Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΑΧ ΜΑΡΤΙΟΥ 2012

 
ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
(από το βιβλίο μου Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ)



ΑΓΝΩΣΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΣΕ ΠΟΙΟΝ Ν’ ΑΠΟΤΑΘΩ ΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ*

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Τ’ αδέρφια έγιναν εχθροί
κ’ οι φίλοι πια δεν αγαπιούνται.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Κρύβουνε τώρα τον καλό
και προωθούν μονάχα τον κακό.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Το πνεύμα της κλεψιάς έχει κερδίσει τις καρδιές·
ο ένας κλέβει τον ιδρώτα τ’ αλλουνού.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Αυτός που περιφρόνηση του άξιζε
για τις φριχτές του πράξεις τον τιμούν
δέχεται υποκλίσεις και χαμόγελα.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

_________________
* Ίσως είναι ποιήματα του σοφού Ίπο Ουρ, γραμμένα γύρω στα 2300 π.Χ., πάπυρος 3024, Βερολίνο.


ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΦΤΑΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Για μένα φτάνει σήμερα ο θάνατος
κ’ είμαι σαν κάποιον που ’χει βρει τη γιατρειά
είμαι σαν κάποιονε που μπαίνει σ’ έναν κήπο
ύστερα απ’ αρρώστια μακριά.

Για μένα φτάνει σήμερα ο θάνατος
κ’ είναι σαν τ’ άρωμα από τ’ άνθη του λωτού
είναι στα χείλη σα να βρίσκομαι της μέθης
ύστερα από χρόνια παιδεμού.

Για μένα φτάνει σήμερα ο θάνατος
κ’ είναι σα ρύακας με γάργαρο νερό
είναι σα να γυρίζω πάλι σπίτι μου
ύστερα από πόλεμο σκληρό.

Για μένα φτάνει σήμερα ο θάνατος
κ’ είναι σαν τ’ άρωμα της σμύρνας... σα ν’ αντίκρισα
λιμάνι σε μια μέρα τρικυμίας·

για μένα φτάνει σήμερα ο θάνατος
κ’ είναι σα να γυρίζω στην πατρίδα μου
ύστερα από χρόνια αιχμαλωσίας.


ΛΕΕΙ ΑΥΤΗ

Τόσο μικρά ειναι τα λουλούδια του Σιαμού
που όποιος τα κοιτάζει νοιώθει γίγαντας.

Μαζί σου στο Μερτού
είναι σα να ’μαι κιόλας στα ανάκτορα
της Ηλιούπολης.

Γυρίζουμε απ’ τους κήπους τους γεμάτους δέντρα.
Γεμάτη η αγκάλη μου λουλούδια.
Κοιτάζω μες στης στέρνας τον καθρέφτη
—γεμάτη η αγκάλη μου λουλούδια—
σε βλέπω να βαδίζεις στ’ ακροδάχτυλα
πίσω μου και κοιτάς να με φιλήσεις
κι έχω μαλλιά βαριά από τ’ αρώματα.

Έχει λουλούδια του Ζαΐτ στον κήπο μας·
κόβω και πλέκω απ’ τα λουλούδια του για σένα.

Η φωνή σου μου δίνει ζωή σαν το νέκταρ.
Το να σε βλέπω είναι πάνω απ’ το φαΐ και το πιοτό.
Μέσα στα χέρια σου σα βρίσκομαι
νοιώθω στον Φαραώ σα να ανήκω.


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

IV
Αχ δίχως την αγάπη σου η καρδιά μου δεν χτυπά.
Αχ δίχως την αγάπη σου τα μούρα είν’ αρμυρά.
Αχ δίχως την αγάπη σου πικρά είναι τα γλυκά.
Ω άκου αγάπη μου, η καρδιά μου
μόνο με την αγάπη σου γίνεται να χτυπά.
Ω άκου αγάπη μου εσύ σαν ανασαίνεις
τότε χτυπάει η δική μου η καρδιά.


ΚΙ ΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Ι
Λουλούδια του Μεκμέχ, ειρήνη δώστε μας.
Για σένα εγώ θ’ ακολουθήσω της καρδιάς μου
την όποια προσταγή.

Πώς να διστάζω; Όταν μ’ αγκαλιάζεις
τόσο λαμπρό είναι το φως που καταυγάζεις
που αυθόρμητα τα μάτια μου σκεπάζω.

Ξέροντας σίγουρα πολύ πως μ’ αγαπάς
έρχομαι και στο πλάι σου φωλιάζω.

Το ξέρει η καρδιά μου πως ανάμεσα
σ’ όλους τους άντρες μόνο εσύ
γεννήθηκες για μένα.

Όλος ο κόσμος λάμπει, θα ’θελα
εγώ μαζί με σένα
να κοιμηθώ τώρα εδώ, σ’ αυτό το μέρος
ως της αιωνιότητας το τέλος.

II
Λουλούδια του Ζαΐτ έχει στον κήπο μας.
Κόβω και πλέκω απ’ τα λουλούδια του για σένα.
Στεφάνι σού φορώ, κι όταν πιωμένος
γέρνεις στη γη να κοιμηθείς
κι έχεις την αύρα μόνο για σεντόνι
εγώ είμ’ αυτή που πλένει από τα πόδια σου τη σκόνη.


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣΗΣ

Ι
Έλα γοργά προς την αγάπη σου
σαν το βασιλικό μαντατοφόρο, που χτυπά
που σπιρουνίζει τ’ άλογό του ανυπόμονα
γιατί πρέπει να φτάσει την αυγή
να παραδώσει την επείγουσα γραφή.

II
Έλα ορμητικά προς την αγάπη σου
σαν το καλύτερο απ’ τ’ άλογα του σταύλου
το επιλεγμένο από χίλια καθαρόαιμα
και ταϊσμένο με την πιο εκλεκτή τροφή
που τρέχει μ’ έναν καλπασμό απαράμιλλο
μόλις ακούσει το ελάχιστο παράγγελμα
τόσο που ακόμα και ο ίδιος ο σταυλάρχης
(που ’ναι Χεττίτης) δεν μπορεί να το κρατήσει.

Πόσο καλά γνωρίζει την καρδιά της
αυτός που θά ’πρεπε να βρίσκεται κοντά της.

III
Έλα σαν την γκαζέλα της έρημου
που τρέχει κάνοντας ταχύτατα ζιγκ ζαγκ
περνώντας χίλια μπερδεμένα μονοπάτια
κυνηγημένη απ’ τα σκυλιά του κυνηγού
κι όμως αντέχει εν τέλει και ξεφεύγει
και χύνεται σε τρέξιμο τρελό
με τη ματιά της σταθερά προς το κρησφύγετο.



ΑΓΝΩΣΤΟΥ, ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
(αποδίδεται στον βασιλιά Σολομώντα)

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ
(αποσπάσματα)

Ζ. 2-10:

Οι δυο μηροί σου είναι όρμος που ’φκιαξε τεχνίτης δυνατός.
Ο αφαλός σου είναι κρατήρας λαξευτός γεμάτος οίνο.
Κ’ είναι η κοιλιά σου σιταριού η θημωνιά περιφραγμένη από κρίνα.
Τα δυο βυζιά σου ζαρκαδάκια είναι δίδυμα.
Κ’ είν’ ο λαιμός σου ένας πύργος ελεφάντινος.
Λίμνες της Εσεβών είναι τα μάτια σου.
Κ’ η μύτη σου είναι πύργος του Λιβάνου που κοιτά τη Δα­μασκό.
Το όρος Κάρμηλο είναι το κεφάλι σου.
Κι έχεις σκεπάσει τα μαλλιά σου μ’ ένα δίχτυ πορφυρό
και σέρνουν οι πλεξούδες σου δεμένο βασιλιά.
Πώς είσαι τόσο όμορφη, τόσο γλυκεία, αγαπημένη.
Το ανάστημά σου είναι όμοιο με του φοίνικα
και οι μαστοί σου είναι σα σταφύλια.
Είπα στο φοίνικα θ’ ανέβω να μαζέψω τους καρπούς.
Είπα το αμπέλι του κορμιού σου να τρυγήσω.
Αχ η ανάσα σου ευωδιάζει σαν το μήλο
και το στόμα σου
έχει τη γεύση του κρασιού αγαπημένη.


Ε. 1-6:
Μπήκα στον κήπο μου αδερφή μου νύφη
τρύγησα μύρα και αρώματα·
έφαγα το ψωμί μου και το μέλι μου
ήπια το γάλα μου και το κρασί μου.
Φάτε και πιείτε αδέρφια μου. Μεθύστε, φίλοι.
Εγώ κοιμάμαι κ’ η καρδιά μου ξαγρυπνά.

Άνοιξε αγαπημένη μου,
τέλεια ομορφιά μου, περιστέρα μου εσύ, άνοιξέ μου,
γέμισε το κεφάλι μου δροσιά,
της νύχτας κάθισε η πάχνη στα μαλλιά μου.
Έβγαλα το χιτώνα μου. Πώς να τον βάλω;
Τα πόδια μου τα έπλυνα. Kαι πώς να τα λερώσω;
Το χέρι του ο καλός μου έβαλε
στην κλειδαριά και θρόισ’ η κοιλιά μου.
Σηκώθηκα ν’ ανοίξω και ως άγγιξα
το πόμολο της πόρτας, απ’ τα χέρια μου
κι από τα δάχτυλά μου στάζαν μύρα.

