Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

«ΑΧ» ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, 2012



ΟΙ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΙ
ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ
(Τρία κείμενα με τη συμβολή τους και τη συμβουλή τους)


                      1
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΣΑΠΦΟΥΣ


Διαβάζω σε μετάφραση Παναγή Λεκατσά:

Όπως το γλυκόμηλο π’ άκρη κρέμεται στο ψηλότερο κλαρί,
και που το λησμόνησαν
όσοι κορφολόγησαν τη μηλιά την καρπερή
ω δεν το λησμόνησαν, μα κανείς δεν το ίσιωνε
τ’ όμορφο γλυκόμηλο στο ψηλό κλαρί.

α) Αυτό που αναφέρεται ως ποίημα της Σαπφώς (Σαπφούς ή Ψάπφας), εδώ τουλάχιστον, δεν είναι ποίημα. Του λείπει τόσο ο ρυθμός της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, όσο και ο ρυθμός της νέας ελληνικής.
Η ομοιοκαταληξία κλαρί, καρπερή, κλαρί, που σκόρπισε ο συγγραφέας στο στιχούργημα αυτό, δεν περισώζει σχεδόν τίποτε.
β) «π’ άκρη κρέμεται». Ποιητική αδεία; Μα μόνο ο ποιητής δεν δικαιούται άδεια. «Π’ άκρη κρέμεται». Δεν καταλαβαίνω. Και περισσότερο δεν καταλαβαίνω αυτό το «κανείς δεν το ίσιωνε». «Κανείς δεν το έκανε ίσιο»; Και ποια σχέση έχει με το υπόλοιπο κείμενο αυτό το «ίσιωνε»; Ποια νοηματική σχέση; Μήπως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος; Μήπως ο συγγραφέας αντί για τη λέξη «ίσιωνε» είχε τη λέξη «έσωνε»; Μάλλον.
Ο δαίμων του τυπογραφείου κάποτε μετατρέπει έναν κακό στίχο σε καλό ή μετατρέπει μια πεζή φράση σε στίχο. Παράδειγμα; Σε μια βιογραφία του Τζένγκις Χαν ο συγγραφέας έγραψε: «Το βράδυ κατασκήνωσαν στους πρόποδες του λόφου». Ο δαίμων επεμβαίνει και μας δίνει το εξής καταπληκτικό: «Το βράδυ κατασκήνωσαν στους πρόποδες του λόγου». Όμως τέτοιες γουστόζικες παρεμβάσεις του δαίμονα σπανίζουν. Συνήθως ο δαίμων (όντας στοιχείο χαοτικό), επεμβαίνοντας, μας δίνει τις πιο απροσδόκητες αρλούμπες.

Φεύγω από τη μετάφραση αυτή με την αίσθηση ότι το «κορφολόγησαν τη μηλιά» κρύβει κάτι το πονηρό, αφού κορφολογώ και μήλο έχουν ερωτικά υπονοούμενα. Εκτός και το κορφολογώ δεν έχει σχέση με το κρυφό, ούτε με την κορυφή του βυζιού, κι ακόμα ούτε με τον κόλπο της μασχάλης ή αυτόν ανάμεσα στα βυζιά. Οπότε και πάλι μπερδεύομαι, γιατί: Τι δουλειά είχαν οι «μαλοδρόπηες» να κόβουν τις κορυφές; Τι δουλειά είχαν στις άκρες, να ακρηδολογούν, ενώ πήγαν για να μαζέψουν μήλα;

Αφού η μετάφραση σε μοντέρνα ελληνικά των αρχών του 20ού αιώνα δεν με ικανοποιεί, ψάχνω για μεταμοντέρνα ελληνικά, πρόσφατα, αγγλικά όπως τα λένε. Κύριος Κωνσταντίνος Τρυπάνης. Είναι αυτός που δεν συμπεριέλαβε στην Ανθολογία του (Penguin Books) τον Βάρναλη, τον Βρεττάκο και τον Ρίτσο, επειδή ήσαν κομμουνιστές. Δεν καταλαβαίνω. Το να μην συμπεριλάβεις κάποιον στην ανθολογία σου επειδή είναι δήθεν ποιητής, επιβάλλεται. Όμως το να μην συμπεριλάβεις κάποιον επειδή έτσι το θέλουν οι διάφορες μυστικές υπηρεσίες, είτε επειδή είναι κομμουνιστής, δεν το καταλαβαίνω. Γιατί απλούστατα το «κομμουνιστής» δεν αποκλείει το «αληθινός ποιητής». Και βέβαια, τόσο ο Βάρναλης κι ο Ρίτσος, όσο κι ο Βρεττάκος, ήσαν αληθινοί ποιητές.
Λοιπόν, προστρέχω στην Ανθολογία του κυρίου Τρυπάνη, που διετέλεσε και υπουργός Παιδείας και τώρα είναι πια μόνιμος κάτοικος του παραδείσου της Δεξιάς (Μούσα συγχώρεσ’ τον!). Διαβάζω:

Like the sweet apple that reddens at the top of the branch, at the top of the topmost bough; The apple-pickers forgot it – no, they did not forget it, they could not reach so far.

Εδώ μάλιστα. Και νόημα βγάζω και δεν εξοντώνομαι από αρρυθμία, αφού έχω να κάμω όπως φαίνεται μ’ ένα κατά λέξιν μεταφρασμένο αρχαίο ποίημα σε μεταμοντέρνα, πεζά, ελληνικά.
Όμως ο κύριος Τρυπάνης έχει και το άλλο καλό. Μου παραθέτει και το αρχαίο κείμενο:

Οίον το γλυκύμαλλον ερεύθεται άκρω επ’ ύσδω
άκρον επ’ ακρωτάτω, λελάθοντο δε μαλοδρόπηες.
Ου μαν εκλελάθοντ’ αλλ’ ουκ εδύναντ’ επείκεσθαι.

Διαβάζω κι απολαμβάνω, διαβάζω και η αίσθησή μου είναι ότι τραγουδώ. Έτσι όταν στις γιορτές μού ζητούν να τραγουδήσω, εγώ τους απαγγέλλω το ποίημα τούτο της Σαπφώς. Κι όταν μου ζητούν να τους μεταφράσω, τους δίνω το ποίημα με τα παρακάτω λόγια, τα οποία  απαγγέλοντάς τα  έχω  επίσης την  αίσθηση  ότι τραγουδώ:

Κόκκινο το γλυκόμηλο στου κλωναριού την άκρη·
την άκρη την ακρότατη· οι μηλοτρυγητάδες
το ’χουν ξεχάσει· δεν το ξέχασαν
είναι που δεν μπορούσαν να το φτάσουν.

Όμως κάποτε μου συνέβη αυτό το καταπληκτικό: Ένας ορεσίβιος, με μια γλώσσα παράξενη, ανάμεσα σε πανάρχαια ελληνικά και νέα ελληνικά, μου απαγγέλλει το ποίημα ως εξής:

Μούνον το δασύμαλλον ερεύθεται μέσω εν μπούτω
μέσον εν μεσωτάτω, λελάθοντο δε μουνοδρόπηες.
Ου μαν εκλελάθοντ’ αλλ’ ουκ εδυναντ’ γαμήκεσθαι.

