Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πρώτο μέρος των Ειδήσεων:













ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΠΕPANTA AΔEIO ΣΠITI (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ)


Παραθέτω εδώ το κείμενο του οπισθόφυλλου:

Τι είναι πιο επικίνδυνο, να εγκλωβιστείς σε ένα ασανσέρ ή στους κόλπους της Aγίας Nεοελληνικής Oικογένειας; Mπορεί ένας πρώην αντάρτης πόλεων να κάνει μια καινούργια αρχή; Σε τι είδους τρέλα οδηγεί μια επιτυχημένη καριέρα στα μίντια; Ξεχνιέται ο έρωτας στα χρόνια του Mεγάλου Aδελφού; Πώς ένας συνταξιούχος μεταβάλλεται σε δράκο των κινηματογράφων; Γιατί μια γυναίκα δέχεται να τη μοιράζονται δυο δίδυμοι; Kαι για ποιο λόγο μια κοπέλα απολαμβάνει στο Ίντερνετ όσα απεχθάνεται στη ζωή; Eπτά επισκέπτες του διεθνούς αεροδρομίου της Aθήνας, που όλοι τους συνδέονται με το παραθαλάσσιο θέρετρο Λίμνη Aχαϊας. Συνηθισμένοι άνθρωποι που βουλιάζουν σε αλλόκοτες καταστάσεις και ακραίοι τύποι που θέλουν να γίνουν κανονικοί. Mια αλυσίδα από επτά μαύρες κωμωδίες που εξερευνούν το απέραντα άδειο σπίτι του ατομισμού.

Σχόλιο του Γιάννη Υφαντή για τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο:

Εδώ και πολύ καιρό νοιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τον κατεξοχήν διανοούμενο αυτής της χώρας, τον έξοχο συγγραφέα, τον έξοχο άνθρωπο (όποιος πιστεύει ό,τι αυτά πηγαίνουν χωριστά δεν ξέρει τι του γίνεται), αλλά μου συμβαίνει όπως με τα ποιήματα. Ένα ποίημα μπορεί να τελειώσει μέσα σε μια νύχτα, κι ένα άλλο μπορεί να χρειαστεί δέκα χρόνια. Υπάρχουν σημειώσεις, μα δεν βρέθηκε το κέντρο εκείνο που θα τις συγκεντρώσει, για να μου δώσουν ένα κείμενο αντάξιο της σφαιρικής και πολυάχτιδης οντότητας του Βαγγέλη Ραπτόπουλου.

Έτσι για την ώρα έχω τη μεγάλη χαρά ν’ απολαμβάνω ξανά και ξανά κάθε του βιβλίο. Το καθένα του είναι και το καλύτερο.
Κι ακόμη έχω τη χαρά ν' απολαμβάνω τις συναντήσεις μας, συνήθως σε κάποια καφετέρια του Θησείου, όπου βρίσκουμε το κοσμοπολίτικο εκείνο κλίμα που μας ταιριάζει. Όπου αόρατοι μεν αλλά παρόντες βρίσκονται μαζί μας ο Θησέας, ο Ηρόδοτος, οι δημιουργοί του Παρθενώνα, ο Λουκιανός, ο Ηράκλειτος, ο Ησίοδος, η Σαπφώ, ο Επίκουρος, ο Ζήνων ο Ελεάτης, ο Ελύτης, ο Ομάρ Χαγιάμ, ο Καβάφης, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ο Χέμινγουέη, ο Κίνγκ… και δεν έχει τέλος ο κατάλογος των εραστών της ζωής και του λόγου της. Αφού τι σημασία έχει μια συνάντηση όταν αυτή δεν γίνεται κέντρο του κόσμου και βαθύτερα η συνάντηση όλων των «θνητών αθάνατων» ή των «αθάνατων θνητών» που έδωσαν εκεί ραντεβού για να συνομιλήσουν με το στόμα μας; Ω ναι. Και να συμμετάσχουν στο πάθος μας για τη λογοτεχνία, στην ανησυχία μας για την κακοποιημένη δικαιοσύνη παντού στον κόσμο, στην απελπιστική διαπίστωση για την ολοένα εξαπλούμενη βαρβαρότητα, στα πιο φρέσκα εκρηκτικά συμβάντα της ζωής μας, στα πιο εκλεκτά ανέκδοτα του τελευταίου καιρού, στο κέφι μας και στο γέλιο μας, διακοπτόμενο ενίοτε απότομα, από μια θηλυκή θεότητα που περνά δίπλα μας και μας αφήνει άναυδους.


ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ :






Ο βασιλιάς παπαρούνα ταξιδεύοντας με το καράβι του που είναι κριός και συνάμα δράκοντας.
(Από το βιβλίο του Γ.Υ. ΑΡΧΕΤΥΠΑ, εκδόσεις Ζήτη 2001, e-mail: sales@ziti.gr)
*
*
*
*
**
*
*
Δεύτερο μέρος των Ειδήσεων:

