Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΤΟ «ΑΧ» ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011


 
 
        Ε Ι Δ Η Σ Ε Ι Σ



TΗΛEΦΩNΩ ΣTOYΣ ΦIΛOYΣ

Τηλεφωνώ στους φίλους· όλοι εργάζονται.
Σ’ αυτό τον κόσμο ρε γαμώ το δηλαδή
μόνο εγώ κι ήλιος τεμπελιάζουμε;


 ΔΩΔΕΚΑ ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ήλιε μου κυκλική αχτινωτή σιωπή
Ήλιε καθρέφτη στη γαλάζια φυλακή

Ήλιε λουλούδι του απόκρημνου καιρού
Ήλιε κεφάλι του αρχαγγέλου ποταμού

Ήλιε μου φινιστρίνι τ’ ουρανού
Ήλιε ακάνθινο στεφάνι μου

Ήλιε κουβάρι με το νήμα του φωτός
Ήλιε μου λόγος ο απόλυτος

Ήλιε χρυσό χτενάκι του βουνού
Ήλιε κεφάλι του προγόνου πετεινού

Ήλιε παντού τα βέλη σου πετάς
Κι ούτ’ ένας που να μην τον αγαπάς


ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΗΛΙΟΣ

Κι εγώ που ’μαι ο πρώτος μες στους πλούσιους,
φτωχότερος κι από τον πιο φτωχό,
μ’ αυτό το νόμισμα του Ήλιου που καμμιά
τράπεζα δεν μπορεί να εξαργυρώσει.*

____________
*Απρόσμενη παρέμβαση της Μούσας κι εντέλει λύση του προβλήματος:

Ρίξε το μέγα νόμισμα στης Δύσης το παγκάρι
κι εγώ πού ‘χω δικράνι μου χρυσό το νιο φεγγάρι
σα να ’ταν κέρματα ψιλά θα τα μαζέψω τ’ άστρα
για να τα ρίξω στου Βορρά τις στέρνες και τα κάστρα
και στο χτισμένο από βουνά προγονικό σου αμπάρι..

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

Κοιτάζω στον καθρέφτη θάλασσα
 και βλέπω εμένανε το ψάρι.
Κοιτάζω στον καθρέφτη ουρανό
 και βλέπω εμένανε τον Ήλιο.
(Φύκια τα σύννεφα και ψάρι ο Ήλιος)
Κοιτάζω στον καθρέφτη ουρανό
 και βλέπω εμένανε τα άστρα.
O Γαλαξίας είναι το ποτάμι τ’ ουρανού.
Μέσα στου Γαλαξία τα νερά είμ’ ένα ψάρι.
Μέσα στου Γαλαξία τα νερά
ψαρεύω
μ’ ένα Ψ
τον εαυτό μου.



ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ

            (Μια συνέντευξη του Γιάννη Υφαντή, στον Σωτήρη Τηγανίτα -μέλος του «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»-).


-Γιάννη σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες να διαβάσω το ημερολόγιό σου, το αναφερόμενο στο ταξίδι σου στην Αθήνα και στα επεισόδια με τους ληστές των διοδίων.
-Σωτήρη αυτή η οδός που κατάντησε να είναι η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ, πρέπει να ξαναγίνει η ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ.

-Μα γι’ αυτό θέλω να μιλήσουμε. Μες από ερωτήσεις κι απαντήσεις γίνεται πιο εύληπτο αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Έτσι νομίζω.
Λοιπόν, πώς βρέθηκες στην Αθήνα; Δεν πας συχνά τελευταία. Γιατί; Η τελευταία φορά ήταν όταν πήγαμε με το δικό μου αυτοκίνητο. Γιατί δεν παίρνεις λεωφορείο;
-Δεν παίρνω λεωφορείο γιατί αναγκάζομαι σχεδόν πάντα να μαλώνω με τον οδηγό που απαιτεί, για τέσσερις συνεχόμενες ώρες  ν’ ακούω με το ζόρι (και να υποφέρω) τραγούδια που 99% είναι σκιλέ είτε χαζοσκιλέ. Αλλά και Μπετόβεν να έβαζε, δεν γίνεται να τον ακούω με το ζόρι.
Δεν πάω συχνά στην Αθήνα γιατί δεν έχω χρήματα. Οι εκδότες που μου χρωστούν χιλιάδες ευρώ δεν μου τα δίνουν, επειδή γνωρίζουν ότι πίσω τους έχουν ένα σύστημα που προστατεύει τον δυνατό, επειδή γνωρίζουν ότι ανήκουν σ’ εκείνο τον κύκλο που περιβάλει τις ελληνικές κυβερνήσεις, στον οποίο όποιος βρίσκεται εντός, χαίρει άκρας προστασίας και ασυλίας… Η διαφθορά στη χώρα τούτη που στην ουσία, γίνεται εντέλει εσχάτη προδοσία, έχει τόσες μορφές, που αδυνατεί ο ευρισκόμενος στα μετόπισθεν Έλληνας να την υποψιαστεί.

-Τώρα πώς βρέθηκες στην Αθήνα;
-Στις αρχές του Μαρτίου, μου τηλεφωνούν από την Αθήνα. Μου ζητούν, να συμμετάσχω στην «Παγκόσμια Μέρα Ποίησης» (21η Μαρτίου), απαγγέλοντας ποιήματά μου στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη.
Ήμουν στη Λευκάδα, στο καταφύγιό μου, όταν μου τηλεφώνησαν. Τους είπα «ευχαρίστως αν μου πληρώνετε τη βενζίνα».
«Και βέβαια θα σας πληρώσουμε την βενζίνα» μου απάντησαν. Ε λοιπόν πήγα.

-Και ποια ποιήματα απήγγειλες. Το λέω αυτό γιατί τα ποιήματα όπως τα είδα στο ημερολόγιό σου, έχουν νομίζω πολύ σχέση με τα υπόλοιπα που θα πούμε.
-Θεώρησα καλό να τους διαβάσω (γιατί ήσαν κι άλλοι που διάβαζαν), δυο μόνο ποιήματα. Ένα μικρό κι ένα των δύο σελίδων. Το μικρό το εμπνεύστηκα από ένα κόκκινο ζωύφιο και το λέω ΤΕΛΕΙΑ ΜΕ ΠΟΔΙΑ. Όμως το επέλεξα γιατί ταξίδεψα οδηγώντας ένα κόκκινο punto. Punto στα ιταλικά σημαίνει τελεία. Ταξίδεψα δηλαδή μέσα σε μια κόκκινη

TEΛEIA ME ΠOΔIA

Ένα ζωύφιο περπατά πάνω στο χάρτη αυτού του βράχου.
Είναι μια κόκκινη τελεία με πόδια.
Περπατά.
Δε σταματάει· περπατά· γιατί το τέλος
του Κόσμου
            βρίσκεται
                        παντού
και μια τελεία που περπατά
δεν ξέρει που να σταματήσει.

-Και το άλλο ποίημα;
Το άλλο λέγεται ΕΡΧΟΜΑΙ. Το επέλεξα γιατί με αυτό έλεγα με ποιητικό τρόπο από πού έρχομαι:


            EPXOMAI

Δεν ξέρω αν ο Pίτσος ή ο Όμηρος
είναι που μ’ έπεισε να μπω στον Δούρειο Ίππο
έχοντας μόνο ένα σπαθί κι έναν καθρέφτη.

Έρχομαι από την έρημο εκεί όπου η άμμος
είναι η συντριβή κάθε μορφής.

Έρχομαι από τις Άρκτους, κουβαλώντας
ένα τσουβάλι άστρα και κρατώντας
στο χέρι μου μια μάσκα φεγγαριού.

Έρχομαι απ’ το καλύβι το πλεγμένο μ’ αστραπόκλαδα.
Έρχομαι από ’να σπίτι καμωμένο από καθρέφτες.

Έρχομαι απ’ το φαράγγι το κυρτό όπως σπαθί
μισό από χιόνι και μισό από λουλούδια.

Έρχομαι από τις όχθες του βουνίσιου ποταμού
εκεί που καταρράχτες ασκητές
στέκονται όρθιοι μες στα πέτρινα πιθάρια.

Έρχομαι απ’ το Βορρά· με παγοπέδιλα
δυο μισοφέγγαρα, γλιστρούσα διαρκώς
πάνω στα χιόνια τρεις χιλιάδες χρόνια.

Έρχομαι απ’ των Tατάρων τις ορδές· είμαι ο στρα­τιώ­της
που ’σφαξε τον Aττάρ κ’ είμαι επίσης
ο ί­διος ο Aττάρ και το μαχαίρι που τον έσφαξε.

 Έρχομαι απ’ το μαύρο γαλαξία των μυρμηγκιών που παρασέρνει
μια πεταλούδα πεθαμένη σα να είναι
ιστιοφόρο αγγέλου σα να είναι
ο Ίκαρος μετά από την πτώση του.

Έρχομαι απ’ την Ελλάδα που με χέρι
την Πελοπόννησο ξαμώνει και σκορπά
γύρω της τα νησιά για να μην είναι
μόνη της απλωμένη μες στη θάλασσα.

Έρχομαι από την τρύπα ενός σάπιου κλωναριού
όπου ιερουργούσα με στολή άγριας μέλισσας
είτε φορούσα άμφια πεταλούδας.

Έρχομαι από το σούρουπο εκεί
της Θεσσαλίας, όπου βόσκησα
για χίλια χρόνια ένα κοπάδι από φωτιές.

Έρχομαι απ’ το βιβλίο του Αναξίμανδρου· σ’ αυτό
βρίσκομαι πάντα όπου κι αν πηγαίνω.

Mε ρώτησαν από που έρχομαι.
Tι να τους έλεγα;
Δεν θα με καταλάβαιναν
και τότε
θα μ’ οδηγούσανε δεμένο στον ψυχίατρο.

«Έρχομαι» είπα, έτσι απλά, «απ’ το Αγρίνιο»,
κρύβοντας μες τη λέξη αυτή όσο μπορούσα
το “άγριος”, το “νι”, και προ παντός
το “ο”, που ’ναι πηγάδι και παγίδα,
σπίτι μου και καθρέφτης και λαβύρινθος (μα ναι
ο πιο πολύπλοκος λαβύρινθος κι ας φαίνεται
τόσο απλό, ένα μικρό δαχτυλιδάκι).

-Ύστερα; Έμεινες πολύ στην Αθήνα;
-Οι άνθρωποι μου έδωσαν 100 ευρώ για τη βενζίνα κι εγώ έμεινα για μερικές μέρες στην Αθήνα, ώστε με την ευκαιρία που βρέθηκα εκεί, να συναντήσω φίλους και να παραβρεθώ σε κάποιες ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις.
Κοιμώμουν κι έτρωγα δωρεάν στην ταβέρνα των Εξαρχείων «Άμα λάχει» και στης αδερφής μου.
Μα ήρθε η ώρα να γυρίσω. 1η Απριλίου, Παρασκευή. Τα χρήματα που είχα ήσαν μόνο 4,50 ευρώ. Μου τα έδωσε η αδερφή μου για να πιω έναν καφέ στο δρόμο. Παλαιότερα μου έβαζε στην τσέπη πενηντάρια και κατοστάρικα. Τώρα 4,50 ευρώ, γιατί είναι πολύ στρυμωγμένη οικονομικά. Καταλαβαίνεις, κι αν ακόμα ήθελα να πληρώσω διόδια, δεν είχα. Έτσι αποφάσισα να περάσω (όπως κάνω τελευταία) χωρίς να πληρώσω, είτε σηκώνοντας τη μπάρα, είτε ακολουθώντας τον προηγούμενο που σταμάτησε να πληρώσει, σα να είμαι η καρότσα του.
     