Καταγράφω αμέσως αυτή την καταπληκτική μετάφραση και κάθομαι μόνος μου και τη μελετώ:
«Μούνον». Γιατί «μούνον»; Δεν μπορεί να εννοεί το «μόνον». Σίγουρα εννοεί το μουνί. Το επιβεβαιώνει και η λέξη «δασύμαλλον» παρακάτω με τα δύο λάμδα της.
Αλλά πώς έφτασε από το «Οίον» στο «Μούνον»; Μάλλον πρόκειται για άνθρωπο που κατάγεται από τους προκατακλυσμιαίους εκείνους Έλληνες που κατέφυγαν στα βουνά κι έκτοτε δεν κατέβηκαν από αυτά, πιστεύοντας ότι η πεδινή Ελλάς (όπως και πράγματι συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό) καλύπτεται ακόμη από τα νερά του κατακλυσμού. Γιατί συν τοις άλλοις ο άνθρωπος αυτός, κάτι μου έλεγε για κάποιαν «Ατλαντίδα» και άλλα πράγματα που καλά δεν καταλάβαινα.
Είδε λοιπόν ο ορεσίβιος (ως φαίνεται) ή άκουσε το πεδινό και αιολικό οίον και μη κατανοώντας το, το εξέλαβε ως παραφθορά του αιδοίον. Όμως έχοντας πλήρη αίσθηση του αρχαίου ελληνικού ρυθμού, το απέδωσε με το «μούνον» και όχι με το «αιδοίον». Ακούστε: «Αιδοίον το δασύμαλλον». Δεν πάει. Αυτό το αι στην αρχή, βαραίνει τον στίχο. Ενώ, ενώ «μούνον το δασύμαλλον», είναι ωραίο όσο και το «οίον το γλυκύμαλον».
Με την ίδια λογική βεβαίως ο ορεσίβιος κατέληξε ως φαίνεται στο δασύμαλλον, στο μπούτω (πους, μπους, μπούτι), στο μουνοδρόπηες, και τέλος στο γαμήκεσθαι. Πιστεύω πως αν ο ορεσίβιος ήξερε μεταμοντέρνα ελληνικά, με βοηθό του εκείνο το «πίκερς» του Τρυπάνη, θα κατανοούσε το «επείκεσθαι». Δεν ξέρει μεταμοντέρνα ελληνικά. Έτσι είδε το πεδινό και αιολικό «επείκεσθαι» ως «γαμήκεσθαι».


ΣΧΟΛΙΟ:

 Σίγουρα, μέχρι να γνωρίσω τον αρχαίο αυτόν Έλληνα, θεωρούσα την δική μου μετάφραση του σαπφικού ποιήματος ως την πιο καλή μετάφραση που συνάντησα. Όμως, όταν άκουσα την μετάφραση του ορεσίβιου, θυμήθηκα τα λόγια του Μπλαίηκ, που λέει: «Ποτέ δεν ξέρεις τι ’ναι αρκετό, αν δεν γνωρίσεις τι ’ναι πάνω απ’ τ’ αρκετό». Κι επίσης τα λόγια του Εκκλησιαστή, που λέει: «Ποτέ μην υπερασπίζεις παθιασμένα τη δικαιοσύνη σου και τη σοφία σου, γιατί μπορεί να έρθουν τα πράγματα έτσι, που να εκπλαγείς (και με τη δικαιοσύνη σου και με τη σοφία σου)».
Και ιδού μια έκπληξη που με επισκέπτεται εδώ και τώρα: Σκέφτομαι ξάφνου πως το πρωτότυπο ποίημα είναι αυτό του ορεσίβιου Έλληνα. Και πως το αποδιδόμενο στη Σαπφώ ποίημα αποτελεί μετάφραση του πρωτοτύπου που μου έδωσε ο ορεσίβιος. Ναι. Αλλιώς δεν εξηγείται. Γιατί δεν πάμε ποτέ από τα σύμβολα στα πράγματα, αλλά πάντα από τα πράγματα στα σύμβολα. Και το ποίημα της Σαπφώς αποδίδει συμβολικά το πρωτότυπο ποίημα που μου έδωσε ο ορεσίβιος. Η γυναίκα γίνεται μηλιά. Το αιδοίον της γίνεται μήλο, μήλο που δεν μπόρεσε κανείς να το αποχτήσει.
Δεν αποκλείεται όμως και τούτο: Να έχει γράψει η Σαπφώ το ποίημα που μου έδωσε ο ορεσίβιος. Όμως κάποιος ηθικιστής αλεξανδρινός αντιγραφέας, ή (το πιο σίγουρο) κάποιος βυζαντινός καλόγερος, σκανδαλίστηκε από το ποίημα και το κατέστρεψε. Δεν του έκανε όμως καρδιά να το εξαφανίσει εντελώς. Έτσι, αποδίδοντάς το με σύμβολα, μας το παρέδωσε ως πρωτότυπο ποίημα της Σαπφώς. Κι αυτό, αυτό το τελευταίο, είναι μάλλον το περισσότερο πιθανό.

                                    (BEST SELLER 20oς αι., ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ, 2003).



                           2

ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΓΕΝΗ ΤΟΥ ΗΣΙΟΔΟΥ ΚΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Παρατηρώντας την διεθνή κατάσταση των τελευταίων ημερών, κι ακόμα έχοντας υπ’ όψιν τα οικτρά που συμβαίνουν στο χώρο των γραμμάτων μας τα τελευταία χρόνια, κατέφυγα στον Ησίοδο, μήπως και βρω στο πρόσωπό του έναν φίλο, να κουβεντιάσω, μιας και «δεν μου φτάνουν οι ζωντανοί», έτσι όπως αυτοί κατάντησαν να μην ακούν και να μη βλέπουν.
Έφτασα λοιπόν στα πέντε γένη του Ησιόδου: Στο χρυσό γένος (των μακάριων ανθρώπων) και στο ηρωικό (των ανδρείων ανθρώπων). Κι ακόμα στο ασημένιο γένος (το κάπως υποφερτό). Έφτασα και στο χάλκινο γένος, που είναι τρόμος, θλίψη κι απελπισία. Και τέλος στο σιδερένιο γένος, που στις μέρες μας (όλα το δείχνουν) βρίσκεται στην ακμή του.
Εκπρόσωποι βεβαίως των άλλων γενών (χρυσού και ηρωικού), ελάχιστοι, υπάρχουν και σήμερα, μα όταν δεν είναι (σιωπηρά και ύπουλα) απομονωμένοι, είναι ανάνδρως δακτυλοδεικτούμενοι, αποκαλούνται δε άπιστοι, επειδή σκέφτονται ελεύθερα, ή αποκαλούνται τρομοκράτες, επειδή η αλήθεια μέσα στην οποία ζουν και την οποία προφέρουν, όντως τρομοκρατεί. Μα ποιους; Εκείνους του χάλκινου και του σιδερένιου γένους. Τους τρομοκρατεί η αλήθεια, γι’ αυτό θέλουν να την εξαλείψουν με τη δημιουργία μιας παγκόσμιας τρομοκρατορίας. Στην οποία βεβαίως τον μεγαλύτερο τρόμο θα υφίστανται, ως είναι φυσικό, οι ίδιοι οι τρομοκράτορες.
Φτάνοντας λοιπόν στο σιδερένιο γένος, ο ραψωδός, δηλαδή ο ραβδωδός, που κρατάει τον ρυθμό με το ραβδί του, μου λέει:

Τον λόγο του όποιος κρατά εκτίμηση δεν θα ’χει
μήτε ο δίκαιος κι ο καλός. Αλλ’ όμως τον κακούργο,
τον υβριστή θα τον τιμούν. Και θα ’ν’ το μόνο δίκιο
η δύναμη. Ο αδιάντροπος, τιμές μεγάλες θα ’χει.
Και θα συντρίβει ο δειλός τον άντρα το γενναίο
λόγια με  δόλο  πλέκοντας,   κι  όρκο  γι’ αυτά  θα παίρνει.
Κι ο φθόνος ο πανάθλιος παντού θα περιτρέχει
με διγλωσσία, πονηριά και δόλο και απάτη.