Έλαβε τέλος από χτες, αυτό που οι θεοί (μα και μερικοί άνθρωποι ευαίσθητοι με την ομορφιά και την ασχήμια) αποκαλούσαν «απέραντο σκουπιδότοπο». Ξαφνικά οι νόες των ανθρώπων της εξουσίας (μ’ αιτία που θ’ αποκαλύψουμε σε προσεχή ανακοίνωσή μας) κατέστησαν διάτρητοι σαν κόσκινα. Τα σκύβαλα έπεσαν και το ανθρώπινο επίπεδο κράτησε το καθαρό χρυσάφι της σκέψης, το αβαρές φως που περιίπταται των τρυπών. Οι δήμαρχοι, οι νομάρχες, οι υπουργοί, οι υπηρεσίες είδαν με φρίκη όσα μέχρις εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπαν όσο κι αν τους τα έδειχνες, όσο και αν περνούσαν δίπλα τους. Μέσα σε μια μέρα, μέσα σε μια νύχτα, διορίστηκαν σκουπιδοσυλλέκτες εκτάκτου ανάγκης. Και οι σκουπιδοσυλλέκτες αυτοί άρχισαν να μαζεύουν από τις άκρες των δρόμων, από τα χαντάκια των δρόμων, τα πλαστικά μπουκάλια, τα πλαστικά ποτήρια του νεσκαφέ, τα πλαστικά καλαμάκια, τις πλαστικές σακούλες, τα κουτιά αναψυκτικών, τα προφυλαχτικά, τις μάσκες, τις περούκες, τα σκοτωμένα ζώα, τα σκοτωμένα παιδιά, τους σκοτωμένους γέρους, τ’ άδεια κουτιά τσιγάρων, τις σύριγγες. Οι άκρες των δρόμων έδειξαν πάλι την ιαματική τους όψη. Άνθη, χορτάρια και νερά απέμειναν εκεί. Συνάμα δε οι αρχές συνέταξαν αυστηρότατους νόμους που τους έθεσαν πάραυτα σε εφαρμογή. Νομαρχιακές και δημοτικές υπηρεσίες, (ένα είδος αστυνομίας με πολιτικά, χωρίς διακριτικά στ’ αυτοκίνητα τους, έχοντας όμως ειδικές ταυτότητες) περιπολούν στους δρόμους και καταγράφουν τους αριθμούς από τ’ αυτοκίνητα των παραβατών που ρίχνουν από τα παράθυρα των οχημάτων τους έστω και το παραμικρό σκουπιδάκι. Σ’ ένα μόλις χιλιόμετρο μετά την παράβαση, οι παραβάτες ακινητοποιούνται και υποχρεώνονται να πληρώσουν το πρόστιμο των χιλίων ευρώ.
*
Όμως οι αρχές δεν σταμάτησαν μόνο σ’ αυτό. Διόρισαν ερευνητές. Το ευεργέτημα επεκτάθηκε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Όσοι αδειάζουν μπάζα και σκουπίδια όπου λάχει, μετά από έρευνες (όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια σε άλλα κράτη), συλλαμβάνονται και πέραν του προστίμου που ανέρχεται στα δέκα χιλιάδες ευρώ, υποχρεώνονται να συλλέξουν οι ίδιοι τα μπάζα και να τα μεταφέρουν σε τόπο κατάλληλο και καθοριζόμενο από τις αρχές.
*
Τα καπνά «βιρτζίνια» απαγορεύτηκαν ως η πλέον καταστροφική για το περιβάλλον και τον άνθρωπο καλλιέργεια. Αποζημιώσεις δόθηκαν στους καπνοπαραγωγούς και οι πωλητές των φούρνων υποχρεώθηκαν να ξαναγοράσουν τους φούρνους που πώλησαν στους αγρότες, όχι από διάθεση εκδίκησης της πολιτείας, αλλά γιατί συνειδητά οι άνθρωποι αυτοί, μεθυσμένοι από το πάθος της κερδοσκοπίας και του πλουτισμού, έγιναν η αιτία να δηλητηριαστεί η γη των αγροτών, να δηλητηριαστούν τα νερά, η χλωρίδα και η πανίδα των περιοχών αυτών, οι ίδιοι οι αγρότες και όσοι γειτονεύουν μ’ αυτούς. Όσοι εμπλέκονται με την καλλιέργεια των καπνών βιρτζίνια στην Ελλάδα (καπνά απαγορευμένα σ’ άλλες χώρες) υπονόμευσαν συνειδητά τη ζωή και συνεργάστηκαν συνειδητά με το θάνατο.
*
Χρειάστηκε βεβαίως η βοήθεια του στρατού για να καθαριστεί η θάλασσα. Καθαρίστηκε ο βυθός από τα ριγμένα εκεί αντικείμενα. Όλοι οι αιγιαλοί καθαρίστηκαν από σκουπίδια κι ελήφθησαν για την διαρκή καθαρότητα τους, τα ίδια μέτρα που ελήφθησαν για τα σκουπίδια, σε πόλεις και σε χωριά, σε δρόμους και σε χωράφια, σε ρεματιές, σε βουνά και σε δάση. Απαγορεύτηκαν οι ιχθυοκαλλιέργειες. «Δεν χρειαζόμαστε το βρώμικο, ορμονούχο, φτηνό ψάρι των ιχθυοκαλλιεργειών» είπε ο φίλος μου Κώστας Π. «Έχουμε ήδη φτηνό ψάρι. Το πολυπληθέστερο ψάρι, η σαρδέλα, είναι το καλύτερο και συνάμα το φτηνότερο ψάρι».
*
Απαγορεύτηκε αυστηρά η ρίψη σε ρυάκια, ρέματα και ποταμούς, σκουπιδιών, ψόφιων ζώων, κάτουρων και σκατών. Όσοι δεν είχαν κατασκευάσει βόθρους κι έριχναν τα σκατά τους, τα κατουρά τους, τη λέρα του κορμιού τους και τη λέπρα της ψυχής τους, στις ρεματιές, για να φτάσουν στις λίμνες και να γίνουν πόσιμος θάνατος, υποχρεώθηκαν εντός δέκα ημερών να κατασκευάσουν βόθρους.
*
Είναι εκπληκτικό, είναι έξοχο, λέει ο ανταποκριτής μας, το πώς μιλούν πλέον οι άνθρωποι των αρχών: «Είναι σα να ξυπνήσαμε από βαθύ ύπνο», είπε κάποιος υπουργός. «Σα να εγκαταλείψαμε το χοιρομάντρι της ηλιθιότητας», έλεγε ένας άλλος, υπονοώντας το χοιρομάντρι της Κίρκης αλλά και στίχους του Τόμας Στερνς Έλιοτ. «Είμασταν φονιάδες και δεν το ξέραμε» ομολόγησε ο Υπουργός Γεωργίας. «Και τι περίεργο» συνέχισε ο Υπουργός Περιβάλλοντος «δεν μας το έλεγε κανείς. Είχαμε φτάσει στα όρια της εσχάτης προδοσίας και δεν μας το έλεγε κανείς». Όλοι «κύριε υπουργέ και κύριε υπουργέ και τις συνηθισμένες γεμάτες δουλοπρέπεια ερωτήσεις». Κανείς να μας πει την αλήθεια «Ε, είστε φονιάδες και δεν το ξέρετε». «Και γιατί αυτό;» συνέχισε άλλος «γιατί αν δεν έχεις μυαλό, δεν βλέπεις ούτε την ασχήμια ούτε την ομορφιά. Με το μυαλό βλέπεις, με το μυαλό ακούς, με το μυαλό συχαίνεσαι, με το μυαλό ενοχλείσαι, με το μυαλό ευχαριστιέσαι. Και είναι το μυαλό που σε σπρώχνει στην παρρησία, στην μεγαλύτερη αρετή κατά τον Διογένη τον Κυνικό».