Στα πρώτα διόδια περνώ ακολουθώντας τον προηγούμενο. Στα δεύτερα το ίδιο. Όμως πιο κει, στα δεξιά με σταμάτησε η τροχαία.
«Κύριε δεν μ’ ενδιαφέρει αν δεν πληρώνετε τα διόδια, εγώ είμ’ εδώ για παραβάσεις. Και κάνατε παράβαση».
«Ποια παρακαλώ;».
«Δεν κρατήσατε απόσταση ασφαλείας από τον προηγούμενο. Έτσι αν φρέναρε ο προηγούμενος θα προκαλούσατε δυστύχημα».
«Ποιο δυστύχημα; Τη δική μου ζωή βάζω σε κίνδυνο… Αν φρενάρει το φορτηγό, θα πάθει τίποτε ο οδηγός του φορτηγού; Εξ’ άλλου, αν υπάρχει παράβαση εδώ, το ίδιο το κράτος με αναγκάζει να την κάνω… που μου φέρνεται σαν Οθωμανός κυρίαρχος, αναγκάζοντάς με να πληρώνω χαράτσι.... Ποια παράβαση; Όταν τρέχουμε πρέπει να κρατούμε απόσταση ασφαλείας κι όχι στα διόδια όπου έτσι κι αλλιώς δεν τρέχουμε».
«Μπορεί να έχετε δίκιο κύριε, αλλά εγώ είμαι υποχρεωμένος να σας γράψω. Δώστε μου τα χαρτιά σας».
«Τότε πρέπει να γράψετε τους πάντες… Γιατί δεν πάτε εκεί που γίνονται τα μποτιλιαρίσματα, όπου καμμιά απόσταση ασφαλείας δεν τηρείται;»
«Εδώ μ’ έχουν στείλει κύριε να κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν έχω προσωπικά μαζί σας».
Έδωσα τα χαρτιά. Μ’ έγραφε αλλά, φαινόταν, είχε τη συμπεριφορά ανθρώπου ο οποίος συντάσσει μιαν άδικη καταγγελία εναντίον τού ίδιου τού εαυτού του. Είχε φανερά επίγνωση ότι με γράφει για μια κατά παραγγελίαν παρανομία, που δεν υπήρχε.
Ετοίμασε κάτι σαν κλήση. Μου ζητά να υπογράψω και να πάρω το χαρτί. «Μπορώ βεβαίως να μην την υπογράψω και να μην την πάρω», λέω.
«Ασφαλώς και μπορείτε».
«Ναι, δεν θα υπογράψω και δεν θα πάρω το χαρτί».
«Πολύ καλά» λέει.
«Γεια σας».
«Γεια σας….Και να προσέχετε».

Στη Γέφυρα δεν προφτάνω τον μπροστινό μου και αναγκάζομαι να προσφέρω στους ληστές αυτά που είχα: 4,50 ευρώ. Δεν τα δέχτηκαν. Ήθελαν 12 κι 90 λεπτά... Δεν με αφήνουν να περάσω. Ζητούν να κάνω πίσω, να  παρκάρω και να πάω στα γραφεία. Στα γραφεία, ευγενικά, μου λένε να περιμένω. Όμως φτάνει μια κυρία έξαλλη, θυμωμένη. Δεν ακούει τίποτε. Θέλει να με σκίσει.
«Να γυρίσετε πίσω» λέει προστακτικά. Ούτε στη ασφάλεια, επί Χούντας, δεν μου φέρθηκαν έτσι.
«Ποιο πίσω;» λέω, «το πίσω είναι προς το Αγρίνιο. Με ποιο δικαίωμα μ’ εμποδίζετε να κυκλοφορώ στη χώρα μου;»
«Η γέφυρα είναι ιδιωτική κύριε».
«Δηλαδή η γέφυρα δεν είναι στη χώρα μου; Έξω από τη χώρα μου είναι η γέφυρα; Σύμφωνα με το σύνταγμα δεν έχει δικαίωμα κανείς να μ’ εμποδίζει να κυκλοφορώ μέσα στη χώρα μου». 
«Κύριε δεν καταλαβαίνετε».
«Τι πιο απλό; Δεν έχω χρήματα».
«Έπρεπε να φροντίζατε να έχετε».
«Μα θ’ αποφασίζετε σεις, η κυρία εργολάβου, πώς θα ζω εγώ μες στη χώρα μου και πότε θα έχω χρήματα; Εγώ μπορεί να γουστάρω να ζω σαν άγιος, να είμαι άγιος, θα μου το απαγορέψετε; Αλλά δεν έχω να πω τίποτε άλλο μαζί σας, παίρνω το 100».
 «Να πάρετε ό, τι θέλετε».
Τηλεφωνώ στο 100. Μου δίνουν το τηλέφωνο του αξιωματικού υπηρεσίας της Ναυπάκτου. Τηλεφωνώ στον αξιωματικό υπηρεσίας της Ναυπάκτου. «Ω ακατανίκητη ηλιθιότητα». Τουλάχιστον ο άλλος στην Κορινθία ήταν έξυπνος άνθρωπος. Λέει:
«Μα η γέφυρα είναι ιδιωτική κύριε, δεν το ξέρετε;».
«Από πότε οι ελληνικοί δρόμοι και οι γέφυρες που τις πληρώνει ο φορολογούμενος Έλληνας έχουν περάσει σε ιδιώτες; Κι έχει ένας ιδιώτης το δικαίωμα να με εμποδίζει να κυκλοφορώ στη χώρα η οποία ανήκει στον ελληνικό λαό;».
«Δεν ξέρω κύριε, να γυρίσετε πίσω αν δεν σας αφήνουν να περάσετε».
«Μα το σπίτι μου είναι προς τη Λευκάδα κι όχι προς την Αθήνα».
«Ας κάνατε το κουμάντο σας να έχετε χρήματα».
«Είχα χρήματα κύριε αλλά μού τα πήρε το κράτος για να τα δώσει σε σας, για να με προστατεύετε τάχα μου από τους ληστές…».
«Μα τι λέτε κύριε;»
«Αυτό που ακούς. Βάζεις τους ψευτονόμους των μιζαδόρων πάνω από τη ζωή μου και σε αποκαλούν προστάτη του πολίτη; Είναι δυνατόν; Εν πάση περιπτώσει, τηλεφώνησα σε λάθος πρόσωπο. Κλείνω».
Γυρίζω προς την ανοργασμική κυρία. Κάτι έχει αλλάξει. Μάλλον φοβούνται επεισόδια.
«Λοιπόν» λέω «Θα με αφήσετε να περάσω και θα σας στείλω τα
 χρήματα».
 «Αυτό δεν γίνεται».
«Τότε κρατήστε με εδώ, να δούμε τι θα με κάνετε».
«Πολλοί υποσχέθηκαν αλλά δεν έστειλαν τα χρήματα».
«Εγώ κυρία μου κι αδικημένος αν είμαι όταν δώσω τον λόγο μου τον τηρώ. Δεν είμαι σαν τους πολιτικάντηδες που υποσχέθηκαν την προστασία της χώρας και την πωλούν σ’ εταιρίες και ληστές-εργολάβους». 
«Οι εργολάβοι δεν είναι ληστές».
«Ο λαός αυτό πιστεύει και το σημερινό περιστατικό τον δικαιώνει».
«Δηλαδή τι θέλετε να κάνουμε;».
«Να σας δώσω τα στοιχεία μου και να με αφήσετε να πάω στο σπίτι μου. Από εκεί σας στέλνω τα χρήματα ταχυδρομικώς ή άλλως πως, δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε».
Μια κυρία, ευγενική, μου φέρνει ένα χαρτί και αντιγράφει από την ταυτότητά μου τα «στοιχεία» μου… Τα στοιχεία μου… Αλλά τα πραγματικά μου στοιχεία είναι στην ποίησή μου. Εκεί είναι η ουσία μου και η περιουσία μου. Σ’ αυτή την εξαίσια χώρα που την εξευτελίζει ένα διαβολικό κράτος ο πραγματικός εαυτός είναι αόρατος. Ακόμα κι από την αστυνομική μου ταυτότητα, αφαίρεσαν το «επάγγελμα», για να μην αποτελεί αυτό διαβατήριο εκεί όπου ακόμη σέβονται τους ποιητές. Τι, να καθήσω τώρα και να πω τα πραγματικά μου στοιχεία στην κυρία; Όχι. Τα ψιθυρίζω μόνος μου:


ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

I
Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου.
Έρχεται γη φωνή μου φορτωμένη την
αρσενική
Γύρη των άστρων· έρχεται
Στο λουλούδι του νου σου.

            II
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Με προβιά και με έκσταση
M’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο
και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη
Με μνήμες από πάχνη κι από φωτιά
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Άφησα τα χνάρια μου πάνω στον
Πηλό
Του φωτός.
Φόρεσα τη θωριά του νερού.
Φόρεσα τη δυσκινησία των οστρακόδερμων.
Βόσκησα τους ανέμους κι εξημέρωσα τους ήχους.
Έζησα του λύκου την έκσταση
Μπροστά στον πάγο και τη φωτιά.
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.

III
…………………………………………………..
Έρχομαι από ’κει όπου πηγαίνετε
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός φυτρώνω μες στην έρημο των λαών. Ώριμος
Ήλιος
Γέρνω από γύρη σοφίας.


-Γιάννη, τόσο με αυτό το ποίημα όσο και με τα προηγούμενα σκέφτεται κανείς τι; Εγώ βρίσκω μια καταπληκτική συγγένεια με όλα που σου συνέβησαν…
-Ότι διέσχισα τον άπειρο χρόνο και χώρο χωρίς να μ’ εμποδίσει κανείς. Κι επιλέγω την Ελλάδα για να ζήσω, χώρα πανέμορφη, που γέννησε τη Δημοκρατία κι  έβαλε πάνω ακόμα κι από τη ζωή την Ελευθερία. Όμως φτάνω σ’ αυτή τη χώρα σε μια εποχή που την κυβερνούν βάρβαροι, οι οποίοι καμμιά σχέση δεν έχουν με τη χώρα και με την ιστορία της. Τόσο βάρβαροι που επανέφεραν τους ληστές και τον Μινώταυρο που κάποτε είχεν εξοντώσει ο Θησέας. Και βάζουν έναν ποιητή ν’ απολογείται σ’ αυτά τα καθάρματα: Στον Περιφήτη, στον Σκίρωνα, στον Πιτυοκάμπτη, στον Προκρούστη.