Την περί των γενών εξιστόρηση λοιπόν ο Ησίοδος αφού εξαντλήσει, κλείνει με μια παραβολή, έναν μύθο, όπου διεξάγεται συνομιλία, μεταξύ των πουλιών, του γέρακα και του αηδονιού. Λέει λοιπόν ο Ησίοδος:

Και τώρα ένα μύθο εγώ θα πω για τους αρχόντους
 μ’ όλο που έχουνε κι αυτοί τη γνώση τη δική τους.
Αυτά είπε ο γέρακας στο πλουμιστό αηδόνι
όταν το σήκωσε ψηλά, στα σύννεφα, πιασμένο
στα φοβερά τα νύχια του. Σπαραχτικά εκείνο
μύρονταν καθώς ήτανε στα νύχια κρεμασμένο.
Κ’ είπε ως δυνατότερος ο γέρακας μιλώντας:      
«Μικρέ, τι μου λαλείς εκεί; Αυτός που σε κρατάει
πιο δυνατός είν’ από σε. Εκεί που εγώ πηγαίνω,
κι ας είσαι και τραγουδιστής, εκεί και σένα φέρνω.
Κι όπως μου κάνει όρεξη, σ’ αφήνω ή σε τρώω. 
Άμυαλος όποιος τα ’βαλε με δυνατότερο του.
Χάνει τη νίκη αλλά μαζί, έχει για να τραβήξει
ντροπές και βάσανα». Αυτά, το γρήγορο γεράκι
με τα φτερά τα δυνατά, έλεγε στ’ αηδονάκι.

Όμως αυτή η κατάληξη του Ησιόδου δεν με ικανοποιεί. Ο Όμηρος, σκέφτηκα, θα έφτανε σε μια κάθαρση, θα προχωρούσε, γιατί η πραγματικότητα δεν είναι αυτή, όπως από το φόβο των ισχυρών ίσως, αυτολογοκρινόμενος, μας την δίνει ο Ησίοδος. Κατά βάθος «το πνεύμα έχει την εξουσία» (όπως λέει ο Ρεμπώ), το συμπάντιο σύστημα έχει την εξουσία, κι όχι τα κατασκευασμένα από την άγνοια και την απληστία, εφήμερα ανθρώπινα συστήματα. Ψάχνοντας λοιπόν να βρω τη συνέχεια του μύθου με τα πουλιά, έφτασα σ’ ορεσίβιους αντάρτες, προκατακλυσμιαίους, που μου έδωσαν την συνέχεια και το τέλος του μύθου:

Εν τέλει αποφάσισε, να φάει το τ’ αηδόνι
ο γέρακας και όρμηξε να κάτσει σε κοτρόνι.
Όπου χτυπά τον κυνηγός, τα πόδια παραλύσαν
και το πουλί που κράταγαν σφιχτά το παρατήσαν.
Κι ως ξεψυχούσε ο γέρακας του φώναξε τ’ αηδόνι:

«Αφού δεν ξέρεις να λαλείς, καλό ήταν να σωπαίνεις
αντί να λες λόγια παχειά, με σιγουριά μεγάλη.
Κ’ ιδίως για τη δύναμη δεν θα ’πρεπε να κραίνεις.
Γιατί η όποια δύναμη, πάνω της έχει άλλη
πιο δυνατή από αυτήν, που θα την καταβάλει.
Να που εμείς τελειώνουμε, -τώρα εσύ με βέλος-
όμως αυτά που είπα σου, αυτά δεν έχουν τέλος».

         (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 11 Νοεμβρίου 2001, ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ, 2003).



                             3

ΤΑ 2 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ 4

Έχω ξαναμιλήσει για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ζουν στα υψηλότερα βουνά της χώρας μας, κυρίως σ’ εκείνα της Κρήτης και μιλούν όλες τις διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας, ξεκινώντας από τα σημερινά ποιμενικά των Κρητικών ορέων και φτάνοντας πίσω ως τα Μινωικά κι ακόμα πιο πίσω. Ποτέ δεν επισκέφτηκαν την θάλασσα. Πιστεύουν και δεν πιστεύουν τα όσα λέγονται γι’ αυτήν. Νομίζουν (ή κάνουν πως νομίζουν) ότι τα νερά της που αντικρίζουν από ψηλά είναι τα απομεινάμενα νερά του τελευταίου κατακλυσμού.

Σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου, όταν λόγου χάριν εύρισκα ότι κάποιοι επενέβησαν σ’ ένα γραπτό του Ησιόδου ή της Σαπφούς, πήγαινα σ’ αυτούς να ρωτήσω μήπως και γνωρίζουν το αρχικό κείμενο. Πάντα ανταποκρίθηκαν. Κι ακόμα όταν εγώ είχα δυσκολίες στο πώς να κλείσω ένα δικό μου ποίημα, πήγαινα και τους έβρισκα. Προφασιζόμουν ότι δεν γνωρίζω τίνος είναι το ποίημα κι ότι ζητώ την βοήθειά τους για το τέλος του, που ίσως αυτοί γνωρίζουν. Και βέβαια πάντα μου έλεγαν το τέλος του ποιήματος.

Πάντα τους επισκεφτόμουν, μόνος. Αλλά την τελευταία φορά που βρέθηκα στην Κρήτη και συγκεκριμένα στον Λέντα (Λέοντα) του Λυβικού Πελάγους (Αύγουστος του 2011), βρήκα τον άνθρωπο που θεώρησα ότι άξιζε να τους γνωρίσει και να τους επισκέφτεται (διαδεχόμενος ίσως εμένα) όταν έχει ποιητικές δυσκολίες.

Είναι ο Ίων Ιάνθου (ποιητής και μαθηματικός).
Ξεκινήσαμε χαράματα με τον Ίωνα. Σε πέντε ώρες περίπου, βρήκαμε τους ανθρώπους αυτούς.
Όταν ρωτήσαμε να μας πουν τα νέα τους, είπε ο ένας τους και συγκατένευσαν και οι άλλοι: «Εμείς τα μόνα νέα που έχουμε, είναι ποιήματα και παραμύθια. Αυτά είναι άλλωστε και τα πραγματικά νέα, οι μόνες ειδήσεις που θα έπρεπε ν’ ακούει ο κόσμος. Γιατί τα ποιήματα και τα παραμύθια λένε τα πάντα. Παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Δεν υπάρχουν ειδήσεις έξω από τα ποιήματα και τα παραμύθια. Όλ’ αυτά που ακούτε από τις τηλεοράσεις είναι σκουπίδια των σκουπιδανθρώπων και των σκουπιδοφάγων, που από απληστία και φθόνο κατέσφαξαν τους παραμυθάδες και τους ποιητές. Όσοι γλυτώσανε ζουν στα όρη ή ακόμη μέσα στις κοινωνίες, προστατευμένοι από το ότι οι σκουπιδάνθρωποι σφετεριστές, δεν μπορούν να τους εντοπίσουν ενωρίς για να τους ξεκάμουν στην νηπιακή τους ηλικία. Κι ακόμα προστατευμένοι από το ότι οι σκουπιδάνθρωποι δεν είναι δυνατόν να συλλάβουν, να υποψιαστούν, τα πολλά επίπεδα της ύπαρξης των ποιητών και των παραμυθάδων. Σκοτώνουν το πρώτο, το δεύτερο επίπεδο, που τους είναι ορατό, αλλ’ αδυνατούν να σκοτώσουν τα αόρατα σε αυτούς άλλα επίπεδα». Έτσι δεν έγινε με τον Ησίοδο; τον Ίβυκο; τον Λόρκα; τον Παζολίνι; τον Τζων Λένον; Σκότωσαν το επίπεδο σώμα, όμως το επίπεδο έργο δεν μπόρεσαν να το ξεκάμουν.
Αναρωτιούνται οι Έλληνες σήμερα «μα τι συμβαίνει;». Κι άλλοι από αυτούς «μα τι πραγματικά συμβαίνει;». Αυτό που πραγματικά συμβαίνει θα τους το πουν τα ποιήματα και τα παραμύθια, υπάρχει ολοζώντανο στους μύθους εδώ και χιλιάδες χρόνια. Λέει ο Γκάτσος για τη νίκη των Ελλήνων επί των πολυδύναμων Ιταλών στην Αλβανία:
 «Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν, και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν, ακριβώς όπως αι Αθήναι».
Όποιος σκύψει πάνω σ’ αυτούς τους στίχους κι αποκωδικοποιήσει το «βαρβαρικά έθνη», το «ηπόρησαν», το «εκάγχασαν», το «ακριβώς όπως αι Αθήναι»., θα καταλάβει πράγματα που δεν λέγονται με πεντακόσιες σελίδες ιστορίας. Θα καταλάβει για τότε και για σήμερα. Πώς αι Αθήναι των κολεγιόπαιδων και της μπουρζουαζίας, των μαυραγοριτών και των μιζαδόρων, ποτέ δεν ήσαν Έλλάς, αλλά ήσαν πάντα  τοποτηρητές των βαρβαρικών εθνών. Και «ηπόρουν» μαζί με αυτά. Και «κατ’ ιδίαν εκάγχαζαν μαζί με αυτά». Κοιτάξετε με τι πολυδύναμη προπαγάνδα μάς θέλουν στο παχνί της Ε. Ε., όχι ελεύθερους, όχι ανεξάρτητους. Γιατί μέσα σ’ αυτό το παχνί μπορούν να μας ελέγχουν, να μας εξευτελίζουν. Μόνο αν είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα, μπορούν τα κολεγιόπαιδα, οι πολύγλωσσοι αυτοί πνευματικοί νάνοι, να το παίζουν Έλληνες πολιτικοί αφ’ ενός και να υπηρετούν τ’ αφεντικά τους αφετέρου. Αυτοί δεν είναι Ελύτης, Ρίτσος και Σεφέρης, άνθρωποι της παραγωγής και της υψηλής συνειδητότητας για να υπάρξουν υπερήφανοι μέσα στην ανεξάρτητη χώρα τους. Αυτοί είναι κομπλεξικοί αεριτζήδες που μόνο με την υποστήριξη των αφεντικών τους και τη χώρα γονατισμένη μπορούν να υπάρξουν…».

