μου
τι όλη μου καίονταν μονομιά η ζωή
στην έγνοια της καινούργιας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα!

Σε λίγο δεν ακουγόταν η μουσική (που άλλωστε, όντας απαγορευμένη έπρεπε ν’ ακούγεται χαμηλά), δεν ακουγόντουσαν τα λόγια. Γιατί τα σκέπασε ο μέγας ασυγκράτητος θρήνος μας. Ο φίλος μας χρειάστηκε πολλές φορές να σταματήσει την κασέτα, μέχρι να σταματήσουμε το κλάμα και να συνεχίσει.

Γι’ αυτό δεν είπα: 
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου…
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι……………………………………………………………………………………..
        «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε το Ήλιο πάνω από την Ελλάδα·
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε το Ήλιο πάνω από το κόσμο!
Tι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδελφοί του!
Ομπρός, αδέλφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε αδελφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί! Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κ’ εμένανε, αδελφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι του κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αητός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογκάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
 βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα.!


Τα λόγια τούτα και η μουσική τούτη, μας πήγαιναν πέρα από τη σημερινή
καταπίεση, τους τωρινούς καθημερινούς ελέγχους, τους ξυλοδαρμούς: Ένα μόνο περιστατικό ξυλοδαρμού, από τα πολλά, για να ξέρουν εκείνοι που μπερδεύουν την ευταξία μιας στρατιωτικής επέμβασης υπέρ της δημοκρατίας (Μακρυγιάννης, Γουδί), με τον έξωθεν κινούμενο και επιβαλλόμενο φασιστοναζισμό:
(Μια μέρα τέσσερις φίλοι μου συμφοιτητές -ο Μιχάλης, ο Δημήτρης, ο Πανaγιώτης, ο Βασίλης- βγήκαν να κάνουν έναν περίπατο. Εγώ δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω γιατί με είχε καθηλώσει το άσθμα. Σε λίγο έφτασαν καταματωμένοι…με σπασμένα δόντια και πρησμένα μάτια… τι είχε γίνει; Εκεί που πήγαιναν, στη Μελενίκου, μια ομάδα κουρεμένων με την ψιλή τραμπούκων, -τέτοιους είχε τότε η Γυμναστική Ακαδημία-, βγάζοντας ξύλα μες από τα μπουφάν τους, ρίχτηκαν πάνω τους λέγοντας «σκοτώστε τους μαλλιάδες, σκοτώστε τους γαμημένους τους κουλτουριάρηδες….» Και χτυπούσαν, σα στραβοί. Οι φίλοι που αρχικά τα έχασαν (στενός ο δρόμος και με βαθύ χαντάκι στην μια του άκρη) αν και τραυματισμένοι, κατάφεραν, σκορπίζοντας προς τα δω και προς τα κει, κατάφεραν εντέλει να τους ξεφύγουν. Κι όταν ανασυντάχτηκαν επέστρεψαν).

            Η μουσική αυτή του Θεοδωράκη, η ποίηση αυτή του Σικελιανού, ερχόντουσαν από πολύ βαθειά μέσα μας. Μνήμες πελασγικές, μνήμες από ελευσίνιες λιτανείες, σε ώρες σαν εκείνες λίγο πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν μέσα στην έσχατη απελπισία θεών και ηρώων,  γίνετ’ εντέλει επίκληση στην παντοδύναμη ανθρώπινη ψυχή, που η αδυναμία της βρίσκεται στο ότι δεν γνωρίζει τη δύναμή της.
       Το έργο αυτό, μας παρηγόρησε τόσο πολύ,  μας εγκάρδιωσε τόσο πολύ. «Να», σκεφτόμασταν, «να ποια είναι η πραγματική Ελλάδα, που μας τη στερούν οι στενοκέφαλοι συνταγματάρχες, στηριγμένοι στους σφαγείς των λαών, τις Η.Π.Α.». Κι όταν ο πρώτος άνοιξε το στόμα, είπε αυτό που όλοι θέλαμε να πούμε. Ότι «δεν γίνεται φίλοι, δεν γίνεται να περάσουμε τη ζωή μας, κάτω από έναν διαρκώς βαριά συννεφιασμένο ουρανό. Πρέπει να κάνουμε κάτι…Πρέπει να κάνουμε κάτι…».
 Κι αποφασίσαμε να ερευνήσουμε το νομικό πλαίσιο, ψάχνοντας άρθρα του συντάγματος που ίσως ήσαν ακόμη ενεργά…Και να ζητήσουμε κατ’ αρχήν δημοσίως, στέλνοντας το αίτημά μας στις εφημερίδες, φοιτητικές εκλογές. Αυτό θα ήταν η μαγιά. Αν το κατορθώναμε, θ’ ανοίγαμε πιθανόν δρόμο προς τις εθνικές εκλογές κι εντέλει προς την απελευθέρωση του τόπου. Είμασταν 5-10, ο πυρήνας των φανατικών για γράμματα, για τέχνη κι ελευθερία. Όμως υπήρχαν και οι παραέξω. Που άλλοτε έρχονταν στις συζητήσεις μας κι άλλοτε όχι. Και βέβαια, ξεκινήσαμε. Και μέσα σε λίγο διάστημα, εξηγώντας, αναπτύσσοντας και προτρέποντας, καταφέραμε να μαζέψουμε 64 υπογραφές:

Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, Τριαντάφυλλος Πρωτοσύγκελος, Βαγγέλης Καργούδης, Φώτιος Κουτσίνας, Ανδρόνικος Ζιάκας, Άγγελος Θεμελής, Μιχάλης Ζερβουλάς, Όλγα Χατζηδήμου, Δημήτρης Δομοκίδης,  Γιάννης Φραγκίδης, Σταύρος Ράμμος, Δημήτρης Τσελούδης, Αθανάσιος Ακριβόπουλος, Μιχάλης Καρύδας, Χρυσάφης Ιορδάνογλου, Γεώργιος Τσιπινιάς, Ανδρέας Αθανασόπουλος, Βασίλης Παπαγεωργίου, Νίκος Ταμιολάκης, Χρυσούλα Ντίνα, Σοφία Καπακιάρη,  Αικατερίνη Τζόλη, Ανδρέας Μιχαηλίδης,  Τρίαρχις Στυλιανού,  Γεώργιος Αργυρούδης, Σωτήρης Γερακούδης, Χρήστος Τσιπιλίδης, Χριστίνα Νικολαΐδου, Μαρία Πακταβού, Κώστας Μουρίδης, Λάμπρος Νικολαΐδης, Δημήτρης Σκρέτας, Κώστας Σκουλάς, Ιωάννης Βασιλακάκης, Κυριάκος Βογιατζόγλου, Νικόλαος Βολωνάκης, Αριστείδης Ρούσινος, Κώστας Σπανορρήγας, Ε. Σωτηριάδου, Αικατερίνη Χορταριά,  Ελένη Κουρσιουμπά, Άννα Τσιπιλίδου,  Ανδρομάχη Γκούλια, Πάνος Κοστρίβας, Ιωάννης Καπνιάρης, Ιωάννης Χρονόπουλος, Ιωάννης Σταθάκης, Δημήτριος Μπράτσος, Ιωάννης Γιαννακόπουλος, Μανούσος Χαλκιαδάκης, Γιάννης Φουρτούνας, Γιάννης Υφαντής, Δήμητρα Φακή, Βύρων Τσαμπούλας, Νικόλαος Σωτηριάδης, Νικόλαος Δημητριάδης, Βασίλειος Ευμορφόπουλος, Ελισάβετ Καλπάκη, Μαρία Μπιμπλή, Γιώργος Νικολακάκης, Ιωάννης Μαρκόπουλος, Μηνάς Κόκκινος, Μιλτιάδης Νικολαΐδης, Γεώργιος Δέλλιος.

Απ’ όλους αυτούς, ελάχιστοι είν' εκείνοι που γνωρίζω σήμερα τι κάνουν και πού  βρίσκονται. Θα ήθελα πολύ να μάθω τι απέγιναν οι υπόλοιποι. Αν πληροφορηθούν κάτι γι’ αυτή μου εδώ την αναφορά, ας επικοινωνήσουν μαζί μου στο yannisyfantis@yahoo.gr
Και βέβαια θα τελειώσω μ’ ένα αγαπημένο ποίημα του Σεφέρη. Δεν μπορώ βεβαίως να το απαγγείλω εδώ. Κι ούτε μπορώ να βάλω, πριν την απαγγελία, χαμηλώνοντας, και μετά την απαγγελία ανεβάζοντας, τον ηπειρώτικο εκείνο θρήνο (μόνο κλαρίνο), που άλλοτες έβαζα, όταν εργαζόμον στο Κρατικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης:

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια.
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.


______________
Εικόνες: 1. Πίνακας του Βαν Γκογκ. 2. Πίνακας του Tony Mavridis, 3. Αρχανδρική μορφή -το λουλούδι "απρίλης"- (Αρχέτυπα 2001). 4. ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΗΛΙΟΣ -Ηλόγραμμα- (Αρχέτυπα), 5. Το άλογο των ήλιων, (Αρχέτυπα)