-Βλέπω ότι οι μύθοι, αν τους καλοπροσέξουμε είναι η καθημερινότητά μας.
-Μάλιστα, η μύθοι, είναι η ουσιαστική καθημερινότητά μας

-Τελειώνοντας αυτή την ιδιότυπη συνέντευξη θα ήθελες να προσθέσεις κάτι;
-Ναι. Να πω στον κύριο Ρέππα: «Τι περισσότερο προσέφερες εσύ από μένα σ’ αυτή τη χώρα ώστε να έχεις την εξουσία να νομοθετείς και μάλιστα εναντίον μου δημιουργώντας μου επεισόδια; Τι περισσότερο προσέφερες εσύ από μένα ώστε εσύ μεν να έχεις χρήματα να πληρώνεις τα διόδια (τα εμπόδια, τα εισόδια, τα εξόδια, τα παρόδια), εγώ δε να μην έχω;

-Φίλε Γιάννη ευχαριστώ. Και σ’ ενημερώνω: Θέλω τη συνέντευξη αυτή για να τη στείλω σε διάφορα μπλογκ.
-Κι εγώ Σωτήρη ευχαριστώ. Μόνο να μην γίνουν αλλαγές, παραλείψεις, και προκύψουν ασάφειες. Σου έχω εμπιστοσύνη.

                                    Αγρίνιο-Πελασγικόν Λευκάδος, Απρίλης, 2011




ΕΙΔΗΣΕΙΣ


ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

Ζώντας σε παραμύθια και θρησκείες, περνώντας
μες από θρύλους, πολιτείες και λαούς
άκουσα και για κείνο το γεφύρι που το πλάτος του δεν είναι πιο
 μεγάλο από την  κόψη ξυραφιού.
Μόνο από κείνο το γεφύρι λένε θα μπορούσες να περάσεις προς το φως.
Κι όπως οι πιο σοφοί εξηγούν
διαβαίνεις το γεφύρι εκείνο μόνο αν ο ίδιος είσαι φως.


ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Όλοι στη στάση περιμένουν τ’ αστικό.
Και δηλαδή; Κανένας, μα κανένας, δεν θα πάρει
τον Ήλιο;
Μόνο εγώ λοιπόν; Μόνο εγώ;






       


















      ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ


ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ

            Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε  γιγνομένων,
            σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.

            ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ, ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΛ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΝ, VIII, 7


Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή

αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.
(Κ.Π.Καβάφης)



ΣΕΦΕΡΗΣ – ΕΛΛΑΔΑ


«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».
Όταν το έγραφε, πιστεύω ότι τον πλήγωνε η ομορφιά. Σήμερα θα τον πλήγωνε η καταστροφή και το ξεπούλημα αυτής της ομορφιάς.

Όταν έκαμε την τελευταία του επίσκεψη στο Σικελιανό, έγραφε:
«Ξεκινούσα για ένα μακρύ ταξίδι, δεν ήξερα αν θα τον ξανάβλεπα. Ένοιωσα τα φτερά ενός μεγάλου αγγέλου να τρέμουν μέσα στο δωμάτιο. Ήταν σα να μας άγγιξε η πνοή πραγμάτων που δεν είδαμε ποτέ μας κι όμως τ’ αγαπούμε πάνω από κάθε άλλο στη ζωή - το ύφος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν».

 «Το ύφος μιας Ελλάδας που γυρεύουμε με τόσο πάθος και που τόσο λίγοι προσεγγίζουν».
Φοβούμαι ότι αυτοί οι λίγοι τείνουν να εξαφανιστούν, τώρα που μπήκαμε σ’ έναν καινούργιο Μεσαίωνα, όπου οι κομματάρχες με τα φέουδα τους, τα κόμματα, και οι δημοσιογράφοι με τον αλαζονικό και πολυδύναμο φασισμό της τηλεόρασης, δείχνουν να θέλουν να ξεμπερδεύουν επί τέλους με αυτό το είδος που ονομάζουμε ποιητές.
Ναι, ούτε σε ομαλές ούτε σε ανώμαλες περιόδους συμφέρει να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι τολμούν να βλέπουν τέτοια όνειρα, σαν αυτό που είδε ο Σεφέρης το 1970 και που δυστυχώς δεν αφορούσε μόνο την περίοδο εκείνη της δικτατορίας, αλλά και τη σημερινή με τις βραχονησίδες και την αυριανή με την Ακρόπολη.

Το 1970 ο Σεφέρης, είτε γιατί η τότε επέμβαση του αμερικάνικου παράγοντα στη χώρα μας είχε φτάσει μέχρι το υποσυνείδητό του, είτε γιατί προέβλεπε την ξένη υποκουλτούρα που θα μας κατακλύσει με τον καιρό, είδε ένα όνειρο και το δημοσίευσε. Αυτός που έλεγε πως αυτή η χώρα σε λίγο καιρό θα λέγεται «Ελλαδέξ» μας διηγείται λοιπόν το εξής όνειρο του:

«Πρέπει να είχε περάσει καιρός ύστερα από εμένα· σα να γύριζα από μακρύ ξενιτεμό· στους δρόμους κανείς δε με γνώριζε και δε γνώριζα κανέναν. Απομεσήμερο νωρίς αλλά ο ήλιος σκεπασμένος. Βρέθηκα στην Ακρόπολη. Αίσθημα πως στ’ αναμεταξύ είχε προχωρήσει πολύ ο πολιτισμός. Εμπρός στη δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα, ένα ταραγμένο πλήθος. Όλοι κοίταζαν τις κεντρικές κολόνες και χοχλακούσαν. Ρώτησα κάποιον που χειρονομούσε πλάι μου.
-Ρε, τι ζωντόβολο είσαι συ; Από πού μας κουβαλήθηκες; Δεν ξέρεις τίποτε;
Τον κοίταζα χαμένος.
-Να! ο πλειστηριασμός! Άνοιξε τα στραβά σου! Αν κερδίσει εκείνη η αμερικάνικη οδοντόπαστα, σώθηκε ο προϋπολογισμός μας για δεκαετίες.
Κοίταξα με προσοχή στην κατεύθυνση που μου ’δειχνε.
Ανάμεσα στις δυο κεντρικές κολόνες ξεχώρισα ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με πράσινη τσόχα και, καθισμένος πίσω του, ένας ξυρισμένος κύριος με γυαλιά. Φορούσε μαύρο κοστούμι και κρατούσε ένα φιλντισένιο σφυρί· είχε το ύφος χειρούργου. Ρώτησα αποβλακωμένος:
-Ποιος πλειστηριασμός;
-Πού ζεις μωρέ; Εδώ χαλνάει κόσμος!.. Τζένιο η κυβέρνηση μας. Θα τις παραχωρήσει αυτές τις πέτρες. Τι μας χρειάζουνται εμάς;
Εκείνη τη στιγμή ο μαυροντυμένος κύριος χτύπησε το σφυρί. «Κατεκυρώθη!» φώναξε κάποιος. «Κατεκυρώθη! Κατεκυρώθη!» αντιλάλησε η βοή του πλήθους.
- Κέρδισαν οι Αμερικάνοι! είπε έξαλλος ο γείτονάς μου σαν άνθρωπος που παρακολουθεί ποδόσφαιρο.
Η ταραχή φούσκωνε μέσα μου.
- Και τι θα κάνουν; κατόρθωσα να ρωτήσω.
- Είναι δαιμόνιοι, αποκρίθηκε. Θα πελεκήσουν τούτες τις κολόνες σε σχήμα σωληνάριου της οδοντόπαστας.
Ένοιωθα πως το πλήθος φύραινε γύρω μου και μ’ άφηνε ολότελα μόνο. Τότες είδα τον Παρθενώνα γυμνό ανατριχιαστικά, χωρίς αέτωμα, χωρίς γείσο, με τις κολόνες του πελεκημένες, γυαλιστερές, παρασταίνοντας υπέρογκα σωληνάρια. Ο βραχνάς με τίναξε από το κρεβάτι καθώς ούρλιαζα. Ώρα 5 πρωί».

            ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 5 Μαρτίου 1994 και ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ 2002





64 ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.


ΔΙ’ ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΩΝ ΑΙΡΕΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΙΝ ΖΗΤΟΥΝ ΔΙ’ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΦΟΙΤΗΤΑΙ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΗΡΝΗΘΗ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΑΒΗ

Εξήκοντα τέσσερις φοιτηταί της σχολής των Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπέγραψαν αίτησιν απευθυνομένην προς την προσωρινήν διοικούσαν επιτροπήν του «Εθνικού συλλόγου φοιτητών της σχολής Ν.Ο.Ε - ΑΠΘ.» δια της οποίας ζητείται η σύγκλησις γενικής συνελεύσεως με θέμα την διεξαγωγήν εκλογών.

Η αίτησις η οποίαν δεν παρελήφθη παρά του μέλους της προσωρινής διοικήσεως κ. Καραλή, ο οποίος ευρίσκετο εις τα γραφεία του συλλόγου, εθυροκολλήθη υπό του δικαστικού κλητήρος…..

                                    «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 22 Απριλίου 1972


22 Απριλίου 1972. Ένα και μισό χρόνο πριν το «Πολυτεχνείο»… Δύο και παραπάνω χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο...Μέσα από τις 35.000 φοιτητές της Θεσσαλονίκης, άλλες 50.000 των Αθηνών και της υπόλοιπης Ελλάδας, χωρίς κάλυψη από οποιαδήποτε οργάνωση, χωρίς κάλυψη από κανέναν, δίνουμε στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης την αίτησή μας, με τα ονόματά μας......Σαν  πρόβατα προς σφαγήν… Αλλά δεν πήγαινε άλλο…για μας, δεν πήγαινε άλλο.

Στην Ασφάλεια μας τραβολογούσαν, χτυπούσαν, έβριζαν, απειλούσαν με στράτευση κι εκπαραθυρώσεις… Γιατί δεν μαρτυρούσαμε την οργάνωση, την πηγή, τους αρχηγούς …Μα για μας ήταν τόσο απλό:

Προς το τέλος του 1971, σε φοιτητικό διαμέρισμα, στην οδό Βιζυηνού, στις 40 Εκκλησιές, βρεθήκαμε ένα βράδυ μερικοί φοιτητές και φοιτήτριες, από εκείνους κι εκείνες που συχνά βρισκόμασταν σε διάφορα φοιτητικά διαμερίσματα, για να διαβάσουμε ποίηση, ν’ ακούσουμε μουσική, να συζητήσουμε… να συζητήσουμε… κι όταν μας βαρέσει στο κεφάλι η πείνα, να κάνουμε μια στραπατσάδα, να φάμε, και να συνεχίσουμε… Εκεί τότε έφτασε ένας φίλος και μας είπε ότι κατάφερε να φέρει σε κασέτα κάτι πολύ πολύ σημαντικό. Ένα καινούργιο έργο του Μίκη Θεοδωράκη γραμμένο πάνω σε ποίηση του Άγγελου Σικελιανού:

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες το χρόνο),
στο φωτογόνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή σα να ’ταν 
όλο χαλκός το διάστημα ή ως να ’χα 
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου χρόνια, 
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα 
στης Έφεσος το Ναό…

Γιγάντιες σκέψες 
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικό ηλιοβασίλεμα, 
άναβαν στο νου μου
τι όλη μου καίονταν μονομιά η ζωή
στην έγνοια της καινούργιας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα!