Εγώ τους ζήτησα να μου πουν ένα παραμύθι που να ταιριάζει με την ζωή μου σ’ αυτό τον πλανήτη και σ’ αυτή τη χώρα, να ταιριάζει με τη μοναξιά και τα βάσανα που περνώ τον τελευταίο καιρό. Ένα παραμύθι, μήπως και βρω παραμυθία, μήπως και παρηγορηθώ.

Άρχισε ο ένας τους και συγκατένευσαν οι άλλοι μ’ ένα νεύμα της κεφαλής τους, χαμογελώντας κι ακουμπώντας στα ραβδιά τους, σα να ήξεραν πιο παραμύθι θα πει:

«Μια φορά κι έναν καιρό μια γριά γυναίκα, κουβαλούσε στο σπίτι της νερό από την πηγή με τις δυο στάμνες της. Η μία όμως στάμνα ράγισε και χυνόταν από εκεί το νερό της σε όλο το δρόμο. Μέρες που γινόταν αυτό. Η γιαγιά σκέφτηκε πως η στάμνα, δεν γίνεται, θα στενοχωριέται βλέποντας αυτή την κατάσταση. Πήρε λοιπόν ένα σκαλιστήρι και σκάλισε στο δρόμο από τη μεριά που κρατούσε την τρύπια στάμνα της που έχανε το νερό της. Κι έσπειρε σπόρους εκεί λουλουδιών, ώστε να φυτρώσουν, να τα δει η στάμνα και να παρηγορηθεί που δεν πάει χαμένο το νερό που χύνεται από την πληγή της».

«Ο Ρεμπώ μας λέει» είπα εγώ «πως ο ποιητής σηκώνει στους ώμους του ολόκληρη την ανθρωπότητα, ακόμα και τα ζώα. Τώρα βλέπω εδώ πως η καλοσύνη που υπάρχει στα ποιήματα και στα παραμύθια πάει πιο πέρα. Οι καλοί άνθρωποι σαν αυτή τη γιαγιά ευσπλαχνίζονται ακόμα και τα άψυχα όντα».
«Στα παραμύθια και στα ποιήματα» είπε ένας των σοφών, «δεν υπάρχουν έμψυχα κι άψυχα. Όλα έχουν ψυχή, όλα συνεννοούνται στην ίδια γλώσσα. Κι αν ζούσε σήμερα ο Ρεμπώ, στους ανθρώπους και στα ζώα, θα πρόσθετε και τα δέντρα, τον αέρα, το νερό, το χώμα, γιατί σήμερα όλα τούτα υποφέρουν από την απληστία και την άγνοια και χρειάζονται τη βοήθεια του καλού ανθρώπου».

 Σωπάσαμε όλοι για να χαρούμε την λυτρωτική ευφροσύνη των όσων ειπώθηκαν.
«Πολύ ωραίο. Θαυμάσιο το παραμύθι» είπε ο φίλος μου ο ποιητής.
«Αλλά» συμπλήρωσα εγώ, «θα πρέπει αυτό το παραμύθι να έρχεται από πολύ μακριά».
«Ούτε καν γνωρίζουμε» είπε ο άνθρωπος. Ένας βοσκός το έφερε σε μας και αυτουνού ποιος το είπε, αν κάποιος του το είπε, δεν ξέρουμε…Δεν γνωρίζουμε και δεν έχει σημασία. Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, που λέει κι ο ποιητής.
«Λέω έρχεται από πολύ μακριά, γιατί κάποια πράγματα σα να έχουν αλλοιωθεί. Μπορεί κα να κάνω λάθος. Λόγου χάριν: Η στάμνες (πήλινες όντας  και γεμάτες νερό) είναι πολύ βαριές,  για να τις κουβαλάει μια γριά.
Το άλλο είναι πως, όταν ραγίσει μια στάμνα, γρήγορα διαλύεται, δεν μπορεί να κρατήσει για μέρες ραγισμένη. Γι’ αυτό εγώ προτείνω εδώ να αναφέρονται, δοχεία, κουβάδες, είτε αορίστως αγγεία ή αγγειά όπως ονομάζονται όλα ανεξαιρέτως τα δοχεία σε κάποιους τόπους της Ελλάδας.
Κι ακόμη, αυτό το σκάψιμο κι αυτή η σπορά λουλουδιών, δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα, διότι όπου κι αν διαβείς και χύνεις νερό συχνά στο ίδιο μέρος, θα βγουν από μόνα τους χόρτα και λουλούδια. Αλλά τι λέω; Λάθος. Γιατί, πώς θα φαινόταν η ευσπλάχνιση της γιαγιάς προς τη στάμνα, αν δεν έκανε την κίνηση αυτή; Πώς θα παρηγοριόμουν εγώ, ο πληγωμένος, αν εσείς δεν σπέρνατε αυτό το παραμύθι, αυτή την παραμυθία στο δρόμο μου;».
«Εγώ προτείνω Γιάννη» είπε ένας από τους ανθρώπους αυτούς, «να μας δώσεις τη δική σου εκδοχή, φτιάχνοντας εδώ και τώρα ένα ποίημα. Πού ξέρεις; Ίσως με το ποίημά σου ν’ ακυρώσεις κάθε αλλοίωση που υπέστη το παραμύθι στο ταξίδι του ώσπου να φτάσει ως εδώ· ίσως ακόμη έφτασε ως εδώ, ακριβώς, για να βρει έναν ποιητή, τον ορισμένο ποιητή, εσένα. Άγνωστες οι βουλές της πανταχού παρούσας σοφίας».
«Ήδη μέσα μου έχουν σχηματιστεί στίχοι, ομοιοκατάληκτοι, δεκαπεντασύλλαβοι», είπα. «Μια στιγμή… να τους καταγράψω εδώ στο μπλοκ… και να σας τους διαβάσω».