Κι ένα ακόμα μέτρο κυρίες και κύριοι, μικρά παιδιά και σκυλάκια του καναπέ: Όσοι κατέχουν φαγάδικα, ταβέρνες, καφενεία, κέντρα διασκέδασης, θα κάνουν ειδικά εκπαιδευτικά μαθήματα και θα δίνουν στο τέλος της εκπαίδευσης εξετάσεις στο μάθημα της έκθεσης, την οποία θα βαθμολογούν οι σημαντικότεροι ψυχολόγοι του πλανήτη. Από την έκθεση και τα διάφορα τεστ θα βγαίνει το συμπέρασμα αν κάποιος πρέπει ή όχι να έχει άδεια για φαγάδικο, καφενείο ή κάποιο κέντρο ψυχαγωγίας. Άνθρωποι που έχουν ροπή προς την αισχροκέρδεια, τη νοθεία, τα πολλά ντεσιμπέλ, τα σκυλέ «τραγούδια», δεν θα μπορούν ν’ αποχτούν πλέον άδεια ή αν την έχουν θα την χάνουν. Τα τεστ περιέχουν σοφά κατασκευασμένες «παγίδες». Ήδη στις πρώτες εξετάσεις κόπηκαν όλοι εκείνοι που ήθελαν άδεια για παραθαλάσσια καφενεία. Στην ερώτηση «τι μουσική θα βάζετε στο καφενείο που θέλετε ν’ αποχτήσετε κοντά στη θάλασσα», την πάτησαν όλοι. Διότι ενώ είχαν πληροφορηθεί για τα «σκυλέ» και τα κατηγόρησαν για να καλοπιάσουν τους εξεταστές, μη όντας άνθρωποι κατάλληλοι γι’ αυτό το λειτούργημα, κανείς τους δεν έδωσε τη σωστή απάντηση που είναι «καμμιά μουσική κοντά στη θάλασσα, αφού κάνω το καφενείο εκεί για να απολαμβάνει ο πελάτης μαζί με τον καφέ του και τη μουσική της θάλασσας». Κάποιος μάλιστα έγραψε «Μπαχ». «Ακόμα και ο Μπαχ» σημείωσαν οι εξεταστές «είναι μια μουτζούρα, ένας ενοχλητικός θόρυβος, για εκείνον που έχει μυαλό κι απολαμβάνει τη μουσική της θάλασσας».

_____________
Σημ.Ένα κείμενο του Γιάννη Υφαντή δημοσιευμένο το 2004 στην τοπική εφημερίδα "ΠΟΛΙΤΕΙΑ Αιτωλών και Ακαρνάνων" κι ακόμη δημοσιευμένο το 2009 στο πανελλήνιας εμβέλειας περιοδικό της Κοζάνης "ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ".

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πρώτο μέρος των Ειδήσεων:






ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ







ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΑΜΠΑΤΖΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Οι δύο νέοι συγγραφείς κυκλοφόρησαν σ’ ένα κοινό βιβλίο (εκδόσεις ΤΟΠΟΣ) τα διηγήματά τους Σαν Άνγκρε (Γιάννης Παλαβός) και Τα δάκρυα της φον Μπράουν (Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος).