Σε λίγο δεν ακουγόταν η μουσική (που άλλωστε, όντας απαγορευμένη έπρεπε ν’ ακούγεται χαμηλά), δεν ακουγόντουσαν τα λόγια. Γιατί τα σκέπασε ο μέγας ασυγκράτητος θρήνος μας. Ο φίλος μας χρειάστηκε πολλές φορές να σταματήσει την κασέτα, μέχρι να σταματήσουμε το κλάμα και να συνεχίσει.

Γι’ αυτό δεν είπα: 
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου…
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι……………………………………………………………………………………..
        «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε το Ήλιο πάνω από την Ελλάδα·
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε το Ήλιο πάνω από το κόσμο!
Tι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδελφοί του!
Ομπρός, αδέλφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε αδελφοί μου!

Ομπρός, οι δημιουργοί! Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κ’ εμένανε, αδελφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι του κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αητός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογκάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
 βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα.!


Τα λόγια τούτα και η μουσική τούτη, μας πήγαιναν πέρα από τη σημερινή
καταπίεση, τους τωρινούς καθημερινούς ελέγχους, τους ξυλοδαρμούς: Ένα μόνο περιστατικό ξυλοδαρμού, από τα πολλά, για να ξέρουν εκείνοι που μπερδεύουν την ευταξία μιας στρατιωτικής επέμβασης υπέρ της δημοκρατίας (Μακρυγιάννης, Γουδί), με τον έξωθεν κινούμενο και επιβαλλόμενο φασιστοναζισμό:
(Μια μέρα τέσσερις φίλοι μου συμφοιτητές -ο Μιχάλης, ο Δημήτρης, ο Πανaγιώτης, ο Βασίλης- βγήκαν να κάνουν έναν περίπατο. Εγώ δεν μπορούσα να τους ακολουθήσω γιατί με είχε καθηλώσει το άσθμα. Σε λίγο έφτασαν καταματωμένοι…με σπασμένα δόντια και πρησμένα μάτια… τι είχε γίνει; Εκεί που πήγαιναν, στη Μελενίκου, μια ομάδα κουρεμένων με την ψιλή τραμπούκων, -τέτοιους είχε τότε η Γυμναστική Ακαδημία-, βγάζοντας ξύλα μες από τα μπουφάν τους, ρίχτηκαν πάνω τους λέγοντας «σκοτώστε τους μαλλιάδες, σκοτώστε τους γαμημένους τους κουλτουριάρηδες….» Και χτυπούσαν, σα στραβοί. Οι φίλοι που αρχικά τα έχασαν (στενός ο δρόμος και με βαθύ χαντάκι στην μια του άκρη) αν και τραυματισμένοι, κατάφεραν, σκορπίζοντας προς τα δω και προς τα κει, κατάφεραν εντέλει να τους ξεφύγουν. Κι όταν ανασυντάχτηκαν επέστρεψαν).

            Η μουσική αυτή του Θεοδωράκη, η ποίηση αυτή του Σικελιανού, ερχόντουσαν από πολύ βαθειά μέσα μας. Μνήμες πελασγικές, μνήμες από ελευσίνιες λιτανείες, σε ώρες σαν εκείνες λίγο πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν μέσα στην έσχατη απελπισία θεών και ηρώων,  γίνετ’ εντέλει επίκληση στην παντοδύναμη ανθρώπινη ψυχή, που η αδυναμία της βρίσκεται στο ότι δεν γνωρίζει τη δύναμή της.
       Το έργο αυτό, μας παρηγόρησε τόσο πολύ,  μας εγκάρδιωσε τόσο πολύ. «Να», σκεφτόμασταν, «να ποια είναι η πραγματική Ελλάδα, που μας τη στερούν οι στενοκέφαλοι συνταγματάρχες, στηριγμένοι στους σφαγείς των λαών, τις Η.Π.Α.». Κι όταν ο πρώτος άνοιξε το στόμα, είπε αυτό που όλοι θέλαμε να πούμε. Ότι «δεν γίνεται φίλοι, δεν γίνεται να περάσουμε τη ζωή μας, κάτω από έναν διαρκώς βαριά συννεφιασμένο ουρανό. Πρέπει να κάνουμε κάτι…Πρέπει να κάνουμε κάτι…».
 Κι αποφασίσαμε να ερευνήσουμε το νομικό πλαίσιο, ψάχνοντας άρθρα του συντάγματος που ίσως ήσαν ακόμη ενεργά…Και να ζητήσουμε κατ’ αρχήν δημοσίως, στέλνοντας το αίτημά μας στις εφημερίδες, φοιτητικές εκλογές. Αυτό θα ήταν η μαγιά. Αν το κατορθώναμε, θ’ ανοίγαμε πιθανόν δρόμο προς τις εθνικές εκλογές κι εντέλει προς την απελευθέρωση του τόπου. Είμασταν 5-10, ο πυρήνας των φανατικών για γράμματα, για τέχνη κι ελευθερία. Όμως υπήρχαν και οι παραέξω. Που άλλοτε έρχονταν στις συζητήσεις μας κι άλλοτε όχι. Και βέβαια, ξεκινήσαμε. Και μέσα σε λίγο διάστημα, εξηγώντας, αναπτύσσοντας και προτρέποντας, καταφέραμε να μαζέψουμε 64 υπογραφές:

Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, Τριαντάφυλλος Πρωτοσύγκελος, Βαγγέλης Καργούδης, Φώτιος Κουτσίνας, Ανδρόνικος Ζιάκας, Άγγελος Θεμελής, Μιχάλης Ζερβουλάς, Όλγα Χατζηδήμου, Δημήτρης Δομοκίδης,  Γιάννης Φραγκίδης, Σταύρος Ράμμος, Δημήτρης Τσελούδης, Αθανάσιος Ακριβόπουλος, Μιχάλης Καρύδας, Χρυσάφης Ιορδάνογλου, Γεώργιος Τσιπινιάς, Ανδρέας Αθανασόπουλος, Βασίλης Παπαγεωργίου, Νίκος Ταμιολάκης, Χρυσούλα Ντίνα, Σοφία Καπακιάρη,  Αικατερίνη Τζόλη, Ανδρέας Μιχαηλίδης,  Τρίαρχις Στυλιανού,  Γεώργιος Αργυρούδης, Σωτήρης Γερακούδης, Χρήστος Τσιπιλίδης, Χριστίνα Νικολαΐδου, Μαρία Πακταβού, Κώστας Μουρίδης, Λάμπρος Νικολαΐδης, Δημήτρης Σκρέτας, Κώστας Σκουλάς, Ιωάννης Βασιλακάκης, Κυριάκος Βογιατζόγλου, Νικόλαος Βολωνάκης, Αριστείδης Ρούσινος, Κώστας Σπανορρήγας, Ε. Σωτηριάδου, Αικατερίνη Χορταριά,  Ελένη Κουρσιουμπά, Άννα Τσιπιλίδου,  Ανδρομάχη Γκούλια, Πάνος Κοστρίβας, Ιωάννης Καπνιάρης, Ιωάννης Χρονόπουλος, Ιωάννης Σταθάκης, Δημήτριος Μπράτσος, Ιωάννης Γιαννακόπουλος, Μανούσος Χαλκιαδάκης, Γιάννης Φουρτούνας, Γιάννης Υφαντής, Δήμητρα Φακή, Βύρων Τσαμπούλας, Νικόλαος Σωτηριάδης, Νικόλαος Δημητριάδης, Βασίλειος Ευμορφόπουλος, Ελισάβετ Καλπάκη, Μαρία Μπιμπλή, Γιώργος Νικολακάκης, Ιωάννης Μαρκόπουλος, Μηνάς Κόκκινος, Μιλτιάδης Νικολαΐδης, Γεώργιος Δέλλιος.

Απ’ όλους αυτούς, ελάχιστοι είν' εκείνοι που γνωρίζω σήμερα τι κάνουν και πού  βρίσκονται. Θα ήθελα πολύ να μάθω τι απέγιναν οι υπόλοιποι. Αν πληροφορηθούν κάτι γι’ αυτή μου εδώ την αναφορά, ας επικοινωνήσουν μαζί μου στο yannisyfantis@yahoo.gr
Και βέβαια θα τελειώσω μ’ ένα αγαπημένο ποίημα του Σεφέρη. Δεν μπορώ βεβαίως να το απαγγείλω εδώ. Κι ούτε μπορώ να βάλω, πριν την απαγγελία, χαμηλώνοντας, και μετά την απαγγελία ανεβάζοντας, τον ηπειρώτικο εκείνο θρήνο (μόνο κλαρίνο), που άλλοτες έβαζα, όταν εργαζόμον στο Κρατικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης:

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια.
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.


______________
Εικόνες: 1. Πίνακας του Βαν Γκογκ. 2. Πίνακας του Tony Mavridis, 3. Αρχανδρική μορφή -το λουλούδι "απρίλης"- (Αρχέτυπα 2001). 4. ΤΟ ΟΧΗΜΑ ΗΛΙΟΣ -Ηλόγραμμα- (Αρχέτυπα), 5. Το άλογο των ήλιων, (Αρχέτυπα)







Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

ΤΟ «ΑΧ» ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ 2011

Όταν έχω να κάνω με τους αρχαίους ελληνικούς θεούς, ξέρω πως έχω να κάνω με προσωποποιημένες δυνάμεις της Φύσεως, μ’ αιώνιες αρχετυπικές όψεις της, γύρω από τις οποίες δημιουργήθηκαν μύθοι και παραμύθια, τραγούδια και ποιήματα, θρησκευτικές δοξασίες, λαϊκή λατρεία, τελετουργίες κ.λπ.
Όταν όμως συνομιλώ με τους Προσωκρατικούς, έχω πλήρως την αίσθηση ότι κάνω παρέα με θεούς. Έτσι όπως η ελληνική γλώσσα θέλει τους θεούς (όντα της απόλυτης θέασης) κι έτσι όπως η ανθρώπινη διάνοια συλλαμβάνει τους θεούς, ως γιγάντια
πνεύματα, που τα λόγια τους έρχονται από την καρδιά της Αλήθειας, από το πνευματικό κέντρο του Κόσμου.
Έτσι εδώ έχουμε να κάνουμε με την ενσαρκωμένη διάνοια του Σύμπαντος σε μορφές ανθρώπινες, δηλαδή ικανές να
προσεγγίζονται από τους ανθρώπους.