Δ:
Όμορφη που ’σαι αγαπημένη μου
όμορφη που ’σαι.
Τα μάτια σου είναι περιστέρια
μέσ’ απ’ το πέπλο σου.
Κοπάδι από γίδια τα μαλλιά σου
που κατεβαίνουν απ’ το Γαλαάδ.
Τα δόντια σου είναι προβατίνες κουρεμένες
που έχουν βγει απ’ το λουτρό
όλες με δίδυμα·
στέρφα καμμιά ανάμεσά τους.
Ωσάν την κόκκινη κλωστή τα χείλη σου
κ’ είναι γλυκεία η λαλιά σου.
Τα δυο βυζιά σου είναι ζαρκαδάκια
δίδυμα που βοσκάν μέσα στα κρίνα.

Είσαι πανέμορφη, αγαπημένη μου χωρίς ψεγάδι.
Έλ’ απ’ τον Λίβανο, νύφη
Έλ’  απ’  τον Λίβανο.
Κατέβα απ’ την κορφή του Αμανάχ
απ’ τις κορφές του Ερμών και του Σανίρ
απ’ τις σπηλιές των λιονταριών
κι απ’ τα βουνά με τις λεοπαρδάλεις.
Μου πήρες την καρδιά μου, αδερφή μου νύφη
μου πήρες την καρδιά με μια ματιά σου
μ’ ένα κρικέλι του λαιμού σου.
Είναι οι μαστοί σου πιο γλυκείς απ’ το κρασί
κ’ η ευωδιά της φορεσιάς σου ξεπερνά
όλα τ’ αρώματα.
Κερήθρα στάζει από το στόμα σου, αγαπημένη.

Μέλι και γάλα κάτω από τη γλώσσα σου
κ’ η ευωδιά της φορεσιάς σου του Λιβάνου η ευωδιά.
Κλειστό μου περιβόλι, αδερφή μου νύφη.
Κλειστό μου περιβόλι, πηγή σφραγισμένη·
στ’ αυλάκια σου παράδεισος από ροδιές,
με τέλειους καρπούς·
νάρδος και κρόκος
μοσχοκάλαμο και κανέλα,
μ’ όλα τα ξύλα του Λιβάνου
σμύρνα κι αλόη και μαζί
όλα τα πρώτα μύρα.

Πηγή του κήπου, πηγάδι ζωντανό νερό
που ’χει τη ρίζα του στον Λίβανο.
Σήκω βοριά, τρέξε νοτιά,
φύσα στους κλώνους του περιβολιού μου
κι ας ξεχυθούν τ’ αρώματά μου.
Ας κατεβεί ο αγαπημένος μου στον κήπο του
για να γευτεί τον τέλειο καρπό του.


Η. 6, 7:

Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου,
ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου
ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη,
σκληρός ως άδης ζήλος·
περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός, φλόγες αυτής·
ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην,
και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν.

Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου·
σφραγίδα βάλε με στο μπράτσο σου·
γιατί η αγάπη δυνατή ’ναι σαν το θάνατο
κ’ είναι σκληρός ο πόθος σαν τον Άδη.
Είναι φωτιά η αγάπη και φτερά
την περιβάλλουν από φλόγες. Δεν μπορεί
νερό πολύ να σβήσει την αγάπη· ποταμοί
από νερά δεν θα μπορούσαν να τη σβήσουν.



ΑΓΝΩΣΤΟΥ (ή αγνώστων Αράβων )

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

( Από τις «Χίλιες και μία Νύχτες»)

1
Λευκό το μέτωπο της σαν το κρίνο·
τα μαγουλά της σαν της παπαρούνας
τα μάτια της σα μάτια ελαφίνας
το φρύδι σαν το νιούτσικο φεγγάρι
όταν τελειώνει ο μήνας Σιαμπάν
και ξεκινά το Ραμαζάνι της χρονιάς·
το στόμα της ολόιδιο δαχτυλίδι
είναι του Σουλεϊμάν·
τα χείλη της δυο φράουλες (ή μήπως δυο κοράλλια;)
τα δόντια της σαν φύλλα ενός άσπρου λουλουδιού
(ή κομπολόι από μαργαριτάρια;)
έχει της αντιλόπης το λαιμό
κ’ είναι τα στήθια της δυο ρόδα που ανοίγουν.
Το σώμα, λυγερό, κυματιστό,
ωσάν το τρυφερό ζαχαροκάλαμο.

2
Αν θες στ’ αλήθεια γλέντι να χαρείς
τέσσερα όργανα παράγγειλε να φτάσουν:
Άρπα, λαγούτο, φλάουτο και λύρα.
Και τέσσερις να έρθουν ευωδιές:
Μόσχου και σμύρνας, τριαντάφυλλου, βιολέτας.
Μα όλ’ αυτά δεν είναι τίποτε σα λείπουν
τούτα εδώ τα τέσσερα: Ο έρωτας,
αγάπη, αγάπη και ο έρωτας.

3
Το μυστικό σου στην καρδιά καλά κλεισμένο κράτα
γιατί αν βγει απ’ την καρδιά πια μυστικό δεν είναι.
Αν το δικό σου δεν μπορεί στήθος να το φυλάξει
πώς θα μπορούσε να κλειστεί στο στήθος ενός άλλου;

4
Σκύψε να σε φιλήσω... Μη φοβάσαι... Σκύψε...
Τα ρόδα μόνο μας κοιτούν, τα γιασεμιά μας βλέπουν.
Έλα στην αγκαλιά μου. Δεν αντέχω· έλα, αχ!
Μα κλείσε αμέσως το παράθυρο γιατί
αν θα μας έβλεπε θα ζήλευε ο Αλλάχ.



ΑΓΝΩΣΤΟΥ

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
(Από τις «Χίλιες και μία Νύχτες»)


ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Αν κάμνω κατοικία μου τα σπίτια των ανθρώπων
είναι γιατί αρέσει μου να είμαι πάντα ξένος
κ’ είναι που βρίσκω όμορφο το να ’σαι μουσαφίρης.
Με τη φωλιά μου δεν χαλώ τα σπίτια των ανθρώπων
αφού τη χτίζω με υλικά της ακροποταμιάς.
Αυξάνω τους κατοίκους των σπιτιών όμως καθόλου
δεν τους βαραίνω εγώ, αφού, ζητάω την τροφή μου
τριγύρω στους αγρούς. Κι έτσι στο σπίτι μ’ αγαπούνε
και λιγουλάκι με θαρρούν πώς είμαι και δικός τους.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ

Μ’ αποκαλούν δασκάλα της σοφίας· μα ποιος τάχα
πραγματικά κατέχει τη σοφία; Σα γεννηθώ
αποτραβιέμαι από τον κόσμο και μια τρύπα
σ’ ένα ερείπιο ή σ’ ένα δέντρο είναι το σπίτι μου.
Χωρίς γειτόνους, σύνορα και βάσανα. Λατρεύω
φτώχεια και μοναξιά και στοχασμό. Η ευτυχία
και οι χαρές διαβαίνουν γρήγορα. Ο κόσμος
είναι το κούφιο που χτισμένο είναι στο κούφιο.
Ω βέβαια προτίμησα μια τρύπα για να μένω.
Ω βέβαια προτίμησα παρέα τον εαυτό μου.
Μ’ αποκαλούν δασκάλα της σοφίας. Μα ποιος τάχα
πραγματικά κατέχει τη σοφία; Που να ξέρω;


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ

Είμαι ο κύριος της γης και του αέρα
αλλά προπάντων μου ανήκει το νερό.
Το χιόνι έχω σώμα μου και κρίνο έχω λαιμό.
Κ’ είναι το ράμφος μου μια κάψα κεχριμπάρι.
Από ασπράδα, μοναξιά και στοχασμό
είναι φκιαγμένη η δική μου η χάρη.
Γνωρίζω του νερού τα μυστικά·
τους θησαυρούς που κρύβει στο βυθό.
Κι ενώ αρμενίζω με τα ίδια μου πανιά
αυτός που με κοιτάζει απ’ τη στεριά
δεν ξέρει τι θα πει μαργαριτάρι·
μαζεύει μόνο τον ολόπικρο αφρό.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

Τρέφομαι μ’ ό, τι παίρνω από λουλούδια και καρπούς
δίχως να προκαλέσω τους κάποια ζημιά ή βλάβη.
 Μου φτάνει το περίσσευμα κι εκείνο μόνο παίρνω
και φορτωμένη έρχομαι στο σπίτι να δουλέψω.
θαύμα είν’ οι κερήθρες μου αρχιτεκτονικής
και ο Ευκλείδης βλέποντας τέτοια γεωμετρία
θα ’θελε από την τέχνη μου ίσως να διδαχτεί.
Κερί και μέλι βγάζω εγώ με σώμα κι εργασία.
Δίνω τη γλύκα μα μαζί δίνω και το κεντρί.
Αφού όπως λένε το γλυκό το ξέρουμε απ’ την πίκρα
και το βαρύ το νοιώθουμε ξέροντας τ’ αλαφρύ.



ΟΜΑΡ ΧΑΓΙΑΜ (12ος αι. Περσία)

ΕΙΚΟΣΙ ΕΦΤΑ ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ**

1
Προς τι ανθρώπους και βιβλία να ρωτώ
«όταν πεθάνω που θα πάω» αφού μια κούπα
ξέχειλη από κρασί μου τα ’πε όλα;
«Πιες απ’ τα χείλη μου τ’ ολόγλυκο πιοτό
γιατί απ’ το θάνατο δεν έχει γυρισμό».