«Περιμένουμε, με ανυπομονησία». «Κάνε το» άκουσα από δω κι από κει. Δηλαδή όλοι συμφωνούσαν.
Και το κάνω. Σε πέντε λεπτά. «Έτοιμο» λέω, «ακούστε το:


Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΥΒΑΣ

Γριά Κινέζα της πηγής νεράκι κουβαλάει      
με δυο αγγειά που το  ’να τους ραγίστηκε στο πλάι.

Και χάνει από κει νερό κι έτσι στο σπίτι φτάνει
με το ελάχιστο νερό που να κρατεί προφτάνει.

«Συχώρα με καλή γιαγιά που αν και με γεμίζεις
μ’ ενάμισο κουβά νερό πάντα εσύ γυρίζεις».

Και η γριά του απαντά «Διόλου να μην λυπάσαι
και για τα όσα γίνονται ευτυχισμένος να ’σαι.

Λουλούδια έχ’ η στράτα μου μόνο απ’ τη μεριά σου
κι αυτό καλέ μου οφείλεται εις τη ραγισματιά σου».


Καθώς το διάβαζα, είδα που συγκατένευαν ευτυχείς, σε κάθε λέξη σε κάθε στίχο και ιδιαιτέρως σε κάθε στροφή. «Θαυμάσιο», είπε ο αφηγητής «έξοχο» είπε κάποιος άλλος. «Λαγάρισε το παραμύθι κι έγινε λιγνό· ένας δωρικός μουσικός στοχασμός» είπε ο φίλος μου ο Ίων Ιάνθου.
«Κάμε το κι εσύ». Είπαν οι άνθρωποι στον Ι.Ι. «Κάνε το κι εσύ». «Κάνε το Ίων» είπα κι εγώ. «Μα ήδη έχει γίνει» είπε ο Ίων, τι να κάνω εγώ;». «Όχι, εσύ είσαι μια άλλη ενσάρκωση του Αιωνίου Ποιητικού Πνεύματος», είπε ένας από τους ανθρώπους. «Εσύ θ’ αποδώσεις αυτά που άκουσες, με τον εντελώς δικό σου τρόπο, σα να ’κουσες και σα να μην άκουσες το ποίημα του Γιάννη. Κάνε το σαν μια άσκηση, σαν ένα παιχνίδι. Είναι μια ωραία άσκηση αυτή, να γνωρίζεις τι είπε ο Γιάννης κι εντέλει να μείνεις ξεχωριστός, ο διαφορετικός εαυτός σου. Τον ίδιο κόσμο βλέπουμε όλοι, μα είναι διαφορετικός για τον καθένα. Και λέμε ουσιαστικά, από χιλιετία σε χιλιετία κι από αιώνα σε αιώνα, τα ίδια πράγματα. Μα που ωστόσο, ποτέ, μα ποτέ δεν είναι τα ίδια».
«Θα το κάμω», είπε χαμογελώντας κι αποφασισμένος ο Ίων, έχοντας ήδη γείρει προς τον σάκο του για να βγάλει χαρτί και μολύβι.
Και σε λίγα λεπτά, το έφτιαξε και μας το διάβασε:

Η ΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΑΓΙΣΜΕΝΟ ΔΟΧΕΙΟ

Πέρα στην Κίνα μια γριά φορτώνονταν στον ώμο
δύο δοχεία της παλιά και πήγαινε τον δρόμο,
κείνον της μακρινής πηγής, κρύο νερό να φέρει,
πρωί ξεκίναγε νωρίς, γύριζε μεσημέρι.
Το ’να δοχείο ήταν γερό, το άλλο ραγισμένο
και το μισό του το νερό έχανε το καημένο.

«Γριά μου εσύ κουράζεσαι να πας για να γιομώσεις
και από μένανε μισό μόνο θα ξεφορτώσεις. 
Τούτ’ η ρωγμή στο πλάι μου είναι που σε παιδεύει
και το νερό που κόπιασες, η τρύπα μου σου κλέβει.»

«Αχ, βρε δοχείο μου καλό, εσύ τραυματισμένο,
απ’ την πληγή σου γνώριζα νερό πως πάει χαμένο.
Μα, μόνο από το μέρος σου η στράτα έχει ανθίσει
και με λουλούδια όμορφα, για δες, έχει γεμίσει.»


Με πολύ ικανοποίηση υποδέχτηκαν όλοι το ποίημα του φίλου μου ποιητή. «Ίων, ο Γιάννης έχει δίκιο που σ’ έφερε μαζί του εδώ ως φίλο ποιητή. Μήπως έχεις και κάτι άλλο μαζί σου να μας διαβάσεις; Γιατί πράγματι φαίνεσαι έξοχος μάστορας».
«Χτες, κάτω εκεί στο Λέντα» είπε ο Ίων, «ένοιωσα την ανάγκη να κάνω ένα ποίημα με τους τίτλους των βιβλίων του Γιάννη. Το έχω μαζί μου. Ευχαρίστως να σας το διαβάσω:  


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ, ΕΝ ΡΥΘΜΩ

Μες στη φωτιά του έρωτα φώναξε ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ
και γύρω από το πόνημα ξεκίνησε κουβέντα ˙
έγινε θόρυβος πολύς στου πνεύματος τα πλήθη
κι ο Ρίτσος αναφώνησε πως ποιητής γεννήθη.
Έλληνας, τέκνο της αλός και των Μουσών ο γόνος,
παιδί από κείνα τα σοφά, όπου τα τρέμει ο Κρόνος.

Έφτιαξε μαγικό γυαλί με άμμο απ’ την Ιτέα,
είδωλο κατασκεύασε, ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ,
μ’ ΑΡΧΕΤΥΠΑ εγχάρακτα και μυθικές εικόνες,
με βασιλιάδες που φορούν ακάνθινες κορώνες.
Τον έφερνε στην πλάτη του, μες στον ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
κι ομοίαζε το διάβα του περιβολιού ευόσμου.
ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, θαρρείς, με δέντρα καρποφόρα,
με νύμφες και παράξενα κορίτσια κερασφόρα.

Φορώντας παγοπέδιλα γλιστρούσε μες στα χιόνια,
ταξίδευε αδιάκοπα για τρεις χιλιάδες χρόνια.
Του ’δωσε η Σίβυλλα να πιει κρασί απ’ τους ασκούς της,
στα βάθη ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ βρήκε τους ΜΥΣΤΙΚΟΥΣ της.
Πήγε ως το Ικόνιο, στην Κερασιά, στην Κίνα,
κοπάδια φύλαξε φωτιές, μαθήτευσε στα κρίνα.
Στον Νείλο σκάλισε χωρίς να φοβηθεί καθόλου
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Στης Μεσσηνίας τον θηλυκό, τον ποταμό, την Νέδα
του μίλησ’ ο καλός Μπαλντούρ για την ΑΡΧΑΙΑ ΕΔΔΑ.

Βρέθηκε μες σε κάμαρες, σε δροσερά σεντόνια,
έδωσε πλήθος κονταριές μες στης σαρκός τ’ αλώνια.
ΑΛΕΚΤΩΡ Ο ΕΡΑΣΜΙΟΣ ήταν για τα κοράσια
γιατί λαλούσε ηδονές, παιχνίδι και γιορτάσια.
ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ, σκληρή, ΜΑΧΑΝ, για κείνον όμως
ήταν ο μόνος σίγουρος μες τη ζωή του δρόμος.