Παραθέτω εδώ το κείμενο του εξωφύλλου:
Δυο νουάρ ιστορίες επιστημονικής φαντασίας
Το "Σαν Άνγκρε" είναι μια ελεεινή κωμόπολη της αμερικανικής επαρχίας. Ένας άεργος τριαντάρης, γέννημα-θρέμμα της περιοχής, θα μπλεχτεί σε μια υπόθεση με κυβερνητικές συνωμοσίες, καταθλιπτικά ανδροειδή που διαβάζουν Καμί, παλιοροκάδες μπακάληδες και νομπελίστες ποιητές.
Τα "Δάκρυα της Φον Μπράουν" είναι η ιστορία του Τζο Λυχνία, δεύτερου καλύτερου ντετέκτιβ των ανατολικών φτωχοσυνοικιών. Ο Λυχνίας αναζητά τα δάκρυα μιας παλιάς δόξας του κινηματογράφου. Στο μεταξύ, περνάει τον χρόνο του πίνοντας σαμπούκες στο μπαρ "Η Μπλε Πεταλούδα", συνομιλώντας με κάθε λογής απελπισμένους, μεταλλαγμένους και τρελούς.

* * *









ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΥΛΟΥ
ΑΥΡΙΟ ΚΛΑΔΕΜΑ (Μυθιστόρημα, εκδόσεις ΚΟΥΚΚΙΔΑ)
Παραθέτω εδώ το κείμενο του δεξιού πτερυγίου:
Μέσα σε καταστάσεις αβέβαιες και ατελείς με χαρακτήρες διαγραμμένους αχνά, πρωταγωνιστής του βιβλίου αυτού αναδεικνύεται το κείμενο, αφού στην εποχή μας η πληθωρική και κάποτε αυτονομημένη παραγωγή του επιβάλλει τις δικές της κειμενοκεντρικές λογικές. Η ανθρωπιστική παιδεία του συγγραφέα αντιδρά συνεχώς, όμως μόνο στο τέλος θα επιχειρήσει την ανθρωποκεντρική ανασπείρωση του πεζού του.
(Προσεχώς σχόλιο του Γ.Υ. για τον Σάββα Παύλου)


** *











ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ

AΠEPANTA AΔEIO ΣΠITI (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ)


Παραθέτω εδώ το κείμενο του οπισθόφυλλου:

Τι είναι πιο επικίνδυνο, να εγκλωβιστείς σε ένα ασανσέρ ή στους κόλπους της Aγίας Nεοελληνικής Oικογένειας; Mπορεί ένας πρώην αντάρτης πόλεων να κάνει μια καινούργια αρχή; Σε τι είδους τρέλα οδηγεί μια επιτυχημένη καριέρα στα μίντια; Ξεχνιέται ο έρωτας στα χρόνια του Mεγάλου Aδελφού; Πώς ένας συνταξιούχος μεταβάλλεται σε δράκο των κινηματογράφων; Γιατί μια γυναίκα δέχεται να τη μοιράζονται δυο δίδυμοι; Kαι για ποιο λόγο μια κοπέλα απολαμβάνει στο Ίντερνετ όσα απεχθάνεται στη ζωή;

Eπτά επισκέπτες του διεθνούς αεροδρομίου της Aθήνας, που όλοι τους συνδέονται με το παραθαλάσσιο θέρετρο Λίμνη Aχαϊας। Συνηθισμένοι άνθρωποι που βουλιάζουν σε αλλόκοτες καταστάσεις και ακραίοι τύποι που θέλουν να γίνουν κανονικοί. Mια αλυσίδα από επτά μαύρες κωμωδίες που εξερευνούν το απέραντα άδειο σπίτι του ατομισμού.


Σχόλιο του Γιάννη Υφαντή για τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο:
Εδώ και καιρό νοιώθω την ανάγκη να μιλήσω για τον κατεξοχήν διανοούμενο και σοφό αυτής της χώρας, τον έξοχο συγγραφέα, τον έξοχο άνθρωπο (όποιος πιστεύει ό,τι αυτά πηγαίνουν χωριστά δεν ξέρει τι του γίνεται), αλλά μου συμβαίνει όπως με τα ποιήματα. Ένα ποίημα σου βγαίνει σ’ ένα βράδυ, κι ένα άλλο σε δέκα χρόνια. Υπάρχουν σημειώσεις, μα δεν βρέθηκε το κέντρο εκείνο που θα τις συγκεντρώσει για να μου δώσουν, ένα κείμενο αντάξιο της σφαιρικής και πολυάχτιδης οντότητας του Βαγγέλη Ραπτόπουλου.
Έτσι για την ώρα έχω τη χαρά ν’ απολαμβάνω ξανά και ξανά κάθε του βιβλίο. Το καθένα του είναι και το καλύτερο. Κι ακόμα τις συναντήσεις μας, συνήθως σε κάποια καφετέρια του Θησείου, όπου βρίσκουμε το κοσμοπολίτικο εκείνο κλίμα που μας ταιριάζει. Όπου αόρατοι μεν αλλά παρόντες βρίσκονται μαζί μας ο Θησέας, ο Ηρόδοτος, ο Λουκιανός, ο Ηράκλειτος, ο Ησίοδος, η Σαπφώ, ο Ελύτης, ο Ομάρ Χαγιάμ, ο Καβάφης, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ο Χέμιν Γουέη, ο Κίνγκ… και δεν έχει τέλος ο κατάλογος των εραστών της ζωής και του λόγου της. Αφού τι σημασία έχει μια συνάντηση όταν αυτή δεν γίνεται κέντρο του κόσμου και βαθύτερα το ραντεβού όλων των «θνητών αθάνατων» ή των «αθάνατων θνητών» που έδωσαν εκεί ραντεβού για να συνομιλήσουν με το στόμα μας; Ω ναι και να συμμετάσχουν στο πάθος μας για τη λογοτεχνία, στην ανησυχία μας για την κακοποιημένη δικαιοσύνη παντού στον κόσμο, στην απελπιστική διαπίστωση για την ολοένα εξαπλούμενη βαρβαρότητα, στα πιο φρέσκα εκρηκτικά συμβάντα, στα πιο εκλεκτά ανέκδοτα του τελευταίου καιρού, στο ανεξάντλητο κέφι μας και στο γέλιο μας, διακοπτόμενο ενίοτε απότομα, από μια θηλυκή θεότητα που περνά δίπλα μας και μας αφήνει άναυδους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ :

Δεύτερο μέρος των Ειδήσεων:

Έλαβε τέλος από χτες, αυτό που οι θεοί (μα και μερικοί άνθρωποι ευαίσθητοι με την ομορφιά και την ασχήμια) αποκαλούσαν «απέραντο σκουπιδότοπο». Ξαφνικά οι νόες των ανθρώπων της εξουσίας (μ’ αιτία που θ’ αποκαλύψουμε σε προσεχή ανακοίνωσή μας) κατέστησαν διάτρητοι σαν κόσκινα. Τα σκύβαλα έπεσαν και το ανθρώπινο επίπεδο κράτησε το καθαρό χρυσάφι της σκέψης, το αβαρές φως που περιίπταται των τρυπών. Οι δήμαρχοι, οι νομάρχες, οι υπουργοί, οι υπηρεσίες είδαν με φρίκη όσα μέχρις εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπαν όσο κι αν τους τα έδειχνες, όσο και αν περνούσαν δίπλα τους. Μέσα σε μια μέρα, μέσα σε μια νύχτα, διορίστηκαν σκουπιδοσυλλέκτες εκτάκτου ανάγκης. Και οι σκουπιδοσυλλέκτες αυτοί άρχισαν να μαζεύουν από τις άκρες των δρόμων, από τα χαντάκια των δρόμων, τα πλαστικά μπουκάλια, τα πλαστικά ποτήρια του νεσκαφέ, τα πλαστικά καλαμάκια, τις πλαστικές σακούλες, τα κουτιά αναψυκτικών, τα προφυλαχτικά, τις μάσκες, τις περούκες, τα σκοτωμένα ζώα, τα σκοτωμένα παιδιά, τους σκοτωμένους γέρους, τ’ άδεια κουτιά τσιγάρων, τις σύριγγες. Οι άκρες των δρόμων έδειξαν πάλι την ιαματική τους όψη. Άνθη, χορτάρια και νερά απέμειναν εκεί. Συνάμα δε οι αρχές συνέταξαν αυστηρότατους νόμους που τους έθεσαν πάραυτα σε εφαρμογή. Νομαρχιακές και δημοτικές υπηρεσίες, (ένα είδος αστυνομίας με πολιτικά, χωρίς διακριτικά στ’ αυτοκίνητα τους, έχοντας όμως ειδικές ταυτότητες) περιπολούν στους δρόμους και καταγράφουν τους αριθμούς από τ’ αυτοκίνητα των παραβατών που ρίχνουν από τα παράθυρα των οχημάτων τους έστω και το παραμικρό σκουπιδάκι. Σ’ ένα μόλις χιλιόμετρο μετά την παράβαση, οι παραβάτες ακινητοποιούνται και υποχρεώνονται να πληρώσουν το πρόστιμο των χιλίων ευρώ.

Όμως οι αρχές δεν σταμάτησαν μόνο σ’ αυτό. Διόρισαν ερευνητές. Το ευεργέτημα επεκτάθηκε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Όσοι αδειάζουν μπάζα και σκουπίδια όπου λάχει, μετά από έρευνες (όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια σε άλλα κράτη), συλλαμβάνονται και πέραν του προστίμου που ανέρχεται στα δέκα χιλιάδες ευρώ, υποχρεώνονται να συλλέξουν οι ίδιοι τα μπάζα και να τα μεταφέρουν σε τόπο κατάλληλο και καθοριζόμενο από τις αρχές.

Τα καπνά «βιρτζίνια» απαγορεύτηκαν ως η πλέον καταστροφική για το περιβάλλον και τον άνθρωπο καλλιέργεια. Αποζημιώσεις δόθηκαν στους καπνοπαραγωγούς και οι πωλητές των φούρνων υποχρεώθηκαν να ξαναγοράσουν τους φούρνους που πώλησαν στους αγρότες, όχι από διάθεση εκδίκησης της πολιτείας, αλλά γιατί συνειδητά οι άνθρωποι αυτοί, μεθυσμένοι από το πάθος της κερδοσκοπίας και του πλουτισμού, έγιναν η αιτία να δηλητηριαστεί η γη των αγροτών, να δηλητηριαστούν τα νερά, η χλωρίδα και η πανίδα των περιοχών αυτών, οι ίδιοι οι αγρότες και όσοι γειτονεύουν μ’ αυτούς. Όσοι εμπλέκονται με την καλλιέργεια των καπνών βιρτζίνια στην Ελλάδα (καπνά απαγορευμένα σ’ άλλες χώρες) υπονόμευσαν συνειδητά τη ζωή και συνεργάστηκαν συνειδητά με το θάνατο.