2
Είχα τουλίπες μάγουλα, κορμί σαν κυπαρίσσι.
Αναρωτιέμαι τι ’θελε ο Μέγας Καλλιτέχνης
τόσο θαυμάσια να με ζωγραφίσει
σαν ήτανε στη σκόνη αυτής της γης να με χαρίσει;

3
Έφερε μόνο σύγχυση σα μου ’δωσε ζωή.
Ύστερα με το ζόρι, ανερώτητα
χωρίς να ξέρω γιατί ήρθα γιατί έζησα
μου πήρε ό, τι μου ’δωσε μέσα σε μια στιγμή.

4
Τι κέρδισε σαν ήρθα ή τι έχασε
απ’ την αιώνια δόξα του ο Ουράνιος Τροχός;
Γιατί έπρεπε νά ’ρθω; Γιατί έφυγα;
Ποτέ δεν μου απάντησε σ’ αυτό κάποιος σοφός.

5
Καρδιά μου το μυστήριο μην προσπαθείς να λύσεις·
την ευτυχία που ζητάς ίσως να μην τη βρεις
στον άλλο κόσμο. Πιες τηνε και μην αργοπορείς
τώρα που βρίσκεται στην κούπα που κρατείς.

6
Α να μπορούσες, ω καρδιά μου, όσο ζεις
να ’βρεις το νόημα της ζωής. Τότε θα γνώριζες
και το μυστήριο του θανάτου. Τώρα που ’χεις
τον εαυτό σου αν δεν μπορείς, πώς θα μπορούσες
όταν δε θα ’χεις εαυτό κάτι να βρεις;


7
Ως πότε θα πασχίζω να επιτύχω
να επιπλεύσουνε τα τούβλα στο νερό;
Αρρώστια είναι όλες οι θρησκείες.
Κόλαση και  Παράδεισος; Ποιος ήρθε από κει;
Ποιος πρωτοείπε τούτες τις βλακείες;

8
Τι θα μπορούσαμε να πούμε για το αίνιγμα του κόσμου;
Βλέπουμε μοναχά την από δω
εικόνα του παραπετάσματος.
 Όταν το παραπέτασμα θα πέσει
δε θά ’μαστέ εδώ εσύ κι εγώ.

9
Μου είπε το στερέωμα στο αυτί μου μυστικά:
«Ξέρεις ποια φράση μου ’γραψε η Μοίρα στην καρδιά:
Αν ήτανε στο χέρι μου, θα σ’ είχα απαλλάξει
απ’ την αέναη αυτή περιφορά».

10
Γυρίζουν το καλό και  το κακό μέσα στο νου.
Χαρά και  λύπη είναι η μοίρα μας στη γη.
Μη ρίχνεις την ευθύνη στον Τροχό του Ουρανού·
γιατ’ είναι ανίσχυρος κι αυτός όσο κι εσύ.

11
Νεροσταγόνα που ’χει σμίξει με τη θάλασσα.
Μόριο σκόνης που ’χει σμίξει με τη γη.
Μυγίτσα που εμφανίστηκε και  χάθηκε
ήταν το πέρασμά μου απ’ τη ζωή.

12
«Οι εραστές και  οι πότες, παν στην Κόλαση;».
Μ’ αυτός ο λόγος φαίνεται σε μένανε κενός.
Αν όντως παν στην Κόλαση οι εραστές κ’ οι πότες,
τότε ο Παράδεισος θα είναι αδειανός.

13
Λέει ο θρήσκος σε μια πόρνη: «Μια μπεκρού
είσαι κι αλλάζεις εραστές όλη την ώρα».
Κι αυτή απαντά: «Είμαι πράγματι
αυτό που εσύ για με κηρύχνεις. Μα ρωτώ:
Είσαι στ’ αλήθεια εσύ αυτό που δείχνεις;»

14
Λένε πως  στον Παράδεισο έχει πληθώρα ουρί
κι έχει ποτάμια από μέλι, από γάλα και  κρασί.
 Έλα να χορταστούμε στο πιοτό και  στο φιλί
γιατί αλλοίμονο σ’ αυτόν
που με υποσχέσεις ζει.

15   
Ένα βιβλίο με ποίηση, μια τσότρα με κρασί,
μισό καρβέλι μόνο για τροφή.
Μ’ αυτά οι δυο μας σε μια ερημιά
είμαστε πλουσιότεροι κι από το βασιλιά.

16
Φίλε μου έλα κι άφησε του αύριο τη θλίψη.
Ας ζήσουμε ετούτη εδώ τη ζωντανή στιγμή.
Το αύριο είναι παλιό, πανάρχαιο, περασμένο
και  σα θα ’ρθεί θα είμαστε ίσοι με κείνους που
γεννήθηκαν σε χρόνο μακρινό και  ξεχασμένο.

17
Σήκω αγάπη μου όμορφη, λύσε το πρόβλημά μας·
φέρε μια κούπα με κρασί και  πλύνε την καρδιά μας.
Έτσι να πίνουμε εδώ το νέκταρ των χειλιών μας
πριν φκιάσουν κούπες απ’ τη λάσπη των κορμιών μας.

18
«Ύψιστο Λόγο» ονομάζουν το Κοράνι.
Και το διαβάζουν κάθε ώρα και  στιγμή.
 Έτσι τους διαφεύγει ένα κείμενο λαμπρό
που βρίσκεται στην κούπα μας και  λέγεται κρασί.

19
Το κύπελλο αυτό απ’ όπου πίνεις
μπορεί να το ’χουν φκιάξει απ’ την καρδιά ενός σουλτάνου.
Κι αυτή η κούπα που εγώ τώρα κρατώ
μπορεί να ήταν κάποτε το χέρι ενός ζητιάνου.


20
Αυτή η σκόνη που αδιάφορος πατείς
είναι το χέρι μιας κυράς αγαπημένης
είναι το μάγουλο μιας κόρης ζηλευτής
είναι τα μάτια μιας βασίλισσας θλιμμένης.

21
Σου έχουν πει πως  η ψυχή χωρίζεται απ’ το σώμα
και  για ουράνια επίπεδα της ύπαρξης μιλάς.
Πίνε κρασί· δεν ξέρεις πούθε ήρθες.
Χάρου εδώ κάθε στιγμή· δεν ξέρεις πού θα πας.

22
Ευλαβικά τίναξ’ τη σκόνη απ’ το μανίκι σου
γιατί αυτά τα μόρια της ξεραμένης γης
μπορεί να ’ν’ ηλιομάγουλο ή φρύδι ενός άστρου,
μπορεί να ’ναι το πρόσωπο εξαίσιας καλλονής.

23
Στάσου αγγειοπλάστη, αν λίγο νοιώθεις.
Πόσο ακόμα τον πηλό αυτό θα τυραννάς;
Του Φεριντάν το δάχτυλο, της Καχουρσώς το χέρι
δουλεύεις στον τροχό, μα δεν πονάς.

24
Δεν είναι διόλου ευχάριστο. Μα πρέπει να ειπωθεί.
Ω Δικαστή, μεθούμ’ εμείς, όμως μεθάς κι εσύ.
Εμείς με αίμα σταφυλιών κι εσύ με αίμα ανθρώπων.
Πρέπει στο θέμα τούτο ’δω μια λύση να βρεθεί.

25
Πιες το κρασί σου, αφού θα μείνεις
χρόνο πολύ μέσα στο χώμα χωρίς σύντροφο.
Θέλεις το μυστικό; Κανένα λούλουδο
που έχει ξεραθεί δεν ξανανθίζει.
Κι ούτε κανείς που χώθηκε στη γη ξαναγυρίζει.

26
Ρωτώ ένα γέροντα μες στο κρασοπουλειό:
«Έχεις κανένα νέο απ’ αυτούς που έχουν φύγει;»
«Πιες το κρασί σου» μου απαντά «αυτό ’χω να σου πω.
Αυτό το νέο μου ’πε η σιωπή.
Γιατί κανείς δε γύρισε κάτι άλλο να μου πει».

27
Αυτός που έφτιαξε τη Γη και  τον Τροχό του Ουρανού
τόσες καρδιές με θλίψη έχει σφραγίσει.
Πολλούς με χείλη πορφυρά, όμορφα μέλη, ξύπνιο νου
στη σκόνη αυτής της γης έχει σκορπίσει.



ΜΕΒΛΑΝΑ ΤΖΕΛΑΛΟΥΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ
(13ος αι. Βακτριανή-Ικόνιο)                                                    


ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μπήκα στην Ιερή στην Άγια Μέκκα
κι έδωσα όρκο υποταγής.
Κι όντας προσκυνητής, με τ’ άσπρο ράσο
τη μαύρη πέτρα σκέπασα της Κάαμπα.

Όμως το πρόσωπό σου ως αντίκρυσα,
το πρόσωπό σου όταν γύρισα και  είδα,
έσπασε μέσα μου ο όρκος που ’χα κάνει.

            *
Χωρίς εσένα τα λουλούδια που θωρώ γίνονται αγκάθια.
Χωρίς εσένα το παγώνι της αυλής γίνεται φίδι.
Χωρίς εσένα η ουράνια μουσική γίνεται θόρυβος.
Χωρίς εσένα στον Παράδεισο κι αν μπω, είμαι στην Κόλαση.

            *
Τόσο έχω μεθύσει που λησμόνησα
πού βρίσκεται η είσοδος κ’ η έξοδος.