Πέρασε μέρη κι έφτασε ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ,
τη νύχτα εκεί ανάγνωσε σημάδια του απείρου.
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ που καθόταν
«ΜΑΣΚΕΣ, είναι, ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΕ, αχ, όλα», συλλογιόταν.
«Μπορεί του Χάους πλάνεμα, της Λήθης αποχρώσεις
ή άραγε ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ είναι ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ»;
Την αστρική του πυροστιά, σε κύκλο είδε να κλείνει ˙
σαν ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΦΙΔΙΟΥ, έδειχνε τoτ’ εκείνη.
Της ΑΘΑΝΑΤΟΥ ασπάστηκε της ΜΝΗΜΗΣ τα ΣΗΜΕΙΑ
και στων ανθρώπων ρίχτηκε την άγρια τρικυμία.


            «Όμορφο, πολύ όμορφο» είπαν οι άνθρωποι. «Ίων είσαι όντως σπουδαίος ποιητής. Και πολύ μας παρηγορεί η συνέχεια, αυτό, αυτό, να χρησιμοποιείται στο υψηλότερο επίπεδό της αυτή η πανάρχαια γλώσσα».

Και συνεχίζοντας ο άνθρωπος απευθύνθηκε προς εμένα: «Τι λες Γιάννη; Μιας και αρχίσαμε το παιχνίδι, να το τελειώσουμε; Εγώ θα σε παρακαλούσα να κάνεις κι εσύ το ίδιο ποίημα με τους τίτλους των έργων σου. Υπάρχει και μια δική σου άποψη για τα έργα σου, θα ήταν ωραίο να την ακούσουμε. Θα μας κάνεις λοιπόν ένα ποίημα σαν αυτό του φίλου μας του ποιητή;».

«Με ξαφνιάζετε» είπα, «μα θα προσπαθήσω, αρχίζοντας κιόλας. Δώστε μου το χρόνο μισής ώρας».
«Περιμένουμε» είπαν.

Κάθισα λίγο παράμερα κι άρχισα να γράφω, ξεχνώντας όσο μπορούσα το ποίημα του Ίωνος και συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον μου στην ιστορία και στη σημασία του κάθε τίτλου. Όταν τελείωσα, πλησίασα και τους απήγγειλε αυτό:


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ
(σε τρίτο  πρόσωπο γιατί «εγώ είμ’ ένας άλλος»)

Στο Χάος ζούσε, στη Σιωπή, δεν κάτεχε κουβέντα
κι έκπληκτος εψιθύρισε τη λέξη ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ.

Κι έχοντας της ΑΝΑΤΟΛΗΣ τους ΜΥΣΤΙΚΟΥΣ παρέα
τον Κόσμο είδε ως να ’τανε ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΑ.

Και στην πηγή της Υγκντρασίλλ, τη μαγική του Βέδδα
γυρεύοντας, θαμπώθηκε απ’ την ΑΡΧΑΙΑ ΕΔΔΑ.

Στον ουρανό, του Ηνίοχου, ψάχνοντας τα ηνία
βρέθηκε μπρος στ’ ΑΘΑΝΑΤΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ.

            Στους κάβους της Χαλκιδικής, σκίζει το ασκί του Αιόλου
κι έγραψε τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.

Κι αυτός που μύστης ήτανε στην ευωδιά του δυόσμου
αρχιερέας έγινε μες στο ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

Τ’ ΑΡΧΕΤΥΠΑ τού έδωσαν οι Μούσες και του εφάνη
να του φορούν την έκλειψη του Ήλιου για στεφάνι.

Ξένους πανάρχαιους σοφούς, του Απόλλωνα ο λύκος
οσφράνθη, μπαίνει κ’ ήτανε της ΠΟΙΗΣΗΣ Ο ΚΗΠΟΣ.

Σαν δείπνο μέγα μυστικό είδε την Οικουμένη
και ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΦΙΔΙΟΥ στον αργαλειό του υφαίνει.

(ΑΛΕΚΤΩΡ Ο ΕΡΑΣΜΙΟΣ, -στους άπαντες αιώνες-:
Ερωτικά του Υφαντή, με ζωγραφιές και εικόνες

του Γιώργου του Σταθόπουλου. Ο κύκλος και η παύλα.
Έργο που δείχνει και των δυο την πιο αρχαία καύλα).

Όλα που ’σαν ανέγγιχτα στο κάτοπτρο του απείρου
τα βρήκε εν ρυθμώ κι απτά ΣΤΙΣ ΑΜΜΟΥΔΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ.

Κι όταν του Άδη αντίκρισε την τρομεράν στομάχαν
ΕΡΩΣ ΑΝΙΚΑΤΕ βοά, έρως και πάντα ΜΑΧΑΝ.

Τον τριγυρίζουνε παντού ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΕ ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ
γι’ αυτό και πάντα ζώνεται του έρωτα μπαλάσκες.

Κι αφού πολλά επόρθησε των γυναικείων κάστρων
τώρα πλαγιάζει ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ.

Και πώς να παρηγορηθεί, με τι να τον λυτρώσεις
αν όλ’ αυτά ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ είναι ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ;


                                    *


ΡΕΜΠΩ (απόσπασμα επιστολής-μανιφέστου):


«….Το μέλλον τούτο θα είναι υλιστικό. Πάντα γεμάτα Αριθμό και Αρμονία, τα ποιήματα αυτά, θα γίνουν για να διαρκέσουν αιωνίως. Ουσιαστικά, αυτή θα είναι και πάλι ποίηση Ελληνική.
Η αιώνια τέχνη θα λειτουργήσει αφότου οι ποιητές θα είναι πολίτες. Η ποίηση πια δεν θα παίρνει το ρυθμό της από την πράξη, αλλά θα καθοδηγεί την πράξη.
Αυτοί οι ποιητές θα υπάρξουν, όταν θα σπάσει η ατέλειωτη δουλεία της γυναίκας, όταν αυτή θα ζει από τον εαυτό της και για τον εαυτό της…».


ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Περιοδικό Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (Κοζάνη) τεύχος 159-160 (Φθινόπωρο 2011).

Περιοδικό ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ, (Αθήνα, Κέρκυρα), τεύχος 04 / 2011.

(Ευριπίδης Κλεόπας), ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: (φλερτάροντας με την ουτοπία), εκδόσεις ΕΨΙΛΟΝ / ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ.

Ηλίας Κεφάλας: ΛΑΜΨΗ ΚΑΙ ΓΝΟΦΟΣ: νύξεις και διαλογισμοί πάνω στην πεζογραφία του Κ.Ε. Τσιρόπουλου - σύντομο επίμετρο για την ποίησή του. Εκδόσεις Νέος αστρολάβος /Ευθύνη.

JEAN-CLAUDE VILLAIN: Και τούτο το μεγάλο θεριό το ερωτικό που το θέρος διαπερνά / et lui grand fauve aimant que l’ été traverse.
Εκδόσεις λαγουδέρα, 2011, μετ. Mάριος Ηλιάνης