*
Όταν μιλάμε για τους αρχαίους Έλληνες σοφούς (που ισάξιους μόνο η Αρχαία Κίνα είχε)
έχουμε να κάνουμε με δεκάδες προσωπικότητες, ισάξιες ή και ανώτερες ενός Ιησού ή ενός Βούδα, που όμως έπρεπε ν’ αφανιστούν, επειδή η μη ελεγχόμενη πραγματικότητα (σύμπαν) έπρεπε ν’ αντικατασταθεί από μια ελεγχόμενη επινοημένη πραγματικότητα (θρησκευόμενη κοινωνία). Και ιδού τώρα ο μέγας



ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Και μόνο οι τίτλοι από τα έργα του αρκούν
για να φανεί του πνεύματός του η ομορφιά:
Μέγας διάκοσμος, Μικρός διάκοσμος, Κοσμογραφίη, Περί φύσεως, Ευεστώ, Περί
χυμών, Περί χροών, Περί ειδώλων,Τριτογένεια, Ηθικά,
Κέρας το Άμαλθείης, Περί Άιδου, κ.λπ..

*
Παιδί ακόμη άκουσε τους μάγους
και αστρονόμους πού ’φερνε μαζί του
ο Ξέρξης όταν διάβαινε τη Θράκη.

Ταξίδεψε πολύ, λένε πως έφτασε
στην Βαβυλώνα, στην Ινδία και στην Αίγυπτο
μα και στην Κρήτη, στην Αθήνα, στην Ιθάκη.

Γνώρισε λένε τον Σωκράτη, και στενός
έγινε φίλος του γιατρού Ιπποκράτη.

Κι όταν στα Άβδηρα επέστρεψε, στον τόπο του
σ’ ένα καλύβι έζησε, λιτά
δοσμένος στη φιλία και στην έρευνα,
στο στοχασμό και στου συγγράφειν τη χαρά.

*
Τυφλώθηκε. Ο ίδιος το αποφάσισε·
με πλήρη επίγνωση. Και πάντα γελαστός.

Έστησε απέναντι στον ήλιο μιαν ασπίδα
κι επάνω της το βλέμμα του προσήλωσε
για να σβηστεί απ' τα μάτια του το φως.

Λένε πως έφτασε στην πράξη του αυτή
για να μπορεί απερίσπαστος να βλέπει
το ουσιώδες μες στο αρχέγονο σκοτάδι.

Ή λένε ακόμη πώς το έκανε αυτό
για να μην βλέπει άλλο τα κακά
που τυραννούνε το ανθρώπινο κοπάδι.

Κι είναι κι αυτοί που λένε πώς τυφλώθηκε
γιατί την ομορφιά των γυναικών
άλλο δεν άντεχε να βλέπει όταν έφτασε
στην ανημπόρια των βαθιών του γηρατειών.

*
Τα εκατόν εννιά του χρόνια όταν έκλεισε
γαλήνιος αποφάσισε να δώσει
τέλος στην ύπαρξή του, αποφεύγοντας
νερό και φαγητό. Ο βίος του
μια σχετική υπήρξε (μια θαυμάσια) ολότητα.
Ένας συνδυασμός εξαίσιος ατόμων. .
Ένα δελφίνι που πετάχτηκε για λίγο
πάνω απ' την υγρή αιωνιότητα.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:

1. Πίστευε πως το Παν είν’ άπειρο και πως από κανένα δεν εκτίσθη. Πως είναι αμετάβλητο και πως δεν έχουνε αρχή τα αίτια αυτών που σήμερα συμβαίνουν. Συνολικά μες απ’ τα βάθη του απείρου χρόνου η Ανάγκη ρύθμισε τα πάντα, όσα έγιναν, αυτά που γίνονται κι αυτά που ’ναι να γίνουν.

2. Ζωή σημαίνει ανα-πνοή.

3. Είναι της νομοτέλειας ψευδαίσθηση το χρώμα, το γλυκό ή το πικρό. Τίποτε από τούτα δεν υπάρχει παρά άτομα μονάχα και κενό.

4. Κόσμος μικρός είναι ο άνθρωπος.

5. Όσα ο ποιητής μας λέγει οδηγημένος από μένος θεϊκό και από πνεύμα ιερό, έξοχα είναι.*

6. Αγαπημένοι των θεών είναι μονάχα εκείνοι που μισούν την αδικία.

7. Ζωή χωρίς γιορτές ταξίδι μέγα δίχως πανδοχείο.

8. Όσα χρειάζεται το σώμα απ’ τη φύση ευχάριστα τού δίνονται χωρίς ταλαιπωρίες. Όσα με μόχθο γίνονται και θλίψη και τον βίο κάνουν αλγεινό, αυτά δεν έχουν ως αιτία το κορμί αλλά τις κακοήθεις σκέψεις που ’χει το ανθρώπινο μυαλό.**

9. Καλή τη γνώμη έχει όποιος δεν λυπάται για εκείνα που δεν έχει αλλά ευχαριστείται μ’ όσα
έχει.



1. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΥΠΕΣΤΗΣΑΤΟ ΤΟ ΠΑΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΔΙΑ ΤΟ ΜΗΔΑΜΩΣ ΥΠΟ ΤΙΝΟΣ ΑΥΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΘΑΙ, ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΝ ΑΥΤΟ ΛΕΓΕΙ…ΜΗΔΕΜΙΑΝ ΑΡΧΗΝ ΕΧΕΙΝ ΤΑΣ ΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΝΥΝ ΓΙΓΝΟΜΕΝΩΝ, ΑΝΩΘΕΝ Δ’ ΟΛΩΣ ΕΞ ΑΠΕΙΡΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΡΟΚΑΤΕΧΕΣΘΑΙ ΤΗ ΑΝΑΓΚΗ ΠΑΝΘ’ ΑΠΛΩΣ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΕΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΣΟΜΕΝΑ.

2. ΔΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΝ ΟΡΟΝ ΕΙΝΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΝΟΗΝ

3. ΝΟΜΩι ΧΡΟΙΗ, ΝΟΜΩι ΓΛΥΚΥ, ΝΟΜΩι ΠΙΚΡΟΝ. ΕΤΕΗι Δ’ ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ ΚΕΝΟΝ

4. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

5. ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΕ ΑΣΣΑ ΜΕΝ ΓΡΑΦΕΙ ΜΕΤ’ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, ΚΑΛΑ ΚΑΡΤΑ ΕΣΤΙΝ.

6. ΜΟΥΝΟΙ ΘΕΟΦΙΛΕΕΣ, ΟΣΟΙΣ ΕΧΘΡΟΝ ΤΟ ΑΔΙΚΕΙΝ.

7. ΒΙΟΣ ΑΝΕΟΡΤΑΣΤΟΣ ΜΑΚΡΗ ΟΔΟΣ ΑΠΑΝΔΟΚΕΥΤΟΣ

8. ΩΝ ΤΟ ΣΚΗΝΟΣ ΧΡΗΖΕΙ, ΠΑΣΙ ΠΑΡΕΣΤΙΝ ΕΥΜΑΡΕΩΣ ΑΤΕΡ ΜΟΧΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΗΣ. ΟΚΟΣΑ ΔΕ ΜΟΧΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΗΣ ΧΡΗΖΕΙ ΚΑΙ ΒΙΟΝ ΑΛΓΥΝΕΙ, ΤΟΥΤΩΝ ΟΥΚ ΙΜΕΙΡΕΤΑΙ ΤΟ ΣΚΗΝΟΣ, ΑΛΛ’ Η ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΚΟΗΘΙΗ

9. ΕΥΓΝΩΜΩΝ Ο ΜΗ ΛΥΠΕΟΜΕΝΟΣ ΕΦ’ ΟΙΣΙΝ ΟΥΚ ΕΧΕΙ, ΑΛΛΑ ΧΑΙΡΩΝ ΕΦ’ ΟΙΣΙΝ ΕΧΕΙ.


_________________________
* ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 5 ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

Λέω καμμιά φορά σε παρέες: «Υπάρχουν τρία είδη ζώων. Τα ζώα που ονομάζουμε ζώα, τα ζώα που ονομάζουμε ανθρώπους και…, τα ζώα που ονομάζουμε ποιητές». Ύστερα, επειδή λέω κάτι που μόνο εγώ κατέχω ως εμπειρική γνώση, συμπληρώνω: «Αστειεύομαι βέβαια. Το είπα για να σας πειράξω. Χρειάζονται και τ’ αστεία».
Ναι, πράγματι αστειεύομαι, αλλά συνάμα μιλώ σοβαρά: Ο ποιητής είναι ένα τρίτο είδος ζώου. Το οποίο, κατά το μεγαλύτερο μέρος της υπάρξεώς του ανήκει στ’ αόρατα όντα, αφού οι συνηθισμένοι άνθρωποι, μόνο το συνηθισμένο αντιλαμβάνονται, από την ολότητα του ποιητή.

*
Συμβαίνει κάποτε ν’ ακούω ανθρώπους οι οποίοι εξαπολύουν μ’ ευκολία, για το τίποτε, φοβερές κατηγορίες εναντίον του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη, του Καβάφη, του Καρυωτάκη… Όχι μόνο για πράξεις ή παραλείψεις τους που ως πληροφορίες διακινούνται, αλλά και για την ποιότητα της ποιήσεώς των. Όλοι αυτοί συνήθως δεν παραλείπουν, όταν κατηγορούν έναν εξ αυτών με σφοδρότητα κι αισχρό κάποτε τρόπο, να υμνούν με ηλίθιο πάλι τρόπο έναν άλλο από αυτούς. Ο αγωνιστής Ρίτσος, ο φασίστας Σεφέρης. Ο απατεώνας Ρίτσος, ο μέγας Σεφέρης. Η αδερφάρα ο Καβάφης, ο θαυμάσιος Ελύτης. Ο ανυποψίαστος Ελύτης, ο υποψιασμένος Καρυωτάκης…
Βέβαια, όταν συμβαίνει αυτό, είτε χαμογελώ, σωπαίνοντας, είτε απομακρύνομαι. Βεβαίως, αν οι μωρολογούντες έχουν γρήγορα ξεθυμάνει, και οι διπλανοί τους που μόλις τους άκουσαν ζητήσουν ευγενικά τη γνώμη μου, μπορεί να μείνω και να μιλήσω. Τότε το πιο πιθανό είναι να τους πω το παρακάτω ποίημα:


O KHΠOΣ THΣ ΠOIHΣHΣ

Κήπος είναι η ποίηση με δέντρα
οπωροφόρα μέσα εκεί τους ποιητές.
Στον κήπο τούτον ο σοφός πάντοτε παίρνει
αυτό που κάθε δέντρο από τη φύση του
έχει να του προσφέρει· δεν ζητά
μήλα απ’ τη συκιά ή μανταρίνια
από την κερασιά. Όμως οι άσοφοι
κήπος της ποίησης δεν ξέρουν τι θα πει
γι’ αυτό κι απ’ τον παράδεισο των λόγων
φεύγουνε πάντα όπως ήρθαν νηστικοί.