Φεγγάρι, ουρανός και  γη, έχουν χαθεί.

Μη χύνεις άλλο πια κρασί στην κούπα μου.
Ρίξε το κατευθείαν μες στο στόμα μου
γιατί δεν ξέρω πια ούτε το στόμα μου πού είναι.

            *
Ο εραστής δεν είναι από κρασί
μα είναι απ’ την αγάπη μεθυσμένος.
Ελεύθερος, τρελός, μέσα στην έκσταση
χορεύει από χαρά.

Παγιδευμένοι από τις ίδιες μας τις σκέψεις
αγωνιούμε για μικρά κι άχρηστα πράγματα·
μα όταν μπούμε μες στη μέθη της αγάπης
ούτε νοιαζόμαστε τι γίνεται στον κόσμο.


ΑΓΝΩΣΤΩΝ
(από τα σανσκριτικά)

Χιλιάδες οι φορές που ανταλάσσουνε φιλιά
χιλιάδες οι φορές που κάνουν έρωτα
και σταματούνε μόνο για ν’ αρχίσουνε ξανά
γιατί ποτέ κάθε φορά δεν είναι σαν τις άλλες.

                        *
Τις πρώτες μέρες συμφωνούσαμε
ότι εγώ είμ’ εσύ κι εσύ ’σαι εγώ.
Τι άραγε συνέβηκε σε μας τους δυο
κι εσύ ’σαι πια εσύ κι εγώ είμαι πια εγώ;

                        *
Μάταια το φεγγάρι κάθε μήνα προσπαθεί
να ζωγραφίσει την εικόνα του προσώπου της.
Κι έχοντας αποτύχει ν’ αποδώσει αυτή τη χάρη της
το έργο του χαλνά και ξαναρχίζει.



ΡΑΜΠΙΝΤΡΑΝΑΘ ΤΑΓΚΟΡ (19ος-20ος αι. Ινδία)

ΙΜΑΛΑΪΑ

Στα παιδικά του κόσμου χρόνια
βγήκατε, Ιμαλάϊα,
μέσ’ απ’ της γης τα σπαραγμένα στήθη
και κορυφή την κορυφή υψώσατε
αυτή την πρόκλησή σας προς τον ήλιο.
Ύστερα  ήρθ’ ένας καιρός που είπατε:
«Φτάνει· δε χρειαζόμαστ’ άλλο ύψος».
Κι εκεί ο έρωτάς σας για τα σύννεφα
βρήκε τα όριά του και σταμάτησε
να χαιρετίσει την
απειροσύνη.
Στέκεστε ολομόναχα εκεί σαν τον σοφό
που ’χει ανοιχτό στα γόνατά του ένα πανάρχαιο βιβλίο
με πέτρινες σελίδες αναρίθμητες· δεν ξέρω
ποια ιστορία χαραγμένη είναι πάνω τους.




ΛΙ ΤΑΙ ΠΟ (8ος αι. Κίνα)


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΟΥ ΣΑΝ, ΣΤΑΛΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΣΟΥ ΓΙΟ*

Είμαι ο τρελός της χώρας των Τσου
και μιμούμενος το τραγούδι του φοίνικα, γελώντας μπροστά στον Κομφούκιο,
κρατώντας ένα πράσινο ραβδί από ιχάδι, αφήνω σύναυγα το κιόσκι του
Ανθισμένου Γερανού·
μέσα στα πέντε ιερά βουνά, χωρίς την έγνοια της απόστασης ζητώ τους
            αθανάτους
όλη μου τη ζωή·
μ’ αρέσει η περιπλάνηση στα φημισμένα εδώ βουνά,
με το Λου Σαν που υψώνεται μπρος στη Μεγάλη Άρκτο,
με τις εννιά οροσειρές πάνω απ’ τα σύννεφα και η λίμνη
να καθρεφτίζει το βαθύ σμαράγδι του βουνού.
Ανάμεσα σε δυο κορφές μια πόρτα χρυσαφένια,
κ’ η πόρτα είναι χωρισμένη από τρεις βράχους,
όπως η πύλη του Ουράνιου Ποταμού,
και μακριά ο καταρράχτης πέφτοντας αχνίζει
και ο αχνός του ανεβαίνει σαν καπνός του λιβανιού·
στην άκρη του γκρεμού, ένα φιδίσιο μονοπάτι, δίχως τέλος
μέσα στην πράσινη σκιά
και μες στην πορφυρή ομίχλη της αυγής ο ήλιος λάμπει,
και δεν μπορούνε να περάσουν τα πουλιά μέσ’ απ’ τη λάμψη.
Ο ουρανός του Βου είναι απέραντος,
στην κορυφή ανεβαίνω κι ατενίζω γη και ουρανό,
κυλά ο Μέγας Ποταμός πέρ’ από κάθ’ επιστροφή,
πάνω σε χίλια λι φυσάει ένας αέρας κίτρινων νεφών,
με πάταγο χτυπάνε τ’ άσπρα κύματα
εννιά χειμάρρων που ορμούν απ’ το βουνό·
τραγουδώ το Λου Σαν, και το τραγούδι μου αυτό ανεβαίνει απ’ το Λου Σαν,
ο πέτρινος καθρέφτης καθαρίζει την καρδιά μου
εκεί οπού το βρύο παχύ ξανακαλύπτει
τα βήματα του Χέι Λιν Γουίν.
Έχοντας πιει βοτάνι ιερό
λεύτερος είμαι απ’ τα δεσμά αυτού του κόσμου,
βρίσκομαι σ’ αρμονία με το ΤΑΟ,
τους αθανάτους πια δεν τους ζητώ,
μ’ ένα λωτό στο χέρι πάω προς την πύλη την ιχάδινη,
πέρ’ απ’ το ένατο κομμάτι τ’ ουρανού, σε τόπο άγνωστο,
καλώ τον Λου Αό
να ’ρθει μαζί μου για να παίξουμε ψηλά μες στο γαλάζιο.

*Από τα Γαλλικά με τη βοήθεια της Βάσως Δερμάνη


ΜΕΓΚ ΤΣΙΑΟ (8ος αι. Κίνα)

ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Φυλάξου απ’ το σπαθί το κοφτερό
και μη ζυγώνεις όμορφη γυναίκα.
Απ’ το σπαθί λαβώνεται το χέρι σου.
Από την όμορφη γυναίκα η ζωή σου.
Δεν κινδυνεύεις κάμνοντας μεγάλες αποστάσεις·
τα δέκα μέτρα φτάνουν για να σπάσει ένας τροχός.
Του έρωτα ο κίνδυνος δε βρίσκεται στα χρόνια.
Μια νύχτα μόνο αρκεί για να ρημάξει τη ζωή σου.



ΜΑΤΣOYΟ ΜΠΑΣΟ*
____________________

* Ματσούο Μπασό· γεννήθηκε το 1644, στο Ουένο της επαρχίας Αϊγκά, τριάντα μίλια νοτιοανατολικά του Κυότο.


ΧΑΪ ΚΟΥ

Βουνίσιο μονοπάτι με το άρωμα
από τα άνθη της δαμασκηνιάς.
Και ξαφνικά ο ήλιος ανατέλλει.

            *
Και καθρεφτίζεστε
μες στης δρακόμυγας το μάτι
ω βουνά.

            *
(Φούρου-ίκε για
Καουάτζου τόμπι κόμου
Μίτσου νο ότο.)

Στέρνα παλιά.
Πηδάει  ένας βάτραχος.
Ο ήχος του νερού*.

            *
Τέσσερις πύλες, τέσσερα τα δόγματα·
ένας ο ύπνος στο λαμπρό φεγγάρι.

*         
Στο θεϊκό καθρέφτη ούτ’ ένα ράγισμα·
αν και φυτρώνουν τα λουλούδια του χιονιού.

            *
Δαμασκηνιά φεγγαροφώτιστη
περίμενε
θά ’ρθει η άνοιξη.

            *
Άνοιξης μεσονύχτι, μα εδώ
στην ανθισμένη κερασιά είναι αυγή.

            *
Φωνές χαραδριών καλούν να δω·
γυρνώ και βλέπω τ’ αστροφώτιστο ακρωτήρι.

            *
Ξύπνησε πεταλούδα· είν’ αργά
κι έχουμε μίλια για να κάνουμε οι δυο μας.

            *
Κρίνα μπερδεύονται στα πόδια μου·
των σανταλιών μου άνθινοι ιμάντες.

            *
Άνθη της κερασιάς του Φουσιμί
χύσετε στα μανίκια μου δάκρυα της χαράς
τούτη τη μέρα της αντάμωσης.

__________

* Αρχαία στέρνα·
βάτραχος
πηδά εντός της:
Πλομπ.




ΑΡΑΚΙΝΤΑ ΜΟΡΙΤΑΚΕ (15ος αι. Ιαπ.)


Ένα λουλούδι πού ’πεσε στη γη.
Ξαναγυρίζει στο κλαδί;
Ω πεταλούδα.



ΙΣΣΑ (180ς αι. Ιαπωνία)


ΧΑΪ ΚΟΥ

Καλέ μου βάτραχε
αυτός που στέκεται μπροστά σου τώρα δα
είναι ο Ίσσα.

            *
Γιγάντια πυγολαμπίδα:
Κείνος ο δρόμος, τούτος, κείνος, τούτος, κείνος
και περνά.