Χρειάστηκε βεβαίως η βοήθεια του στρατού για να καθαριστεί η θάλασσα. Καθαρίστηκε ο βυθός από τα ριγμένα εκεί αντικείμενα. Όλοι οι αιγιαλοί καθαρίστηκαν από σκουπίδια κι ελήφθησαν για την διαρκή καθαρότητα τους, τα ίδια μέτρα που ελήφθησαν για τα σκουπίδια, σε πόλεις και σε χωριά, σε δρόμους και σε χωράφια, σε ρεματιές, σε βουνά και σε δάση. Απαγορεύτηκαν οι ιχθυοκαλλιέργειες. «Δεν χρειαζόμαστε το βρώμικο, ορμονούχο, φτηνό ψάρι των ιχθυοκαλλιεργειών» είπε ο φίλος μου Κώστας Π. «Έχουμε ήδη φτηνό ψάρι. Το πολυπληθέστερο ψάρι, η σαρδέλα, είναι το καλύτερο και συνάμα το φτηνότερο ψάρι».

Απαγορεύτηκε αυστηρά η ρίψη σε ρυάκια, ρέματα και ποταμούς, σκουπιδιών, ψόφιων ζώων, κάτουρων και σκατών. Όσοι δεν είχαν κατασκευάσει βόθρους κι έριχναν τα σκατά τους, τα κατουρά τους, τη λέρα του κορμιού τους και τη λέπρα της ψυχής τους, στις ρεματιές, για να φτάσουν στις λίμνες και να γίνουν πόσιμος θάνατος, υποχρεώθηκαν εντός δέκα ημερών να κατασκευάσουν βόθρους.

Είναι εκπληκτικό, είναι έξοχο, λέει ο ανταποκριτής μας, το πώς μιλούν πλέον οι άνθρωποι των αρχών: «Είναι σα να ξυπνήσαμε από βαθύ ύπνο», είπε κάποιος υπουργός. «Σα να εγκαταλείψαμε το χοιρομάντρι της ηλιθιότητας», έλεγε ένας άλλος, υπονοώντας το χοιρομάντρι της Κίρκης αλλά και στίχους του Τόμας Στερνς Έλιοτ. «Είμασταν φονιάδες και δεν το ξέραμε» ομολόγησε ο Υπουργός Γεωργίας. «Και τι περίεργο» συνέχισε ο Υπουργός Περιβάλλοντος «δεν μας το έλεγε κανείς. Είχαμε φτάσει στα όρια της εσχάτης προδοσίας και δεν μας το έλεγε κανείς». Όλοι «κύριε υπουργέ και κύριε υπουργέ και τις συνηθισμένες γεμάτες δουλοπρέπεια ερωτήσεις». Κανείς να μας πει την αλήθεια «Ε, είστε φονιάδες και δεν το ξέρετε». «Και γιατί αυτό;» συνέχισε άλλος «γιατί αν δεν έχεις μυαλό, δεν βλέπεις ούτε την ασχήμια ούτε την ομορφιά. Με το μυαλό βλέπεις, με το μυαλό ακούς, με το μυαλό συχαίνεσαι, με το μυαλό ενοχλείσαι, με το μυαλό ευχαριστιέσαι. Και είναι το μυαλό που σε σπρώχνει στην παρρησία, στην μεγαλύτερη αρετή κατά τον Διογένη τον Κυνικό».

Κι ένα ακόμα μέτρο κυρίες και κύριοι, μικρά παιδιά και σκυλάκια του καναπέ: Όσοι κατέχουν φαγάδικα, ταβέρνες, καφενεία, κέντρα διασκέδασης, θα κάνουν ειδικά εκπαιδευτικά μαθήματα και θα δίνουν στο τέλος της εκπαίδευσης εξετάσεις στο μάθημα της έκθεσης, την οποία θα βαθμολογούν οι σημαντικότεροι ψυχολόγοι του πλανήτη. Από την έκθεση και τα διάφορα τεστ θα βγαίνει το συμπέρασμα αν κάποιος πρέπει ή όχι να έχει άδεια για φαγάδικο, καφενείο ή κάποιο κέντρο ψυχαγωγίας. Άνθρωποι που έχουν ροπή προς την αισχροκέρδεια, τη νοθεία, τα πολλά ντεσιμπέλ, τα σκυλέ «τραγούδια», δεν θα μπορούν ν’ αποχτούν πλέον άδεια ή αν την έχουν θα την χάνουν. Τα τεστ περιέχουν σοφά κατασκευασμένες «παγίδες». Ήδη στις πρώτες εξετάσεις κόπηκαν όλοι εκείνοι που ήθελαν άδεια για παραθαλάσσια καφενεία. Στην ερώτηση «τι μουσική θα βάζετε στο καφενείο που θέλετε ν’ αποχτήσετε κοντά στη θάλασσα», την πάτησαν όλοι. Διότι ενώ είχαν πληροφορηθεί για τα «σκυλέ» και τα κατηγόρησαν για να καλοπιάσουν τους εξεταστές, μη όντας άνθρωποι κατάλληλοι γι’ αυτό το λειτούργημα, κανείς τους δεν έδωσε τη σωστή απάντηση που είναι «καμμιά μουσική κοντά στη θάλασσα, αφού κάνω το καφενείο εκεί για να απολαμβάνει ο πελάτης μαζί με τον καφέ του και τη μουσική της θάλασσας». Κάποιος μάλιστα έγραψε «Μπαχ». «Ακόμα και ο Μπαχ» σημείωσαν οι εξεταστές «είναι μια μουτζούρα, ένας ενοχλητικός θόρυβος, για εκείνον που έχει μυαλό κι απολαμβάνει τη μουσική της θάλασσας».