Μα όταν κατηγορούν έναν Σεφέρη (είτε οποιονδήποτε άλλον ποιητή) είναι αδύνατο να τους πω την αλήθεια. Ότι δηλαδή είναι θέμα βιολογικό· ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν 333 λεπτεπίλεπτα, προσληπτικά, αντιληπτικά όργανα, κι ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαθέτουν μόνο 13.
Δεν υποστηρίζω ότι αυτοί που διαθέτουν τα 333 αυτά όργανα είναι τυχερότεροι από αυτούς που διαθέτουν τα 13. Ούτε θα κάνω τη σκέψη ότι τα 333 αντιληπτικά όργανα είναι μια δωρεά της Φύσεως σε κάποιους εκλεκτούς της. Για τη Φύση δεν υπάρχουν εκλεκτοί και μη εκλεκτοί. Απλώς έχω αντιληφθεί ότι με 13 τέτοια προσληπτικά όργανα είναι αδύνατο να συλλάβεις την ομορφιά, τη σοφία, τον μουσικό στοχασμό ενός Σεφέρη. Αυτή τη δύναμη του λόγου του, που κάνει τα μακρινά και τα κοντινά στον ίδιο βαθμό προσεγγίσιμα, τα παρελθόντα και τα μέλλοντα παρόντα, το αρχαίον κάλλος αναμορφώνοντας.
Ακόμα και η πίκρα στον Σεφέρη είναι κάθαρση. Επειδή ο τρόπος με τον οποίο σου την λέει είναι καθαρτήριος.
Μα για να κρίνεις κάποιον πρέπει να τον περιέχεις. Κι ο ποιητής σε περιέχει, δεν τον περιέχεις. Το κύπελο που χωρά μισό κιλό νερού, δεν μπορεί να χωρέσει τα εκατομμύρια κιλά του νερού της Τριχωνίδας· αν το προσπαθήσει, θα πνιγεί· πάντα περιέχοντας εκεί στον πάτο που θα βρίσκεται το μισό κιλό νερού που μπορεί να χωρέσει. Εκτός και το ποτήρι επιστρέψει στην πρωταρχική του φύση, εκτός και το ποτήρι λειώσει, και ξαναγίνει από ύαλος γιαλός.
Κι όσο για το πλεονέκτημα του ποιητή, είτε αυτού που διαθέτει τα 333 προσληπτικά όργανα, ο Αναξίμανδρος (ή ο Ρεμπώ) θα μας έλεγε:
Όταν η μία μοίρα δίνει σ’ ένα νεογέννητο την Ποίηση, το ήδιστο, το μέγιστο, η άλλη μοίρα κινούμενη από την παγκόσμια δικαιοσύνη τού δίνει το αντίθετο μέγιστο: Τη φαρμακερή πίκρα του Γνώστη.
Ίδια κι ο Ιωάννης της Αποκάλυψης:
Και πήρα τότε το βιβλίο εκείνο και το έφαγα. Ήταν γλυκό στο στόμα και πικρό στα σπλάχνα.

*
Νέοι και παλαιοί μού στέλνουν γραφτά τους για να τους πω τη γνώμη μου. «Όσο ζητάς τη γνώμη των άλλων», απαντώ, «δεν έχεις φτάσει στον ποιητή. Το παιδί ρωτά τι είναι οργασμός. Αυτός που έφτασε στον οργασμό δεν ρωτά κανέναν.
Θα περιμένω να μου στείλεις το βιβλίο σου εκείνο, που την ομορφιά και τη δύναμή του δεν θα μπορείς να την αντέξεις μόνος σου, και θα ’χεις τη μεγάλη ανάγκη να τη μοιραστείς μαζί μου».
Λένε για τον Καβάφη πως, κρατώντας στις ανοιχτές παλάμες του ένα ποίημα που μόλις το είχε γράψει, έτρεξε σ’ ένα φίλο του και του είπε, «πάρε το, πάρε το, θα μου κάψει τα χέρια». Ακριβώς γι’ αυτόν τον ποιητή μάς μιλά ο Δημόκριτος.

*
Αλλά να μας μιλήσει κι ο Σαλίκ, ο αρχαίος φίλος της Ανατολής, ο σούφι.
-Σαλίκ, μίλησέ μας κι εσύ για τον ποιητή. Μίλησε ο Δημόκριτος, μίλησαν οι άλλοι, μίλησέ μας κι εσύ. Ναι;
Μιλά ο Σαλίκ:

Όταν τον συναντάς δρα επάνω σου, είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι.
Όταν λέει ή κάνει κάτι μπορεί να σου φαίνεται ασυνεπές ή ακατανόητο, όμως έχει την σημασία του. Αυτός δεν ζει μονάχα στον δικό σου κόσμο.
Μπορεί να σε στενοχωρήσει. Όμως αυτό θα είναι σκόπιμο κι αναγκαίο.
Μπορεί να σου φανεί ότι ανταποδίδει το καλό με κακό ή το κακό με καλό, όμως αυτό πού πράγματι κάνει είναι γνωστό μόνο σε λίγους.
Μπορεί ν’ ακούσεις ότι πολλοί τον μισούν αλλά θ’ ανακαλύψεις ότι στην πραγματικότητα αυτοί είναι ελάχιστοι.
Είναι ταπεινός και σ’ αφήνει ν’ ανακαλύψεις αβία­στα αυτό που οφείλεις ν’ ανακαλύψεις.
Όταν τον συναντάς πρώτη φορά, μπορεί να φανεί ότι είναι πολύ διαφορετικός από σένα. Δεν είναι. Μπορεί να φανεί ότι είναι πολύ όμοιος με σένα. Δεν είναι».





ΕΙΔΗΣΕΙΣ:


ΣΕ ΠΟΙΟΝ Ν’ ΑΠΟΤΑΘΩ ΤΟΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Τ’ αδέρφια έγιναν εχθροί
κ’ οι φίλοι πια δεν αγαπιούνται.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Κρύβουνε τώρα τον καλό
και προωθούν μονάχα τον κακό.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Το πνεύμα της κλεψιάς έχει κερδίσει τις καρδιές·
ο ένας κλέβει τον ιδρώτα τ’ αλλουνού.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

Αυτός που περιφρόνηση του άξιζε
για τις φριχτές του πράξεις τον τιμούν
δέχεται υποκλίσεις και χαμόγελα.

Σε ποιον ν’ αποταθώ τούτες τις μέρες;

__________________
* Ίσως είναι ποιήματα του σοφού Ίπο Ουρ, γραμμένα γύρω στα 2300 π.Χ., πάπυρος 3024, Βερολίνο.



ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΑ «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ

….Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χρι­στό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζω­γραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της «Αναγέννησης» μ’ έμαθε να μην πε­ριμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία...

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη...

Βρήκαμε τη στάχτη। Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μαςτώρα που δεν έχουμε πια
τίποτε….




ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 8 ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ

Όσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο (λέγει ο Δημόκριτος) είναι ελάχιστα και δίνονται δωρεάν από τη φύση. Όσα με κόπο και δυσχέρειες αποκτώνται είναι ανάγκες δημιουργημένες από την κακοήθεια του νου.

Και ποια είναι αυτά που από τη φύση δίδονται δωρεάν;
Αέρας, ύπνος, νερό, φαγητό, έρωτας. Τα πέντε πρώτα. Και ακολουθούν, το παιχνίδι της δημιουργίας (που προϋποθέτει ελεύθερη σκέψη, ελεύθερη έκφραση) και το παιχνίδι της απόλαυσης της δημιουργίας των άλλων, (που προϋποθέτει άφθονο χρόνο, για το παιχνίδι και την τέχνη του ζην).



α) Το πρώτο μάθημα στο σχολείο, από την πρώτη κιόλας μέρα, θα έπρεπε να είναι η αφοβία απέναντι στη ζωή, η αφοβία απέναντι στον βιοπορισμό. Να καταλάβει το παιδί, βαθειά να το συλλάβει και να το πιστέψει ότι μπορεί να ζήσει (ιδίως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, μ’ εξαίρετο κλίμα και θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον) μπορεί να ζήσει, έχοντας έναν κήπο, μια βάρκα, μια κατσίκα. Και να έχει πολύ χρόνο για τον έρωτα, για το παιχνίδι-δημιουργία και για το παιχνίδι απόλαυση της δημιουργίας.
Το πρώτο μάθημα, το μάθημα της αφοβίας απέναντι στην πείνα. Γιατί τότε μόνο η γνώση ανεξαρτητοποιημένη από το φόβο για την πείνα, τότε μόνο μπορεί να γίνει παιδεία-παιχνίδι του παιδιού, χαρά και τέχνη του ζην.

Να ερμηνευτεί ο μύθος του Ανταίου που όσο πατούσε τη γη ήταν ακατανίκητος και να συνδεθεί ο μύθος αυτός με το ξερίζωμα των ανθρώπων από τη γη, που τους κάνει ευάλωτους κι εξαρτώμενους από το κράτος και τους τοκογλύφους.
(Στην κατοχή κανείς άνθρωπος της υπαίθρου δεν πέθανε από την πείνα. Αντίθετα στις μεγάλες πόλεις πέθαναν χιλιάδες από την πείνα).

Να γίνει πλήρως κατανοητό από τα παιδιά ότι για την Ελλάδα και τους Έλληνες η πιο μεγάλη ανάπτυξη είναι η προστασία του περιβάλλοντος απέναντι σε όποιονδήποτε πάει να το μετατρέψει από φυσικό αγαθό και δώρο, σε ιδιοκτησία που μπορεί να την μολύνει, τρέφοντας εκατό οικογένειες και καταστρέφοντας τη δυνατότητα ζωής χιλιάδων ανθρώπων κι εκατομμυρίων άλλων αδελφών όντων.

Οι Αστακιώτες επί παραδείγματι δεν πρέπει ποτέ ν’ αφήσουν την περιοχή τους να γίνει Ελευσίνα. Θα πρέπει να προστατεύσουν την περιοχή τους πάση θυσία. Διότι αν δεν το κάνουν τους ετοιμάζουν για την αργή και κάποτε ταχεία (βλέπε καρκίνος) θανάτωση μέσω μολύνσεως του περιβάλλοντος, καταστροφής αυτού που προορισμός του δεν είναι να τους κάνει Μποδοσάκηδες αλλά να τους δίνει τα αναγκαία να ζήσουν, τα αναγκαία κι ελάχιστα που αναφέρει ο Δημόκριτος, τα αναγκαία και δωρεάν από τη Φύση.