            *
Αυτός ο κόσμος είναι μια σταγόνα
δροσιάς.
Μπορεί και να ’ναι μόνο μια σταγόνα
δροσιάς.
Κι όμως — κι όμως**.

______________
** Το έγραφε όταν πέθανε το παιδί του.


            *
Τι λέει ο πρώτος τζίτζικας;
Σκληρή
που ’σαι ζωή, ζωή, ζωή, ζωή.

            *
Έλα μπροστά στο ευγενικό το πεύκο
φώναξε τ’ όνομά σου, στο ρυθμό σου
κούκο.

            *
Λοιπόν πώς πήγε φέτος του Νικκό
το πανηγύρι, ω κούκο;

            *
Άκου, ω, άκου
όπως νερό σε κοιμισμένα αυτιά
το λάλημα του κούκου.

            *
Σε κάποιον άλλο κόσμο
μήπως και ήμουν ξάδερφός σου
κούκο;

            *
Μη φεύγεις, μη,
είμαι κι εγώ παρέα σου
ω κούκο.

            *
Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι
θα ’σουν στραμμένο έτσι δα
χρυσάνθεμο;

*
Όμορφα που ’ναι, όμορφα
από την τρύπια στέγη να κοιτώ
το Γαλαξία*.

            *
Μες στο καλύβι μου
κηλίδες ήλιου πρωινού.

            *
Του Βούδδα ο Νόμος
λάμπει κι επάνω στη δροσιά ενός φύλλου.

            *
Σκόρπιες οι δροσοστάλες, μα
της κόλασης οι σπόροι περασμένοι στην κλωστή.

            *
Όπου υπάρχουν άνθρωποι θα βρεις
μύγες και βούδδες.

          *
Ψύλλων δαγκώματα·
όμως η νιότη της κι αυτά
τα ομορφαίνει.

            *
Ένα χρυσάνθεμο
με φόντο το σωρό της κοπριάς.
Να μια σκηνή για σένα.

            *
Μέσα στον κόσμο μας·
η παρουσία της πεταλούδας·
τι βιασύνη.

            *
Αν και γερνώ
λουλούδια εσείς της κερασιάς
δε μ’ αποστρέφεστε.

            *
Κι όταν θα ’μαι νεκρός
γίνε φρουρός στον τάφο μου
ακρίδα.


___________________
*  Όμορφα πού ’ναι, όμορφα· 
από την τρύπια στέγη φαίνεται
ο Γαλαξίας.


ΑΡΧΑΙΑ ΕΔΔΑ (Παλαιά Ισλανδική ποίηση)

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ*

Κάποτε σε ταξίδι μακρινό
νέος και μόνος έχασα τον δρόμο μου.

Πλούσιος ένοιωσα που βρήκα κάποιον άλλο,
        ο άνθρωπος στον άνθρωπο δίνει χαρά.

Μια λέξη ευγενική χρειάζεται που δεν κοστίζει,
        ο έπαινος δεν είναι πράγμα ακριβό.
Με μία κόρα και μια άδεια κούπα
        στον εαυτό μου έγινα φίλος.

Δυο ξύλινα παλούκια έστεκαν στον κάμπο
        και κρέμασα επάνω τους τα ρούχα μου.
Ντυμένα εκείνα μοιάζαν να ’ναι από τζάκι
        μα εγώ γυμνός έμοιαζα να ’μαι ο Κανένας.

Πολύ νωρίς σε κάποια σπίτια έφτασα
        πολύ αργά σε κάποια άλλα.
Μου ’χε τελειώσει το κρασί και δίχως δώρα
        διόλου δεν είν’ ευχάριστος ο ξένος.

Άνθρωπος που σταθεί σ’ ένα κατώφλι
        προσεχτικός θα πρέπει να ’ναι πριν διαβεί.
Ποιος ξέρει από πριν το ποιοι εχθροί
        μπορεί να τον προσμένουν στο σαλόνι.

Χαιρέτισμα του κόσμου· ο ξένος έφτασε
         και σε ποια θέση θα καθήσει;
Είν’  απερίσκεφτος αυτός που ενώ μπαίνει
        σε πόρτες άγνωστες πιστεύει
Πως όλα πια θα παν καλά.

Φωτιά χρειάζετ’ ο νεόφερτος
        που ’ναι τα γόνατά του από το κρύο μουδιασμένα.
Φαΐ και ρούχα καθαρά χρειάζετ’ όποιος
        έχει τραβήξει πράματα σκληρά.

Νερό επίσης να πλυθεί προτού να φάει,
        πετσέτες κι ένα εγκάρδιο καλωσόρισμα.
Λόγια ευγενικά και ύστερα
        ευγενική σιωπή για να μπορέσει
Την ιστορία του να πει:


Κρέμομουν πληγωμένος στο ανεμόδεντρο
Μερόνυχτα εννιά
Με βέλος τρυπημένος και ταμένος στον Οντίν
                  και προσφερμένος
 από μένα
              σε μένα.
Κι ο πιο σοφός δεν ξέρει το πού φτάνουν
Οι ρίζες κείνου του πανάρχαιου σταυρού.

Κανείς δεν μου ’δωσε ψωμί μηδέ κρασί. Κοίταξα κάτω,
Πήρα τα ρουνικά κι αμέσως λύθηκα
Κι από το δέντρο εκείνο έπεσα
                                          εδώ
                                     ανάμεσά σας.

Αυτοί που κάθονται στο σπίτι σπάνια ξέρουν
        το χαρακτήρα εκείνου που ’χει μπει
Κι ο πιο κακός χωρίς αξία δεν είναι
        κι ο πιο καλός απ’ τους ανθρώπους αστοχεί.

Τούτα τα πράγματα έχω βρει σαν πιο καλά:
        Του ήλιου τη μορφή και τη φωτιά, κι ακόμα
Το να ’χεις την υγεία σου και το χάρισμα
         να μένεις απ’ τις έχθρες μακριά.

Σοφός δεν είναι ο πάντα σιωπηλός
Ή αυτός που λέει ακατανόητα λόγια.
Η γλώσσα η καλή όταν αρχίσει να μιλά
Γοητευμένη από το λόγο τραγουδάει.


ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

Η Τσβετάνκα Ελένκοβα από τη Σόφια (αρθρογάφος, ποιήτρια, κριτικός), καθώς επιστρέφαμε από τη Λευκάδα αργά τη νύχτα με το αυτοκίνητό μου, μουρμούριζε διπλα μου ένα τραγούδι στη γλώσσα της. «Λέγε το δυνατότερα αν μπορείς» της είπα, «έχει τόσο ωραίο σκοπό και ίσως επειδή δεν καταλαβαίνω καθόλου τη γλώσσα σου, καθώς σε ακούω, έχω την εντύπωση ότι μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι νεράιδες») Η Τσβετάνκα (είτε Τσβέτα), μου είπε το τραγούδι κανονικά. Μαγεύτηκα. Της ζήτησα να μου το μεταφράσει στα ελληνικά. Το έκανε όπως μπορούσε. Με τη σειρά μου εγώ προσπάθησα να το αποδώσω στα ελληνικά:

-Καλίνα γύρνα πίσω· θα διαβώ
 δάση που εσύ δεν θα μπορούσες να περάσεις
 τόσο πολύ ψηλά, τόσο πολύ πυκνά.

-Γεράκι εγώ θα γίνω να περάσω
 πάνω απ’ τα δάση τα πυκνά και τα ψηλά
 μέχρι να φτάσω στη δική σου αγκαλιά.

-Καλίνα γύρνα πίσω· θα διαβώ
 ποτάμι που εσύ δεν θα μπορούσες να περάσεις
 τόσο πολύ βαθύ, τόσο πολύ πλατύ.

-Ψάρι εγώ θα γίνω να περάσω
 όσο κι αν είναι το ποτάμι αυτό βαθύ
 όσο κι αν είναι το ποτάμι αυτό πλατύ.
 Σε σε θα φτάσω για να γίνω εγώ δική σου
 και να ’μαι πάντοτε και πάντοτε μαζί σου.

-Καλίνα γύρνα πισω κι άφησέ με
 γιατί μαζί μου δεν μπορείς εσυ να ’ρθείς.
 Αγκάθια ολόπυκνα, ψηλά πριν απ’ το σπίτι μου
 έχει που δεν μπορείς να τα διαβείς.

-Φίδι εγώ θα γίνω τρομερό
 και θα διαβώ μές απ’ τ’ αγκάθια τα πυκνά.
 Κοντά σου θά ’ρθω και γυναίκα σου θα γίνω
 πάντα εκεί μαζί σου για να μείνω.

-Καλίνα γύρνα πίσω κι άφησέ με.
 Γυναίκα έχω εγώ και δυο παιδιά.
 Μαζί μου δεν μπορείς εσύ να ρθείς.
 Δική μου εσύ να γίνεις δεν μπορείς.

-Γίνομαι αρρώστια και σκοτώνω τη γυναίκα σου
 και στα παιδιά σου μάνα γίνομαι γλυκειά
 αρκεί μαζί σου να ’μ’ εγώ παντοτινά.