_____________

Σημ.΅Ένα κείμενο του Γιάννη Υφαντή δημοσιευμένο το 2004 στην τοπική εφημερίδα ΠΟΛΙΤΕΙΑ Αιτωλών και Ακαρνάνων κι ακόμη δημοσιευμένο το 2009 στο πανελλήνιας εμβέλειας περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ


Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Η ΞΕΝΗ

















" ...Κι ο άνθρωπος αυτός με τα δαγκώματα των τροπικών στο δέρμα
βάζοντας τα μαύρα του γυαλιά σα να ’θελε να δουλέψει με τη φλόγα του οξυγόνου
έλεγε ταπεινά προσέχοντας και σταματώντας στην κάθε του λέξη:
Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρύσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τους
κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου."

Γιώργος Σεφέρης


Τις αμαρτίες τους τις φόρτωσαν στους άλλους κ’ έτσι αγιάσανε.

Γιάννης Ρίτσος


Όταν ο Γιουντχιστίρα έφτανε στην πύλη του παραδείσου διαπίστωσε ότι ο αγαπημένος του σκύλος τον ακολούθησε και πέραν το θανάτου. Ο φύλακας της πύλης καλοδέχτηκε τον Γιουντχιστίρα μα του εξήγησε ότι τα σκυλιά δεν είναι δεκτά στον παράδεισο κι ότι έπρεπε τώρα ν’ αποχωριστεί τον τετράποδο φίλο του για να περάσει την πύλη. «Αν δε γίνεται να περάσει μαζί μου κι ο αγαπημένος μου σκύλος» είπε ο Γιουντχιστίρα «αρνούμαι να περάσω αυτή την πύλη». Τότε μια φωνή ακούστηκε από το βάθος του κήπου. «Ο Γιουντχιστίρα υπήρξε ο άριστος των ανθρώπων. Θα κάνουμε μιαν εξαίρεση. Να περάσει μαζί με τον σκύλο του αφού τόσο πολύ το επιθυμεί».


Το να συνεχίσουμε την διήγηση και να πούμε πως το σκυλί μόλις πέρασε την πύλη μεταμορφώθηκε σ’ αυτό που πάντα ήταν, δηλαδή σ’ ένα θεό που συνόδευε για πολλά χρόνια τον Γιουντχιστίρα, δεν έχει και τόση σημασία. Ίσως όμως έχει σημασία να πούμε ότι σ’ αυτούς τους τόπους, όπου οι πνευματικά νεόπλουτοι Εγγλέζοι, είχαν ολόκληρες περιοχές περιφραγμένες, με πινακίδες που προειδοποιούσαν ότι απαγορεύεται η είσοδος στους Ινδούς και στα σκυλιά, σ’ αυτούς τους τόπους από πανάρχαιους καιρούς είχαν εννοήσει, όχι μόνο το έξοχο «Εν το Παν» αλλά και την έξοχη παραλλαγή του: Τατ τβαμ ασί: «Εσύ είσαι εκείνο». Ποιο εκείνο; Αυτό που αναζητάς, αυτό που θαυμάζεις, αυτό που «είναι πανταχού παρόν και τα πάντα πληρόν», αυτό που αποφεύγεις, αυτό στο οποίο όταν κινδυνεύεις καταφεύγεις, αυτό που φοβάσαι, αυτό που περιφρονείς, αυτό που σφάζεις, αυτό που βάζεις σε μια πλαστική σακούλα μαζί με τη λειψή σου συνείδηση, το πετάς σε μια βατουλιά και πας και κοιμάσαι ήσυχος, διότι την ηλιθιότητα, καθώς είναι ακατανίκητη, ουδείς δύναται να την διαταράξει, καμμιά ερινύα, κανένας θεός.

Μέρα της Λαμπρής, μέρα που οι Χριστιανοί γιορτάζουν την αυτοθυσία του Αμνού σφαγιάζοντας με τη βία και καταβροχθίζοντας εκατομμύρια αμνούς. Μέρα της Λαμπρής, μεσημέρι, φτάνει μια σκύλα, πεινασμένη, κάνοντας μερικά βήματα μπρος, πάντα με πλάγια κίνηση, δηλαδή προχωρώντας μα έτοιμη κιόλας να το βάλει στα πόδια, κουνώντας την ουρά της φιλικά μα και δειλά, διερευνητικά. Στα μάτια της ο απέραντος καημός του ξένου: φόβος, θλίψη, δίψα για καλωσύνη και φιλία μα προπάντων, ασυνείδητη, μισοσυνειδητή, η απορία: «τι κακό έκανα και οι άνθρωποι μου φέρνονται έτσι;».