Ο Jean-Claude Villain (από τη Γαλλία), όντας αρχαίος και αρχικός, άνθρωπος της Χρυσής Εποχής, είναι ένας από τους δυο τρεις σημαντικότερους φίλους μου, κι ακόμη, ένας από τους τέσσερις πέντε, αξιολογότερους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου.
Στα ποιήματα τού Jean-Claude, ποτέ σχεδόν δεν μπόρεσα ν’ απολαύσω πλήρως τον σπουδαίο ποιητή που αυτός είναι. Φταίει που η ποίηση, όταν στηρίζεται στην ομορφιά της εθνικής γλώσσας (βλέπε μεταφρασμένο Ελύτη), δεν μεταφράζεται; Φταίει που, όταν γράφει ποίηση, αφήνει παράμερα την μυθική του ολότητα, και γίνεται σοβαρός, επαγγελματικός, όπως τα παιδιά που στα οχτώ τους αφήνουν πίσω τους την μαγική τους παιδικότητα και προσπαθούν να ζωγραφίσουν σαν τους μεγάλους; Δεν ξέρω, κι ούτε μ’ ενδιαφέρει να μάθω. Μου φτάνει το ευτυχές γεγονός, που ο Jean-Claude, είναι ποιητής. Το γνωρίζω, το απολαμβάνω, μοιραζόμενος μαζί του, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα ή αλλού, ανεπανάληπτα περιστατικά που ο ίδιος σκαρώνει, έχοντας μέσα του ανά πάσα στιγμή, τον Πάνα, τον σοφό Σειληνό, το πνεύμα της μουσικής και του γέλιου, την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε απροσδόκητα πρόσωπα (ακόμη και ζώα ή δέντρα) και να παίζει έξοχους ρόλους, ζωντανεύοντας εικόνες και ιστορίες ισάξιες μ’ εκείνες που βρίσκουμε στις «Χίλιες και μία νύχτες».
Το γνωρίζω από τις ανεπανάληπτες, μακρές ή σύντομες, συζητήσεις μας ή σιωπές μας.
Το γνωρίζω, όπως θα έλεγε ο Λόρκα, από «την άφταστη ωριμότητα της κατανόησής του…».
Το γνωρίζω από τα έξοχα δοκίμιά του πάνω σε μυθολογικά αρχέτυπα, όπως αυτό του λαβυρίνθου, της αρένας,  του φωτός, του σκότους,  του Μινωταύρου…
Το γνωρίζω από τις σοφές, τις ποιητικότατες επιστολές του, παλαιότερα με χαρτί και μολύβι, εσχάτως δε με τα μαίηλ.
Το γνωρίζω από την ιερή, την άδολη κι αστείρευτη λατρεία του προς τη γυναίκα.  Παίζοντας, είτε μιμούμενοι το καλογερικό εκείνο «Εν Χριστώ αδελφέ», εμείς αρχίζουμε τις επιστολές μας, πάντα, με το «Μy brother in Μuni”. Επιμένοντας στην αθωότητα της Χρυσής Εποχής.
           

COPLAS, ΕΡΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑΣ, δίγλωσση έκδοση, ΚΕΔΡΙΣΟΣ, μεάφραση από τα ισπανικά ANNE PERSONNAZ και Κώστας Νταντινάκης.

            ______________
Σημ. : Νοιώθω την ανάγκη να σημειώσω τα εξής: Τα εξαίρετα τούτα ποιήματα, είναι καλομεταφρασμένα ως προς το νόημα,  αλλά κάποτε δεν έχουν καλό ρυθμό.

Να το ξαναπώ; Η ποίηση δεν είναι πεζό που το κόβεις σε στίχους ώστε να μοιάζει (και κάτ’ άλλους να θεωρείται) ποίημα. Τα ποιήματα, όντας έπεα πτερόεντα, πριν απ’ όλα έχουν τέλειο ρυθμό. Κάτι το οποίο ο ποιητής το έχει στο σώμα του και δεν διδάσκεται.
                Η ποίηση δεν είναι πεζό κομμένο σε στίχους. Η μετάφραση δεν είναι δεύτερης κατηγορίας λογοτεχνικό είδος. Ένα ξένο ποίημα, είτε το κάνεις απολύτως ποίημα στη γλώσσα σου, είτε βάζεις πάνω το ξένο κείμενο και κάτω βάζεις την μετάφρασή σου στα ελληνικά, γραμμένη σε πρόζα.
 Δεν γίνεται να στέκει πλάι στο πρωτότυπο, κάτι που έχει σχήμα ποιήματος, κάτι που μοιάζει με ποίημα, αλλά δεν είναι ποίημα.

_______________

* Το «ποιητική αδεία», δεν σημαίνει (όπως νομίζουν οι άσχετοι), ότι ο ποιητής έχει την «άδειά» μας, σε περίπτωση δυσκολίας, να λέει άρρυθμες χαζομάρες. Αντίθετα, μόνο ο ποιητής δεν έχει αυτή την άδεια. Το «ποιητική αδεία» σημαίνει ότι στην ποίηση το πνεύμα της μουσικής είναι ανώτερο από εκείνο της γραμματικής. (Άλλωστε ο διαχρονικότερος κανόνας της ελληνικής γλώσσας είναι το «χάριν ευφωνίας»). Γι’ αυτό θα δείτε στον Σοφοκλή ή στον Σολωμό να κόβεται μια λέξη και να πηγαίνει η μισή στον παρακάτω στίχο, χάριν του ρυθμού, χάριν της μουσικής, αλλά ποτέ δεν θα βρείτε έστω κι έναν στίχο που να πάσχει από αρρυθμία. Θα δείτε στα πρώτα ποιήματά του τον Καβάφη, να ψεύδεται, σε μια προσπάθεια να κρυφτεί, υμνώντας την γυναικεία ομορφιά. Όμως και σ’ αυτά τα «ψεύτικα» ποιήματά του, φαίνεται ότι είναι γεννημένος ποιητής. Από πού; Από τον τέλειο ρυθμό του.  «Με την τελεία του αίσθηση του ελληνικού ρυθμού», θα πει ο ίδιος αργότερα. Κι ο Πάουντ; «Γίνε εραστής της τελειότητας μόνο. / Και δέξου μ’ ευχαρίστηση τις πληγές σου / από το σοφόκλειο φως».