ΡΕΜΠΩ (19ος αι. Γαλλία)
(με τη βοήθεια της Βάσως Δερμάνη)


ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑ


Ι
Ο Ήλιος η εστία της στοργής και της ζωής,
Σκορπάει την ολόθερμη αγάπη του στη γη
Κι όποιος ξαπλώσει στο λιβάδι οσμίζεται
Τη γη για γάμο ώριμη, τη γη να χύνει αίμα.
Και το πελώριο στήθος της στητό από μια ψυχή
Να ’ναι γεμάτο αγάπη όπως ο Θεός,
Να ’ναι γεμάτο σάρκα όπως η γυναίκα.
Να ’ναι γεμάτο από χυμό κι αχτίδες
Κι απ’ όλων των εμβρύων τη μεγάλη ταραχή.

Κι όλα αυξάνουν κι όλα ανεβαίνουν!

Ω Αφροδίτη, ω θεά!

Πώς νοσταλγώ τους χρόνους της αρχαίας νιότης!
Τους λάγνους σάτυρους, τους φαύνους, τους θεούς
Που από έρωτα δαγκώνανε τη φλούδα των κλαδιών
Κι ανάμεσα στα νούφαρα φιλούσανε τις νύμφες!
Τον χρόνο εκείνον νοσταλγώ που ο χυμός του κόσμου
Και το νερό απ’ τις πηγές και των φυτών το αίμα
Μέσα στις φλέβες του Πανός μετάγγιζαν το σύμπαν!
Που τα τραγίσια πόδια του εκάμνανε να τρέμει
Κάτω τους πράσινη η γη και που όταν φιλούσε
Γλυκά τον πολυκάλαμο αυλό του υμνολογούσε
Κάτω απ’ τον ουρανό τον Μέγα Έρωτα.
Που όρθιος μες στους αγρούς άκουγε ολόγυρά του
Τη Φύση ζωντανή να του αποκρίνεται.
Που τα βουβά κλαδιά λικνίζαν τα καλλίφωνα πουλιά·
Η γη κ’ η θάλασσα λικνίζανε τον άνθρωπο
Κι όλα τα ζώα αγαπούσαν, αγαπούσαν θεϊκά!
Τη μητρική Κυβέλη νοσταλγώ, τότε που όπως λένε
Παμέγιστη, πανέμορφη, σ’ ένδοξες μέσα πόλεις
Έμπαινε με πελώριο άρμα χαλκωματένιο
Και τα βυζιά της έχυναν στα πέρατα του κόσμου
Το ρεύμα το καθάριο τής απέραντης ζωής.
Τότε ακόμα τότε που ο Άνθρωπος
Ευτυχισμένος βύζαινε τους θείους της μαστούς
Κι έπαιζε σα μικρό παιδί στα γόνατά της.
Γιατ’ ήτανε αγνός ακόμη ο Άνθρωπος,
Ήταν ακόμα δυνατός και τρυφερός.
Μα όχι πια, μα όχι πια άλλοι θεοί!
Θεός και Βασιλιάς είναι ο Άνθρωπος!
Όμως ο Έρωτας, αυτός
είναι η Μεγάλη Πίστη.

II
Σε σένα μοναχά, σ’ εσέ πιστεύω!
Θαλασσινή Αφροδίτη μάνα θεϊκή!
Ω τι πικρός που έγινε ο δρόμος
Αφότου ο θεός των Χριστιανών
Μας έχει ζέψει όλους στο σταυρό του.
Σάρκα, λουλούδι, μάρμαρο, Αφροδίτη
Σε σένα μοναχά, σ’ εσέ πιστεύω!

Μα ναι, ο Άνθρωπος
Θλιμμένος είναι κι άσχημος, θλιμμένος
Κάτω απ’ τον απέραντο ουρανό.
Ντύθηκε ρούχα επειδή δεν είναι πια αγνός.
Λέρωσε το περήφανο και θεϊκό του στήθος.
Το σώμα του τ’ ολύμπιο στη βρώμικη δουλεία
Ζάρωσε όπως είδωλο ριγμένο στην πυρά.
Μα ναι, και μετά θάνατο, ο Άνθρωπος
Σε σκελετούς χλομούς θέλει να ζήσει,
Χλευάζοντας την πρώτη ομορφιά!
…………………………………………………..

III
Αν ξαναρχόταν ο καιρός που ήρθε κι έφυγε, αν ξαναρχόταν.
Γιατί ο Άνθρωπος τελείωσε! Ο Άνθρωπος
Έπαιξε πια όλους τους ρόλους!

Μα τη μεγάλη εκείνη μέρα, ο Άνθρωπος,
Έχοντας αποκάμει από το γκρέμισμα ειδώλων,
Λεύτερος από όλους τους θεούς, θ’ αναστηθεί
Κι όντας ουράνιος θα στραφεί στον ουρανό.
……………………………………………………

Κι όταν τον δεις να ατενίζει τον ορίζοντα τριγύρω
Περιφρονώντας τα παλιά του τα δεσμά, λευτερωμένος απ’ το
φόβο,
Θα ’ρθεις την άγια Λύτρωση εσύ να του προσφέρεις
Κι αχτιδοβόλα, υπέροχη, Αφροδίτη, θ’ ανατείλεις
Μεσ’ από την απέραντη τη θάλασσα
Ρίχνοντας μες στα σύμπαντα τον Έρωτα
Με το αιώνιο και γλυκό χαμόγελό του.
Ο Κόσμος πια θα πάλλεται σα μια τεράστια λύρα
Στο τρέμισμα του απέραντου φιλιού.



ΟΥΩΛΤ ΟΥΙΤΜΑΝ (19ος αι. Η.Π.Α)

ΦΥΛΛΑ ΧΛΟΗΣ
(αποσπάσματα)

Όλα για μένα είναι γραφή.
Και να ερμηνεύω πρέπει τη γραφή.
Ξέρω πως είμ’ αθάνατος. Υπάρχω  
έτσι όπως είμαι. Και μου αρκεί.
Κι αν μες στον κόσμο ουτ’ ένας δεν το ξέρει, μου ’ν’ ευχάρι­στο.
Κι αν ο καθένας κι όλοι τους το ξέρουν, μου ’ν’ ευχάριστο.
Το ξέρει πάνω απ’ όλα ένας κόσμος
που ’ναι ασύγκριτα για μένα πιο μεγάλος.
Κι αυτός ο κόσμος είν’ ο εαυτός μου.

*
Πιστεύω στις ορέξεις και στη σάρκα·
όραση, ακοή, αφή,
είναι για μένα θαύματα.
Και κάθε μέλος του κορμιού μου, κάθε ίνα μου, είναι θαύμα.

*
Μέσα μου κι έξω είμαι όλος θεϊκός
κι ό, τι αγγίζω ή μ’ αγγίζει τ’ αγιάζω.
Η μυρουδιά απ’ αυτές μου τις μασχάλες είναι άρωμα
πιο εκλεκτό απ' όποια προσευχή.
Και το κεφάλι μου αυτό είναι πιο πάνω
απ’ όλες τις γραφές, τις εκκλησίες και τα δόγματα.

*
Αν θέλεις φίλε όντως να με νοιώσεις
πήγαινε στ’ ακρογιάλια ή στο βουνό.
Το πρώτο έντομο που θα ’βρεις εκεί πέρα
αποτελεί και μια μου ερμηνεία.
Μια στάλα, ένα κύμα, είναι κλειδί·
το χειροπρίονο, το κουπί, βοηθούν τα λόγια μου.

*
Ούτ’ αίθουσες κλειστές, ούτε σχολεία
μπορούν μαζί μου να επικοινωνήσουν·
όμως μπορούν οι άξεστοι και τα μικρά παιδιά.
Και λέω στην ανθρωπότητα. Μην έχεις
την περιέργεια αυτή για το Θεό.
Γιατί εγώ πού ’μαι περίεργος για όλα, ουδόλως έχω
την περιέργεια αυτή για το Θεό.

*
Ακούω και βλέπω το Θεό σε κάθε πράγμα,
όμως δεν εννοώ
κι ούτε καταλαβαίνω πως μπορεί να υπάρχει κάτι θαυμαστότερο
            απ’ τον ίδιο εμένα.



ΚΑΜΜΙΓΚΣ (20ος αι. Η.Π.Α)


αγάπη μου βασίλειο τα μαλλιά σου
και βασιλιάς τους είναι το σκοτάδι
το μέτωπό σου ιπτάμενα λουλούδια
η κεφαλή σου ένα δάσος ζωντανό
γεμάτο κοιμισμένα είναι πουλιά
τα στήθια σου είναι σμήνη από μέλισσες λευκές
επάνω στο κλωνάρι του κορμιού σου
για μένα το κορμί σου είν’ Απρίλης
και στις μασχάλες σου η άνοιξη που έφτασε.

τα μπούτια σου είναι άλογα λευκά
ζεμένα σ’ ένα άρμα βασιλέων·
του ποιητή ο έξοχος ρυθμός·
ανάμεσά τους το γλυκύτατο τραγούδι

αγάπη μου
μια θήκη είναι το κεφάλι σου γεμάτη
από τα κρύα κοσμήματα του νου σου·
η κόμη σου αυτή πολεμιστής ακατανίκητος·
στους ώμους τα μαλλιά σου ένας στρατός
χτυπώντας νικηφόρες σάλπιγγες

τα πόδια σου είναι δέντρα του ονείρου
που δε μπορείς να λησμονήσεις τους καρπούς τους

τα χείλη σου σατράπες της πορφύρας
που στο φιλί τους ανταμώνουν βασιλείς
και των χεριών σου οι καρποί είν’ ιεροί
του αίματός σου κλειδοκράτορες
τα πόδια σου εκεί στους αστραγάλους σου
είναι λουλούδια σ’ ασημένιο βάζο

η ομορφιά σου είναι το δίλημμα του φλάουτου
οι οφθαλμοί σου είναι η ψευδαίσθηση
από τα κουδουνάκια που ακούγονται
εκεί μες στους καπνούς του θυμιατού.



ΞΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ


ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ  20ος αι.
(Σε μετάφραση Παπαδίτσα και Γονατά)

ΤΟ ΜΑΤΙ

Σε κοιτάω που με κοιτάς μάτι μου
ανέβηκες δεν ξέρω από πού
στην επιφάνεια του προσώπου μου
με το αγέρωχο βλέμμα των λιμνών
και τη διάφανη εντολή των καθρεφτών
με κοιτάζεις
σχεδόν πιο έκπληκτο κι από το μάτι της τσίχλας ή το μάτι του φρύνου
γεμάτο μεταφυσικό τρόμο
καίγοντας με την παγερή φωτιά των πρώτων λίθων
ώ κύκλε μαγικέ, μάτι του κάθε όντος
μάτι ηφαίστειου καταφλογισμένου από αίματα νοσηρά
μάτι αυτού του μαύρου λωτού
που αναδύεται από τα τη γαλήνη του ύπνου.
Μάτι διαμάντι λαξεμένο σε τριανταέξη επίπεδα
ατενίζοντας τις εκατοντάδες στάσεις του θανάτου.
Το σύμπαν γυρνά ολόγυρά σου.
Μάτι πρισματικό που σκορπίζεις τα μάτια των άστρων
παρασέρνοντας φωτονεφέλες ματιών στη μανία σου
και ροδώνες ματιών σκεπασμένων ακόμη με βλέφαρα κοιμισμένα,
δίχτυα ματιών από την τρίσβαθη θάλασσα.
Μάτι μαγνητικό όπου οι χειμώνες υπνωτισμένοι σμίγουν
όπου οι νυχτοκόρακες τελειώνουν το ταξίδι τους
όπου τσαμπιά φεγγάρια σβήνουν· μάτι του προσώπου μου
ω παντοδύναμο
σ’ αυτό το μάτι μέσα έριξα όλα τ’ άγια μου λείψανα
το χρυσό ρολόι του παππού μου και τους καρπερούς ήλιους των εγγονών μου.
Το παν είναι κλεισμένο σ’ αυτή την άβυσσο
με τις χιλιόχρωμες ανταύγειες.
Άβυσσο μεγάλη ίσια μ’ ένα φουντούκι του κρύσταλλου
Ένα κρύσταλλο αγνότερο κι από την πηγή αυτού του πρωινού
μια αγνότητα απόσταγμα
χιλιάδων χρόνων πετροκάρβουνου και νύχτας
και στο κέντρο της γύρω φτερουγίζει
ο προπατωρικός σκαραβαίος.
κατεβαίνω κατεβαίνω τη σκάλα των συνθετικών ύπνων
προς τον κόσμο του αχάτη
όπου αναπαύεται η μήτρα ανάμεσα στη σάρκα του μαλαχίτη
από σκαλί σε σκαλί συντρίβω
κρανία θεών κι αυγά του μέλλοντος
αναζητώντας την ημέρα στο βυθό των καθρεφτών.




ΠΙ ΤΣΟΥ ΓΙ 772-846 (Σε μετάφραση Όμηρου Μπεκέ)

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ


Έφυγε, πάει, κι άφησε ξωπίσω της μαράζι
το καθρεφτάκι της κι αυτό
σαν έπαψε να χαίρεται την ομορφιά της μοιάζει
με χεινοπωρινό νερό δίχως λωτό.

Πέρασε χρόνος που άφησε την πίκρα της εδώ
Η σκόνη τώρα σκέπασε τον μπρούτζο του καθρέφτη.
Σήμερα πια τον σκούπισα μονάχα για να δω
ποια λύπη από την όψη μου την κουρασμένη πέφτει.
Δε βάσταξα, τον άφησα…Τι πίκρα, οι σκαλισμένοι
οι δύο δράκοι πάνω του πού ’ναι αγκαλιασμένοι.



ΛΙ ΤΑΙ ΠΟ  (Σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη από
CANTO TOY EZRA PΟUND)

ΓΡΑΜΜΑ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

Στο Σο Kιν απ’ το Ρακουγιό, παλιό μου φίλο , Καγκελάριο του Γκεν.
Τώρα θυμάμαι πού ’χτισες για μένα μια ταβέρνα
Στου γιοφυρού το Νότιο πλάι στο Τεν Σιν.
Με κίτρινο χρυσάφι κι άσπρα διαμαντικά πλερώναμε τα γέλια και τα τραγούδια
Και μήνα το μήνα μεθυσμένοι ξεχνούσαμε ρηγάδες και ρηγόπουλα.
Από τη θάλασσα κι από τα σύνορα απ’ τη Δύση, μας έφερνε το ρέμα έξυπνους ανθρώπους
Και μαζί τους και πριν απ’ όλους μαζί σου
Τίποτε δεν γινότανε με διγνωμιά,
Και δεν λογάριαζαν ταξίδια μήτε βουνού μήτε πελάγου
Φτάνει μονάχα να ’μπαιναν σ’ εκείνη την παρέα
Κι όλοι μας ανοίγαμε καρδιά και νου σταράτα και χωρίς καημό.
Και τότες μ’ έστειλαν στο Νότιο Βέι να πλαντάξω μέσα σε δάση δάφνες
Κι εσένα στου Ράκου χόκου το βοριά
Όσο που δεν μας έμεινε τίποτε πια να μοιραστούμε παρά στοχασμοί και θύμησες.
Και τότες, όταν κατάντησε αβάσταχτος ο χωρισμός
Σμίξαμε και ταξιδέψαμε στο Σεν Γκο
Μέσα στις τριανταέξι δίπλες του νερού που γυρίζει και στρίβει,
Σ’ ένα λαγκάδι με τα χίλια λαμπερά λουλούδια,
Αυτή ήταν η πρώτη λαγκαδιά·
Κι έπειτα δέκα χιλιάδες λαγκαδιές γεμάτες φωνές και πευκανάσες.
Και μ’ ασημένια χάμουρα και γκέμια μαλαματένια,
Ξεπρόβαλεν ο προύχοντας του Καν της Ανατολής κ’ η συντροφιά του.
Ήρθε ακόμα κι ο «Αληθινός» του Σι γιο να με συναπαντήσει
Παίζοντας μια διαμαντοστόλιστη σύριγγα.
Στα ιστορισμένα σπίτια του Σαν Κο μας έπαιξαν κι άλλη μουσική Σεννίν
Χίλια όργανα σαν τα ξεπεταρούδια του φοίνικα.
Ο προύχοντας του Καν Τσου μεθυσμένος, χόρευε γιατί με τέτοια μουσική
Δεν θέλανε να μείνουν ήσυχα τα φαρδομάνικά του
Κι εγώ ντυμένος στο μετάξι, έγειρα να κοιμηθώ με το κεφάλι στον ποδόγυρό του,
Κι ο νους μου τόσο ψηλά φτερούγιζε πέρα απ’ τα ουράνια,
Και πριν τελειώσει η μέρα είχαμε σκορπίσει σαν τ’ άστρα και σαν τη βροχή.
Έπρεπε να πάω στο Σο, μακριά, πέρα απ’ τα νερά.
Εσύ πίσω στο γιοφύρι σου στο ποτάμι.

Κι ο πατέρας σου που ήταν ανδρείος σαν το λεόπαρδο
Ήταν διοικητής στο Χέι Σου και δάμασε τον βάρβαρο όχλο.
Και κάποιο Μάη σ’ έστειλε να μ’ έβρεις κι ας ήταν μακρύς ο δρόμος
Και τι; με σπασμένες ρόδες και τα ρέστα, πώς να μην το πω σκληρό ταξίδι,
πάνω σε στράτες στριμμένες σαν άντερα κριαριού.
Κι εγώ πήγαιν’ ακόμη στο έβγα του χρόνου, μέσα στον κοφτερόν αγέρα απ’ το βοριά,
Και λόγιαζα πόσο λίγο ψήφιζες την πλερωμή
και συ την ψήφιζες αρκετά για να την πλερώσεις.
Και τι υποδοχή;
Ποτήρια από κόκκινο ιχάδι, φαΐ καλοβαλμένο σε μαβί τραπέζι διαμαντοστόλιστο,
Κ’ ήμουνα μεθυσμένος και δεν μου πέρναε γνώμη γυρισμού.
Και συ περπάταγες μαζί μου κατά τη δυτική γωνιά του καστελιού
Στο δυναστικό ναό, με νερό τριγύρω σαν ιχάδι μαβί
Με βάρκες που έπλεαν και τον ήχο των συρίγγων και των τυμπάνων,
Με κυματάκια σα λέπια δράκοντα φεύγοντας γρήγορα πάνω στο νερό,
Και βάσταγε η χαρά κι οι εταίρες πηγαινοέρχονταν ανεμπόδιστα,
Με τ’ άνθη της ιτιάς που πέφταν σαν το χιόνι
και τα φτιασιδωμένα κορίτσια ερχόντουσαν στο κέφι καθώς έπαιρνε να βασιλέψει,
Και το νερό σαράντα οργιές βαθύ καθρέφτιζε πράσινα ματόφρυδα
-Φρύδια βαμμένα πράσινα είναι όμορφα να τα βλέπεις στο νέο φεγγάρι
Με χάρη βαμμένα-
Και τα κορίτσια ρίχνοντας το τραγούδι η μια στην άλλη
Χορεύοντας μέσα σε διάφανο μετάξι,
Κι ο αγέρας σηκώνοντας το τραγούδι και κόβοντάς το,
πετώντας το ψηλά κάτω απ’ τα νέφη.
Και όλα τούτα φτάνουν σ’ ένα τέλος
Και μήτε που θα τα ξαναβρούμε πια.
Πήγα στην αυλή να μ’ εξετάσουν
Δοκίμασα την τύχη του Λαγιού, πρόσφερα του Τσογιό το τραγούδι,
Δεν πέτυχα προβιβασμό
και γύρισα πίσω στα βουνά της ανατολής Ασπρομάλλης
Ύστερα σμίξαμε πάλι μια φορά στο γιοφύρι, στου νοτιά το κεφαλάρι
Κι έπειτα σκόρπισε η παρέα, κίνησες κατά το βοριά στο παλάτι του Σαν,
Κι αν με ρωτάς για τον καημό του αποχωρισμού:
Είναι σαν τα λουλούδια όταν πέφτουν στο έβγα της άνοιξης
Σμιγμένα κλωθογυρίζοντας μ’ ένα στροβίλισμα.
Τι να τα κάνεις τα λόγια, δεν έχουν τέλος τα λόγια
δεν έχουν τέλος τα όσα κλείνουμε στην καρδιά.
Φωνάζω το παιδί,
του λέω να γονατίσει εδώ
να σφραγίσει τούτο
Που στέλνω χιλιάδες μίλια αλάργα, συλλογίζοντας.



ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΑΡΜΕΝΙΑΣ
(Σε διασκευή Λίνας Νικολακοπούλου)

ΠΑΡΑΠΟΝΟ (Yar Ko Parag)

Βαριά βραχιόλια οι λύπες
πως μ’ αγαπάς δεν είπες.
Το ’χω παράπονο μάνα μου στόμα μου
κι ας πέθαινε το σώμα μου.

Δεν θέλω φως μου κόσμο
στα χείλη μου έχω δυόσμο.
Το ’χω παράπονο πάρε μου, ζήτα μου
της λησμονιάς σαΐτα μου.

Σου στέλνω μ’ ένα γράμμα
του φεγγαριού τη λάμα.
Πάρτη και χτύπα με μάνα μου, τρέλα μου
κι αν κλαίει η ψυχή μου γέλα μου.


Η ΞΕΝΙΤΙΑ (Bingeol)

Ψηλά βουνά κι εσείς των άστρων θωριές
ποτάμια αχνά, ελάτια, δάφνες, μυρτιές.
Την καρδιά μου ωχ φωτιά μου, όποιος δει
να της πει να ’ρθει κοντά μου μην αργεί.
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη.

Φαράγγια υγρά κι εσείς των δράκων σπηλιές
αετών φτερά κι ανέμων μαύρες φωλιές.
Την καρδιά μου ωχ φωτιά μου, όποιος δει
να της πει να ρθει κοντά μου μην αργεί.
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη.

Αηδόνι εσύ, πλανεύτρα στάχτη που καις
με ποιο κρασί μεθάει τα μάτια του πες.
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη.


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ,  20ς αι. Τουρκία.
(Σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου)


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ


Τα τραγούδια των ανθρώπων είναι πιο όμορφα απ’ τους ίδιους
πιο βαριά από ελπίδα
πιο λυπημένα
πιο διαρκή.

Πιότερο απ’ τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα.
Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω
όμως ποτέ χωρίς τραγούδια.
Μού ’τυχε ν’ απιστήσω κάποτε
στην πολυαγαπημένη μου
όπως ποτέ μου στο τραγούδι που τραγούδησα γι’ αυτήν
ούτε ποτέ και τα τραγούδια μ’ απατήσανε.

Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους
πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.

Σ’ αυτό τον κόσμο τίποτε
απ’ όσα μπόρεσα να πιω
και να γευτώ
απ’ όσες χώρες γνώρισα
απ’ όσα μπόρεσα ν’ αγγίξω
τίποτε, τίποτε
δε μ’ έκανε έτσι ευτυχισμένον
όσο τα τραγούδια.


ΔΕ ΜΑΣ ΑΦΗΝΟΥΝΕ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΟΥΜΕ

Ρόμπσον, δε μας αφήνουνε να τραγουδήσουμε.
Εσύ κανάρι μου με αητού φτερούγες
Μαύρο μου αδέρφι εσύ με μαργαριταρένια δόντια
Δε μας αφήνουν τα τραγούδια μας να ντελαλήσουμε,
Φοβούνται Ρόμσον
Φοβούνται την αυγή, φοβούνται και να βλέπουν
Φοβούνται και ν’ ακούν, φοβούνται και ν’ αγγίζουν
Φοβούνται ν’ αγαπάνε
Φοβούνται ν’ αγαπάνε με μια τέτοια φλόγα όπως αγάπησε ο Φερχάτ
(Και βέβαια θα ’χετε κι εσείς μαύρα μου αδέρφια
έναν Φερχάτ – πώς τόνε λέτε Ρόμσον;).
Φοβούνται και το σπόρο και της γης
Φοβούνται το νερό που τρέχει
Φοβούνται και τη θύμηση.

Το χέρι φίλου που δεν καταδέχεται
μήτε και σκόντο μήτε ποσοστά μήτε κι αναβολή
σάμπως ένα ζεστό πουλί
ποτές δεν θα ’ναι το δικό τους χέρι.
Φοβούνται την ελπίδα Ρόμσον.
Φοβούνται την ελπίδα.
Φοβούνται καναρίνι μου μ’αητού φτερούγες.
Φοβούνται Ρόμπσον τα τραγούδια μας.


ΕΧΩ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Έχω ένα δέντρο μέσα μου
που το φυτό του το κουβάλησα απ’ τον Ήλιο
Ψάρια φωτιάς τα φύλλα του λικνίζονται
Σαν τα πουλιά οι καρποί του κελαηδάνε.


ΕΤΟΥΤΗ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΝΟΤΟ

            Ι
……………………………………………

Τις νύχτες ο ουρανός σα θερισμός μοσχοβολάει
Τις νύχτες κατεβαίνει ουρανός στη σκονισμένη, στεγνή στράτα
Είμαι πασαλειμμένος όλος άστρα.


Στη θάλασσα, στην άμμο, στη λιακάδα, στις μηλιές και στ’ άστρα
Συνήθισα τριαντάφυλλό μου,
Συνήθισα στ’ αλήθεια
Όμως του μισεμού σημαίνει η ώρα, σμίγοντάς με
Με τη λιακάδα, με τη θάλασσα, την άμμο, τις μηλιές και τ’ άστρα.

            ΙΙ

Η θλίψη είναι στην πλάτη μου
Σάμπως πουκάμισο από ύφασμα χοντρό
Πλυμένο σε θαλασσινό νερό
Με τραχιά βούρτσα.
Πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου που ο άνεμος τη σάρωσε
Και μες σε τούτο το χωριό του Νότου, αδιάκοπα
Ο ήλιος ωρίμασε, κοκκίνισε και παραδόθηκε
Στων κορασίδων την καρδιά και στων βερύκοκκων.

            ΙΙΙ

Σα χοντρές στάλες από μέλι οι μέλισσες
Στον ήλιο κουβαλούν κληματαριές
Φτάσαν από τη νιότη  μου βομβίζοντας
Καθώς και τούτες οι μηλιές από κει φτάνουνε
Ετούτες οι βαριές μηλιές
Ετούτη η στράτα με τη χρυσωμένη σκόνη
Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στου αγρού το μάκρος
Η πίστη μου όλη στα τραγούδια
Η έλλειψη φθόνου στην καρδιά μου.
Ετούτη η μέρα η ασυννέφιαστη φτάνει κι αυτή από κει
Ετούτη η μέρα η γαλανή
Η θάλασσα η ολόγυμνη, η ζεστή, στη ράχη πλαγιασμένη
Ετούτην η νοσταλγία
Κι αυτά τα δόντια τα στιλπνά σ’ αυτό το στόμα
Από τη νιότη μου έχουν φτάσει
Σ’ αυτό το χωριουδάκι του Καυκάσου
Στων μελισσών το στόμα
Σα χοντρές στάλες μέλι
από τη νιότη μου έχουν φτάσει


Από τη νιότη μου, λησμονημένη κάπου
Κάπου χωρίς ποτέ να τη χορτάσω.

                                    ΙV

Πάνω απ’ τη θάλασσα το σύννεφο γαλάζιο
Πάνω στη θάλασσα ασημένιο το καράβι
Μέσα στη θάλασσα πορτοκαλί το ψάρι
Μες στο βυθό της θάλασσας γλαυκό το φύκι
Στης θάλασσας τη άκρη συλλογιέται ορθός
ένα άντρας γυμνός:

Μη θα ’πρεπε να ’μαι το σύννεφο
Ή μήπως το καράβι;
Μη θα ’πρεπε να ’μαι το ψάρι;
Ή μήπως το γλαυκό το φύκι;
Εχ, μήτε τόνα μήτε τ’ άλλο, μήτε το ’να μήτε τ’ άλλο
Θα ’πρεπε να ’σαι η θάλασσα λεβέντη μου
Μαζί το σύννεφό της, το καράβι της, το ψάρι της, το φύκι.