β) Το πρώτο μάθημα λοιπόν θα έχει να κάνει με την αφοβία απέναντι στον βιοπορισμό, μαθαίνοντας στα παιδιά ότι τα αναγκαία είναι ελάχιστα και δωρεάν.
Το δεύτερο μάθημα θα έχει να κάνει με την προστασία των ελάχιστων και αναγκαίων αγαθών, των παρεχόμενων από τη φύση δωρεάν.
Αυτός που αφαιρεί τα αγαθά τούτα είτε τα εμπορεύεται, αυτομάτως κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον του δικαιούχου και ο δικαιούχος τότε πρέπει να καταφύγει στο ιερό δικαίωμα της άμυνας.
Δεν υπάρχει ιερότερο δικαίωμα από αυτό της άμυνας. Που όμως η άμεση δημοκρατία του Κλεισθένη το μετέτρεψε σε υποχρέωση. Όχι, δεν θα περιμένει ο αδικούμενος τους μεταφυσικής φύσεως ξεσηκωμούς των «πλειοψηφιών» σε πεντακόσια χρόνια. Είναι υποχρεωμένος ως πολίτης του δήμου να εξοντώσει τον τύραννο το γρηγορότερο δυνατό. Ο κάθε πολίτης χωριστά και όλοι μαζί είναι υποχρεωμένοι να εξοντώσουν τον τύραννο. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, όταν τα ελάχιστα αναγκαία και δωρεάν παρεχόμενα αγαθά αφαιρούνται ή εμπορευματοποιούνται κι αυτό νομιμοποιείται, δεν υπάρχει δημοκρατία, υπάρχει τυραννία η οποία πρέπει με κάθε τρόπο να εξοντωθεί.

(Κανένα όνομα που περιέχει τη λέξη «δημοκρατία» δεν εξασφαλίζει από μόνο του την πραγματική δημοκρατία. Τις τελευταίες δεκαετίες, στρατιωτικές δικτατορίες, κληρονομικές μοναρχίες, κληρονομικές ολιγαρχίες, αποκαλούνται δημοκρατίες. Αν μόνο αποκαλούνται δημοκρατίες αλλά δεν είναι, πώς είναι δυνατόν να φέρουν τα καλά αποτελέσματα της πραγματικής δημοκρατίας;

Και βέβαια θ’ ακούσεις από ηλίθιους εξυπνάκηδες που δεν έχουν γευτεί τη χαρά της καλοσύνης και γι’ αυτό την πολεμούν, θ’ ακούσεις τη σαχλαμάρα: «Οι πολιτικοί είναι εικόνα του λαού που τους εκλέγει». Τεράστια, επικίνδυνη ανοησία. Και βέβαια όσοι το λένε αυτό δεν σκέφτονται είτε δεν τους συμφέρει να σκέφτονται. Αδυνατούν να κάμουν την απλή σκέψη: Υπάρχουν δύο γείτονες βοσκοί: Του ενός το κοπάδι λάμπει από υγεία και καθαριότητα. Του αλλουνού το κοπάδι λερωμένο κι αδύνατο, με πρόβατα που τα μισά κουτσαίνουν. Τι συμβαίνει; Φταίει το κοπάδι του δευτέρου; Μήπως κιόλας έχει επιλέξει τον βοσκό του;
Θα πουν αμέσως: «Μα οι άνθρωποι δεν είναι κοπάδι». Και πάλι δεν σκέφτονται είτε δεν τους συμφέρει να σκέφτονται. Και βέβαια οι άνθρωποι είναι κοπάδι εκεί όπου «δημοκρατία» ονομάζουν την δικτατορία, την κληρονομική μοναρχία, την κληρονομική ολιγαρχία. Και βέβαια οι άνθρωποι είναι κοπάδι όταν βρίσκονται έξω από την άμεση δημοκρατία (όπου κρατεί ο δήμος) των συνειδητών πολιτών, όπου κάθε στιγμή είναι δυνατόν οι πολίτες να κυβερνήσουν, όπου οι πολίτες στην πραγματικότητα συν-κυβερνούν κάθε στιγμή. Και βέβαια κλιμακώνεται η διαφθορά προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, όταν οι κυβερνώντες είναι διεφθαρμένοι. Το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Οι διεφθαρμένοι κυβερνήτες για να στηρίξουν τη διαφθορά τους θέλουν διεφθαρμένος υφισταμένους κι εκείνοι θέλουν με τη σειρά τους διεφθαρμένους «πολίτες».

Στην εξαρτώμενη και με μοντέρνο τρόπο αποικιοκρατούμενη χώρα μας, οι με ονόματα ελληνικά υπάλληλοι των αποικιοκρατών (δικτατορίσκοι με προφίλ επιτυχημένου καριερίστα -χαρά μεγάλη της πεθεράς τους-) την ψήφο τη χρειάζονται για να νομιμοποιήσουν τις συμφωνίες που στρέφονται εναντίον της χώρας μας και του λαού μας। Κι ακόμα, στη χώρα μας, φκιάχνουν νόμους για να κερδίσουν ως ψηφοφόρους τους νομιμόφρονες και ύστερα αδρανοποιούν τους νόμους αυτούς για να κερδίσουν ως ψηφοφόρους και τους μη νομιμόφρονες.

Στη χώρα μας τα δικαστήρια δεν επιλύουν τις διαφορές των ανθρώπων ή τις παραπέμπουν στο άγνωστο μέλλον. Τότε τη συσσώρευση των εκκρεμών υποθέσεων την επιρρίπτουν ως ευθύνη στον φιλόνικο και μικροπρεπή χαρακτήρα του Έλληνα. (Ο ρατσισμός καταδικάζεται πανταχόθεν εκτός και αφορά στον Έλληνα). Στην πραγματικότητα, επιδιώκουν εκείνο που με βαρύγδουπη υποκρισία επικρίνουν: Την αυτοδικία. Γιατί η επίλυση των διαφορών με απλούς τρόπους δεν εξυπηρετεί το διεφθαρμένο παρασιτικό σύστημα. Ενώ η αυτοδικία, το έγκλημα, είναι σωτήριο για όλα τα καθάρματα του συστήματος: Δημοσιογράφοι, δικαστικοί, δικηγόροι, αστυνομικοί, φρουροί φυλακών, τροφοδότες φυλακών, ακόμα και οι νεκροθάφτες, όλοι τους έχουν δουλειά με την αυτοδικία, βγάζουν χρήματα και δικαιολογούν την παρασιτική ύπαρξή τους.

*
Πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό ότι το να βγάζει κανείς λ.χ. μόνο ντομάτες, οδηγεί σε αυτό που ήδη έγινε και ακόμα γίνεται. Λέει ο τέτοιος «παραγωγός». «Έχω μισό στρέμμα ντομάτες χωρίς λιπάσματα και δηλητήρια για την οικογένειά μου. Στα υπόλοιπα δέκα στρέμματα, ρίχνω όλα τα απαραίτητα δηλητήρια που θα μου εξασφαλίσουν ανθεκτικούς, δηλητηριασμένους καρπούς, και μεγάλα κέρδη». Ιδού η καταστροφή της γης, της συνείδησης, της ανθρώπινης ζωής και της εν γένει ζωής.

Κατάντησε το αγορασμένο λεμόνι να είναι πάντα κάτι σαν λεμόνι κι όχι λεμόνι. Ίδια η ντομάτα, το κραμβολάχανο, η πιπεριά. Το καρπούζι μυρίζει κολοκύθι, το πεπόνι πετρέλαιο, τα ροδάκινα είναι άγλυκα. Έ όχι πια ύμνοι σε παραγωγούς τέτοιων «αγαθών», σ’ εργάτες τέτοιων «αγαθών». Κι αν μοιάζουν αυτά που λέω οπισθοδρόμηση, είναι η οπισθοδρόμηση προς εκείνο που με λύπη μεγάλη, ο Παζολίνι ή ο Μοράβια, έβλεπαν να χάνεται, κι όλοι σχεδόν οι συγγραφείς του μεσοπολέμου προσπάθησαν να διασώσουν: Την χιλιάδων χρόνων αγροτική, ναυτική και ποιμενική κουλτούρα που οδηγεί στην υγιή αυτονόμηση και βγάζει από τη μέση τους αεριτζήδες-νταβατζήδες-τοκογλύφους. Για τους διανοούμενους του μεσοπολέμου, η ανθρωπότητα μπορεί να βαδίσει στους δρόμους της ζωής, αν την κυρίαρχη τάξη της την αποτελούν, οι παραγωγοί γεωργικών και ποιμενικών προϊόντων, οι ψαράδες, οι τεχνίτες και τέλος οι δημιουργοί πολιτισμού. Διαφορετικά πάμε σε αυτό που ο Έζρα Πάουντ αποκαλεί USURA. Μόλυνση των πάντων μέσω της τοκογλυφίας, κι εντέλει τερατοποίηση της ανθρωπότητας, δηλαδή, κάτι σαν αυτό ακριβώς που συμβαίνει σήμερα.
Η ανθρωπότητα έχει πια τερατοποιηθεί. Το χαρακτηριστικό της τερατικής φύσεως (του τέρατος) είναι ότι παύει λόγω μεγέθους και έλλειψης ορίων, να αναγνωρίζει τα όρια του εαυτού της. Έτσι αρχίζει να κατασπαράζει τα μέλη της με πάθος ακριβώς επειδή μέσα στην τερατική σύγχυσή της τα θεωρεί μέλη άλλων όντων.
Κι ακόμα το τέρας μέσα στην άνευ ορίων σύγχυσή του, θεωρεί δικό του, αυτό που δεν είναι δικό του και με βάση την δύναμή του νομιμοποιεί κάθε τερατική του ενέργεια).


ΥΓ.: Τι προτείνω λοιπόν σχολιάζοντας το απόσπασμα 8 του Δημόκριτου;

1 Επιστροφή στη γη. Ιερή (συνειδητή, εθελούσια, λυτρωτική) λιτότητα. Αρκούμενοι στα πράγματι αναγκαία από τη μια, κι από την άλλη, να προστατεύουμε αυτά τα αναγκαία, μ' έναν αγώνα έως θανάτου. Τολμώ να πω το «έω ς θανάτου» γιατί, οι άνθρωποι χωρίς αυτά τους τα αγαθά, είτε με κακοποιημένα αυτά τους τα αγαθά, καταντούν να είναι οι ζωντανοί εκείνοι που φτάνουν σε τέτοια εξαθλίωση ώστε να φθονούν εν τέλει ακόμη και τους νεκρούς.

2. Προτείνω μια Ελλάδα η οποία από τη μια θα ζει με βάση την ανεξάρτητη κλειστή οικονομία κι από την άλλη θα παράγει υψηλής ποιότητος προϊόντα, είτε προς εξαγωγήν, είτε για την εντόπια κατανάλωση και τον τουρισμό.

Προτείνω μια Ελλάδα, που το εξαίρετο φυσικό περιβάλλον και κλίμα της θα γεμίσει πάρκα, κέντρα συνεδρίων και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Να γίνει η χώρα τόπος της ψυχαγωγίας με την αρχική σημασία της λέξεως, τόπος της υψηλής πνευματικής καλλιέργειας, τόπος επανεύρεσης της τέχνης του ζην, τόπος επανεύρεσης της πρωταρχικής μας φύσεως.



ΕΙΔΗΣΕΙΣ


ΤΑ ΑΓΡΙΑ

Τα ήμερα δεν ζουν χωρίς να έχουν τη φροντίδα των ανθρώπων.
Χρειάζονται μαντρί, κλουβιά, μια γλάστρα, πότισμα, φαΐ, σχολείο,
άσκηση.
Όμως τα άγρια δεν έχουν την ανάγκη κανενός.