Μέσα στον ύπνο της όπως θα έλεγε ο Μπόρχες, μπορεί να βρήκε την απάντηση, αλλά δεν τη συγκράτησε στον ξύπνο της. Μέσα στον ύπνο της ίσως το Παγκόσμιο Πνεύμα της εξήγησε τον λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι της φέρνονται έτσι, μα ο ξύπνος ενός ανθρώπου η ενός ζώου δεν μπορεί να χωρέσει τις εξηγήσεις που δίνει το Παγκόσμιο Πνεύμα στον ύπνο. Μέσα στον ύπνο της ίσως το Παγκόσμιο Πνεύμα της είπε: «Οι άνθρωποι σου φέρονται έτσι, όχι γιατί έκανες κάποιο κακό, αλλά μόνο και μόνο γιατί υπάρχεις ως ενσάρκωση της φιλίας και της αθωότητας, πράγματα που η ανθρώπινη συνείδηση, λειτουργώντας μόνο και μόνο στο κατώτερο επίπεδό της δεν μπορεί ν’ αντέξει. Όμως θα σε στείλω σε κάποιον που ακολουθεί, προφυλασσόμενος όσο μπορεί, τον αρχαίο δρόμο της συνείδησης που είναι «πάμφωτη σαν καλοκαίρι». Θα σε φιλοξενήσει, γιατί πίσω απ’ τα πολλά διακρίνει το ένα κι έχει κι αυτός όπως κι εσύ εν μέσω των ανθρώπων διαρκές το βίωμα της ξενιτείας, νοιώθει πάντοτε ξένος και θα σε ονομάσει Ξένη. Αν και θα μπορούσα να πω ότι αποτελεί μια ενσάρκωση της αγάπης, τον τελευταίο καιρό σιχαίνεται και συνάμα λυπάται το ανθρώπινο είδος. Σιχαίνεται τους ανθρώπους γιατί βλέπει ότι είναι σχεδόν πάντα κυριευμένοι από την δολιότητα, την οποία έχουν τόσο πολύ συνηθίσει, ώστε να πιστεύουν πια πως αυτή είναι η μεγαλύτερη αρετή τους. (Φαντάσου, κάτω από τα ζώα των άστρων, ηλικίας εκατομμυρίων ετών, αυτά τα όντα της στιγμής που λέγονται άνθρωποι, να είναι πνιγμένα στην ιδιοτέλεια, στο δόλο, στην απάτη και στην αυταπάτη). Και βέβαια τους λυπάται γιατί γνωρίζει ότι κι αυτοί κατά βάθος δεν φταίνε. Δεν το ζήτησαν να γεννηθούν. Δεν το ζήτησαν να γεννηθούν τέτοιοι που γεννηθήκαν».


Έτσι υποθέτω μίλησε το Παγκόσμιο Πνεύμα στην σκύλα. Κι αυτή πάνω που χανόταν από τον ουρανό ο αστερισμός του Κυνός, εμφανίστηκεν εδώ. Κι όταν ο ίδιος αστερισμός ενώνεται με τον Ήλιο και οι άνθρωποι αποδίδουν στην ένωση αυτή τα κυνικά καύματα, η σκύλα πέθανε, αφήνοντάς μου εννιά σκυλάκια. Εννιά, όσα και τα παιδιά του Ήλιου, οι πλανήτες. Εννιά. Που είναι ο μέγιστος των αριθμών αφού μετά από αυτόν δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι αριθμοί αλλά επαναλήψεις. Το 10 λόγου χάριν, άλλο δεν είναι παρά επιστροφή στο 1 και στο 0. Άλλωστε το 9, ως σχήμα, είναι ήδη το 1 και το 0, είναι το 1 που τυλίγεται για να γίνει ξανά μηδέν, μηδέ εν, δηλαδή τα πάντα. Και δεν είναι μόνον ο μέγιστος των αριθμών αλλά είναι συνάμα ο μοναδικός αριθμός που παραμένει αναλλοίωτος, σαν τον Πρωτέα, πίσω από κάθε μεταμόρφωση. Μ’ όποιον αριθμό κι αν πολλαπλασιάσεις το εννιά, πάντα στο τέλος βγαίνει το εννιά.

Και γιατί να λέω όλα τούτα; Μα γιατί, καθώς έλεγε ο Σαββόπουλος, «αν δεν παραμυθιαστούμε / πώς θα ελευθερωθούμε;» Κι ακόμα γιατί, αν δεις σα μια κακοτυχία κι όχι ως σκηνοθέτης Κουροσάβα μια δύσκολη κατάσταση στην οποία περιέρχεσαι άθελά σου (και η οποία δεν θα ήταν δύσκολη αν ο καθένας δεν σου φόρτωνε και το δικό του μερίδιο), δεν βγάζεις το πολύτιμο σενάριο, δεν ζεις το καταπληκτικό φιλμ: Ζήτησα βοήθεια, επείγουσα βοήθεια ζήτησα από παντού, για τα εννιά σκυλάκια που μου άφησε η –μάλλον- δηλητηριασμένη Ξένη. Όμως κανείς δεν προσέτρεξε να βοηθήσει. Ω των ανθρώπων η ρηχότητα και η άγνοια με την κόρη της τη σκληρότητα· ω των ανθρώπων ο στρουθοκαμηλισμός, η ανευθυνότητα, η χαιρεκακία (τώρα θα την πατήσει· να δούμε τι θα κάνει). Ω οι φίλοι με τα παχιά λόγια, οι αμέτοχοι γείτονες, οι αποτελούσες καμουφλάζ του συστήματος οικολογικές οργανώσεις, οι νίπτοντες τας χείρας των ιερείς· ω οι αρχές, οι αρχές, οι χωρίς αρχίδια και τέλος αρχές αυτής της χώρας. Καταπληκτικό σενάριο, μ’ όλους αυτούς να σου υπενθυμίζουν παροιμίες και πανάρχαιες ρήσεις σοφών που σχεδόν τις είχες ξεχάσει. Κι από την άλλη, η ενσαρκωμένη χάρη, τα σκυλάκια, οι άγγελοι της φωτογραφίας, κλεισμένοι (όπως θα μας έλεγε ίσως ο θαυμάσιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης) κλεισμένοι σε μορφές τέτοιες που να μην λειώνουν με τη λάμψη τους τα πρόσωπα των ανθρώπων.

Γιάννης Υφαντής