Η ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΛΟΪΖΟΥ
                                           
                                               
Μάνο έχω χρόνια να σ’ ανταμώσω. Σ’ έχασα. Όπως κι εγώ έχω χαθεί για κάποιους άλλους. Να καταλάβεις ότι στη Θεσσαλονίκη λάβαινα πάνω κάτω πέντε βιβλία την ημέρα, κι εδώ τόσα δεν τα λαβαίνω ούτε σε μιαν εβδομάδα. Φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, για πολλούς, οριστικά είτε αόριστα, έχω χαθεί. Έτσι κι εσύ, φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, μα κι από την Αθήνα.
Αλλά δεν θέλω με τίποτε να πιστέψω αυτό που κάπου κάποτε πήρε το αυτί μου: Πως «πήγες» λέει «στης Άρνας τα βουνά στης Άρνας τα λαγκάδια». Μου πάει περισσότερο για σένα Μάνο, αυτό που ισχυρίζεται ο Ησίοδος για τους μακάριους ανθρώπους της Χρυσής Εποχής: Ότι δηλαδή κινούνται μέσα στη ζωή αόρατοι, είτε με διάφορες μορφές (ως άνεμος, ως μουσική, ως βιβλία, ως θρύλοι), κάνοντας ευεργεσίες, προσφέροντας τη θετική ενέργειά τους, όπου και όσο τους είναι δυνατό. Μου πάει περισσότερο αυτό για σένα Μάνο. Και σ’ αυτό μ’ επηρέασε το τραγούδι σου, αυτή κυρίως η μουσική σου που λέγεται «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Που κυκλοφορεί σαν άνεμος παντού και κάποτε ενσαρκώνεται στον γνωστό ρυθμό του και συνταράζει τα κλωνάρια των ανθρώπων, που υποτάσσονται πλήρως σ’ αυτό το ρυθμό, και κινούνται σύμφωνα μ’ αυτόν. Πράγμα βεβαίως που μου θυμίζει τον άλλο ρυθμό, της μουσικής που λέγεται ζωή ή σύμπαν, στον οποίο είμαστε πλήρως υποταγμένοι κι ας νομίζουμε ότι δρούμε ελεύθερα.
Δεν παίρνει λόγια αυτή σου η μουσική Μάνο. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να την αποδώσει με λόγια. Όπως δεν μπορεί να κλείσει σε ονόματα το Θεό, όπως δεν μπορεί να συλλάβει το Άπειρο. Και βέβαια σε γάμους και γιορτές, βλέπω τους ανθρώπους,  ανάλογα με το τοτέμ τους, κατά ομάδες, να χορεύουν τα διάφορα τραγούδια τους. Οι σκυλάδες χορεύουν τα σκυλέ τους, οι ροκάδες το ροκ τους, οι δημοτικοί τα δημοτικά τους, κ.ο.κ. Μα όταν μπαίνει άξαφνα η δική σου αυτή μουσική, παύουν οι άνθρωποι να είναι χωρισμένοι σε ομάδες. Ξαφνιάζονται για μια στιγμή (οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν το όνομα του δημιουργού!!!) κ’ ύστερα όλοι αρχίζουν να χορεύουν. Μισοί γονατιστοί χτυπώντας τις παλάμες, μισοί όρθιοι, δοκιμάζοντας θαρρείς όλες τις κινήσεις (υποκλίσεις, σκαμπίλισμα της γης, άνοιγμα των χεριών για πέταγμα, στροβίλισμα, γονυκλισίες) όλες τις κινήσεις λέω που θα τους απάλλασσαν θαρρείς από τη βαρύτητα. Κινήσεις που βλέπεις καθαρά ότι είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια να συνομιλήσει το σώμα με το σύμπαν και να βιώσει την κάθαρση.
Μέχρι και άρρωστοι, και κουτσοί, είδα να μην αντέχουν ακίνητοι, στο άκουσμα αυτής της μουσικής. Πράγμα που επιβεβαιώνει την υποψία μου ότι η αληθινή μουσική, έχει την περισσότερο αρχαία σχέση με τα κύτταρά μας. Ίσως το «εν αρχή ην ο λόγος» να σημαίνει συν τοις άλλοις, ότι το σύμπαν είναι μια άναρχη και ατελεύτητη μουσική, που την προσεγγίζουμε μόνο στο απειροελάχιστο, εν μέρει, ως αφή, θέαση, γεύσεις, μυρουδιές, ήχο, διαιρεμένη από τις αισθήσεις μας και πλησιασμένη στο βαθμό που μπορεί να είναι χρήσιμη στην παρούσα μας ύπαρξη.
Μετά από ποιο ποίημα θα έβαζα το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»;
Θα το έβαζα ίσως μετά το ποίημα «Ναυάγιο» του Φουτζιγιάρα Τεϊκά, (Ιαπωνία 12ος αι.) όπου η φουρτουνιασμένη θάλασσα του μεσονυχτίου, αφού έχει καταπιεί το τσακισμένο καράβι μαζί με τα κορμιά και τις φωνές των ναυαγών, μένει και πάλι μόνη της, κυματίζουσα, ενώ από τη δασωμένη πλαγιά του σιωπηλού βουνού, ακούγεται η κραυγή του ελαφιού.
Θα το έβαζα ίσως μετά από το ποίημα «Δέησις», του Καβάφη. Δεν ξέρω.
Θα το έβαζα ίσως μετά την ανάγνωση του δημοτικού εκείνου ποιήματος που λέγεται «Του κυρ-Βοριά». Όπου η μάνα πετροβολά και καταριέται τη θάλασσα που έπνιξε το παιδί της, ενώ η θάλασσα πικραμένη της απαντά:

            «Δε φταίω η δόλια η θάλασσα, δεν φταίω εγώ το κύμα
 μόν’ φταίει ο πρωτομάστορας που φτιάνει τα καράβια
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρνά ο αγέρας
            και χάνω τα καράβια μου που ’ναι δικά μ’ στολίδια,
            χάνω τα παλικάρια μου, οπού με τραγουδάνε».

Γιατί στη μουσική αυτή υπάρχει η βαθύτατη οδύνη ενός χαμού, που η θάλασσα τον καλύπτει με το κορμί της, θέλοντας να κρύψει από τ’ ανθρώπινα μάτια το αβάσταχτο κακό, ένα κακό όμως που μη αντέχοντάς το η ίδια, απέραντα απαρηγόρητη, υψώνει τα νερά της σ’ αμέτρητα κύματα και τα χτυπά, τα χτυπά, πάνω στα βράχια και τις ακτές όλου του κόσμου.
Κι ακόμα η μουσική σου αυτή Μάνο, παρόλο τον ένθεο και ενθουσιώδη της χαρακτήρα, κρύβει εν τούτοις και συνάμα φανερώνει, (το έχω ξαναπεί για τα ποιήματα του φίλου μας Λι Τάι Πο) τη διαρκή υπόγεια θλίψη, για το δυσεύρετο σταθερό κέντρο του κόσμου, που μερικοί, πάντα και παντού το βρίσκουμε, αλλά συνάμα πάντα και παντού μας διαφεύγει.

 Πρώτη δημοσίευση ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 2007. Αργότερα,  περιέχεται στο αφιέρωμα του Ιωσήφ Σούση για τον  Μάνο Λοΐζο.




ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ».

ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ

Στις ιέρειες της Τέχνης, Chantal Danjou και Marie-José Armando·
στα έργα και στις μέρες μας στο Bormes les Mimosas

Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως ο ζητιάνος στη γωνιά ειναι βασιλιάς μας διαφεύγει.
Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας
            διαφεύγει.
Πως ίσως τούτη η πόλη μας χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι  αυτό μας
διαφεύγει,
Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στη δούλεψη
αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο σκαφέας που μουγκρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας
διαφεύγει.
Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα
που ψάχνει για τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού
μας διαφεύγει.
Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία
πάνω στα νερά μας διαφεύγει.
Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την
πολυόμματη δορά της σαπουνάδας απ’ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ’ την πηγή ούτε
και είναι τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές
μας διαφεύγει.
Πως η κυρία  πού ’ρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμα είναι
η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·
μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν’ο φύλακας του
τάφου μας, μια σφίγγα, ένας λέων
με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.
Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη
σα λιόντισσα προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ’ τη λόχμη.
Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.
Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ’ναι το σουβλί που τύφλωσε τον  Κύκλωπα
αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι μνηστήρες είν’ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός  του Οδυσσέα μας διαφεύγει.
Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν’ ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας
διαφεύγει.
Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ’ τη σπηλιά του ουρανού και
κατεβαίνουν τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο Ερμής χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ’ τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδι
αυτό μας διαφεύγει.
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας
διαφεύγει.
Αιτωλία-Θεσσαλονίκη, 1991

TA ΠENTE ΓENH

Tι κι αν μας λέει ο Ησίοδος
ότι το γένος το χρυσό υπήρξε κάποτε
σε μια χαμένη εποχή. Aν θα κοιτάξεις
καλά αν ψάξεις γύρω σου θα δεις
πως όλα εδώ τα γένη συνυπάρχουν. Μη μου πεις
ότι δεν βλέπεις γύρω σου συχνά, δεν συναντάς
το ασημένιο γένος των ανθρώπων. Μη μου πεις
ότι ποτέ σου δεν αντίκρισες
κάποιον από το γένος των ηρώων. Kι αν ακόμα
με δυσκολία διακρίνεις μες στο πλήθος
τους σιδερένιους απ’ τους χάλκινους δεν έχει σημασία.
Όλοι τους είν’ εδώ. Kι ο ποιητής
ψάχνει να βρεί τους φίλους του εκείνης, όπως λένε, της Xρυσής
χαμένης εποχής.




ΕΙΚΟΝΕΣ:  1. Άνδρας της Χρυσής Εποχής κάτω από ανθισμένο δέντρο. 2. Παίζοντας. 3. Γυναίκα της Χ.Ε. κάτω από καρπισμένο δέντρο. 4. Η αποθήκη του ποιητή. 5. Χρυσοί καρποί και ροδόσταμο. 6. Η σκιά του ναυαγού και το ψάρι, Χίος 2001. 7. Έργο του Χρήστου Μποκόρου. 8. Καράβι με κατάρτι ανθισμένη αμυγδαλιά, λίμνη Βόλβη, 1981.