Ρίχνει ο άνεμος τα φύλλα στο βαθούλωμα του βράχου να χωνέψουν και να
γίνουν κοπριά.
Όμως οι ίριδες φυτρώσαν έξω απ’ το βαθούλωμα·
από το φόβο τους μην τύχει και κλειστούν·
από το φόβο τους μην τύχει και κλειστούν μέσα στη γλάστρα ενός βράχου
και ημερέψουν.
Έξω φυτρώσανε στην άκρη εκεί χυμένες λες απ’ την ασπίδα τ’ Ουρανού.

Τα ήμερα δεν ζουν χωρίς να έχουν τη φροντίδα των ανθρώπων.
Ακόμα κ’ οι θεοί δεν ζουν χωρίς να έχουν τη φροντίδα των ανθρώπων.

Ποιήματά μου άγρια να είσαστε (ω εαυτέ!)
όπως οι ίριδες και τ’ άστρα, ο Προκύων, κ’ οι Πλειάδες·
όπως το άγριο σύμπαν που δεν έχει την ανάγκη απ’ τη φροντίδα κανενός.


Πελασγικόν Λευκάδος-Ραΐνα Αγρινίου, Ιαν. 2011



_____________
Στον Β.Κ. που διατύπωσε στην «Παρέμβασή» του για τα ποιήματά μου τον πιο λιγόλογο και ίσως τον
ακριβέστερο χαρακτηρισμό: «Άγριος λυρισμός».





14 ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ *

1
Στο δίχτυ σου από φιλιά σαν ψάρι σπαρταράω·
σκίσε το, αχ, στο σώμα σου μέσα να κολυμπάω.

2
Αυτός που μ’ έρωτα θαρρεί τον πόθο του θα σβήσει
δεν ξέρει ανήμερο θεριό πως πάει να ξυπνήσει.

3
Πως το θεριό είναι θήραμα το ’χουνε λησμονήσει
αφότου σακατέψανε τη γλώσσα και τη φύση.

4
Της προδοσίας λες φιλί, σού ’δωσα. Γύρνα πίσω
και μ’ ένα δεύτερο φιλί το πρώτο μου να σβήσω.

5
Στα μπούτια σου ανάμεσα έγραψες τις ασκήσεις
και μού πες «με τα χείλη σου, θέλω να μου τις σβήσεις».

6
Του δράκου σπέρμα μ’ έκαψε, με πνίγουνε τα φίδια
αφότου με τον Κέρβερο άρχισες τα παιχνίδια.

7
Ποτάμι είμαι, πάρε με, μες στη βαθειά σου κοίτη
πριν ξεχειλίσω και καούν του πάνω κόσμου οι κήποι.

8
Του Γαλαξία μού ’ριξες το δίχτυ να με πιάσεις,
ολόκληρη ζωή με τρως κι ακόμα να χορτάσεις.

(Του Γαλαξία μού ’ριξες το δίχτυ να με πιάσεις
μα όντας σκέψη δεν μπορείς ποτέ σου να με φτάσεις).

9
Φυσώ ν’ ανάψω τη φωτιά κι αναθυμούμαι τόσα,
τη θέρμη του προσώπου σου, τα χείλη σου, τη γλώσσα.

10
Θάλασσα είσαι η σύναξη των άπειρων δακρύων
ή μήπως ο γλυφός χυμός αμέτρητων αιδοίων;

11
Κατάρτια είναι τα κλαριά και το χορτάρι κύμα
και του ανθρώπου ο σκελετός η άγκυρα στο μνήμα.

12
Αν και τι είναι ο Θεός, αδυνατούν να πιάσουν
λένε πιστεύουν, τις καλές, τις σχέσεις τους μη χάσουν.

13
Βροντή, με ξύπνησες, κι αλί, μόνος ξανά, τι κρίμα.
Κανείς δεν ξύπνησε απ’ αυτούς που κείτονται στο μνήμα.

14
Θεός: η Φύση, τ’ Άπειρο, κι όλα που αγναντεύω
μα πάνω απ’ όλα η θηλυκή ύπαρξη που λατρεύω.


__________________
*Μαντινάδες· αρχικά, μαντικά ερωτικά δίστιχα, ομοιοκατάληκτα δεκαπεντασύλλαβα
συνήθως, που απαγγέλονταν στις ερωτικές-μαντικές τελετουργίες του Κλήδονα, κατά την παραμονή είτε ανήμερα του Θερινού Ηλιοστασίου.




ΑΡΑΜΠΑΣ


Αραμπάς, με τα άλφα του που ήσαν κάποτε κερασφόρα κρανία βοδιών, μ’ εκείνο το πρώτο κεφαλαίο Α σαν άνθρωπος με τη ζώνη του. Πότε μου ήρθε αυτό; Σ’ ένα μου όνειρο. Βρέθηκα λέει στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Είχα επισκεφτεί το μνήμα του Μεβλανά Τζελαλουντίν Ρουμί. Ήταν ένας μαρμάρινος κώνος. Γραμμένο τ’ όνομά του ελληνικά. Κι ένα Α πολύ μεγαλύτερο από τα άλλα γράμματα. Βλέποντας πως παραξενεύομαι, «είναι ο Άνθρωπος με τη ζώνη του», μου εξηγεί ο ξεναγός.

Λοιπόν, Αραμπάς. Με το ρ της ροής. Κάποια στιγμή το ο άρχισε να στάζει, να ρέει κι έγινε ρ. Κ’ ύστερα το μ· μουκανιτό του βοδιού ή μούγκρισμα των αγριμιών. Ο ήχος που είναι σύνορο ανάμεσα στη φωνή του ζώου και στη φωνή του ανθρώπου. Γι’ αυτό κ’ οι πρώτες λέξεις του ανθρώπου από μ: Μα το φιλί. μαμ το φαγητό. Μαστός και μεμέ το βυζί. Μάτερ η μάννα και η ύλη. Και ύστερα το π. Πόρτα και πύλη και πόλη περιτειχισμένη. Πέρασμα του ανθρώπου ή του αραμπά μες από την πύλη. Πύργος και παράθυρο. Π: Κορνίζα του μέλλοντος. Και το τελικό ς. Το ο που ξετυλίχτηκε σα φίδι και σφυρίζει τον ήχο της σιωπής· πόσο σοφά βαλμένο από τους Έλληνες στο τέλος τόσων λέξεων.

Αραμπάς· το όχημα που κινείται με τον ανθρώπινο ρυθμό. Συρμένο από το βόδι ή το βουβάλι, που βαδίζει αργά, όπως μέσα σ’ εκείνο το ποίημα του Σεφέρη:
«Κι αυτό το βουβάλι του Μακεδονίτικου κάμπου, τόσο υπομονετικό, τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δεν φτάνει κανείς πουθενά».
Τρέξιμο, ταχύτητα, 130 χιλιόμετρα την ώρα, 700 χιλιόμετρα την ώρα, 3.000 χιλιόμετρα την ώρα. Ρυθμός της μηχανής. Κι ο άνθρωπος δεμένος σ’ αυτό το ρυθμό, τρέχει αλλά δεν ζει. Ζω σημαίνει βρίσκομαι στον εαυτό μου, είμαι παρών σ’ αυτό που συντελείται. Αλλά το τρέξιμο είναι για να φεύγεις. Να φεύγεις από τον εαυτό σου. Για να φτάσεις γρήγορα στο σκοπό σου. Πρώτον: Δεν ξέρεις ποιος είναι πραγματικά ο σκοπός σου. Και, δεύτερον: Τρέχοντας με ταχύτητα μεγάλη προς τον υποτιθέμενο σκοπό σου, έχασες το ταξίδι, πέρασες έξω από το ταξίδι, το ταξίδι μένει εκεί, περιμένει, επειδή στο ταξίδι, το κάθε τι είναι σκοπός. Το ταξίδι περιμένει να το διανύσεις, με τον ανθρώπινο ρυθμό, να το ταξιδέψεις. Τρέχοντας με ταχύτητα δεν διανύεις το ταξίδι σου, περνάς έξω από το ταξίδι σου, δεν το αφήνεις πίσω σου, το αφήνεις μπροστά σου, το αφήνεις εκεί να περιμένει να το διανύσεις, να το βιώσεις, να το ζήσεις.
Γιατί τόση ανία; Γιατί αυτή η αίσθηση πως μ’ όλο που τρέχουμε, δεν ζούμε; Γιατί περνούμε έξω απ’ τη ζωή με μηχανές, σα μηχανές. Και η ζωή περιμένει εκεί, να τη ζήσουμε.
Ένας σύγχρονος επιστήμων λέει πως, αν μέχρι το 2025 δεν αλλάξουμε ρυθμό, θα εξαφανιστούμε. Δεν ξέρω αν είναι προφήτης ο επιστήμων αυτός, αλλά μου θυμίζει έναν σοφό της Ανατολής που λέει ότι «απ’ το παράθυρο σου κάνεις τα μεγαλύτερα ταξίδια». Γιατί, τι θα κάνεις στην Αίγυπτο ή στη Γαλλία αν δεν έχεις ταξιδέψει στον κήπο σου; Τι μπορείς να δεις σε μια πυραμίδα, αν δεν βλέπεις τίποτε σ’ ένα ηλιοτρόπιο; Τι μπορείς να δεις στον Γάγγη, αν δεν βλέπεις τίποτε στο ρυάκι της γειτονιάς σου; Οι άνθρωποι ταξιδεύουν για να δουν οι γείτονες ότι ταξιδεύουν, για να γυρίσουν και να πουν ότι πήγαν στην Αίγυπτο. Κοιτάζοντας τη Σφίγγα δεν βλέπουν τη Σφίγγα αλλά τη γειτόνισσα να της λένε πως είδαν τη Σφίγγα και αδημονούν να επιστρέψουν να της το πουν. Έτσι και στον έρωτα, έτσι παντού.



Ναι, δεν λέω: Με το αυτοκίνητο. Και το αεροπλάνο. Και το διαστημόπλοιο. Αλλά προπάντων με το πνεύμα. Γιατί το πνεύμα τρέχει γρηγορότερα κι από το φως. Γιατί το πνεύμα (δε χρειάζεται να τρέξει) βρίσκεται παντού. Το πνεύμα έχει το κέντρο του παντού, κι αν ζεις εν πνεύματι, είσαι στο κέντρο (πού να πας;), είσαι το κέντρο. «Να γίνεις ήλιος» (κέντρο), λέει ο Νίτσε, «όχι πλανήτης» (πλάνη) και ούτε δορυφόρος (φέρων δόρυ). Τι να το κάνεις το δόρυ; Ό,τι κι αν καρφώσεις μ’ αυτό, τον εαυτό σου θα καρφώσεις, αφού στην υπερξύπνια κατάσταση τα πάντα είναι ένα.

Αλλά, ας μην απομακρυνθούμε από τον αραμπά, που μας υπόσχεται ένα ρυθμό ανθρώπινο, θα τολμούσα να πω θεϊκό, γιατί οι θεοί δεν βιάζονται, σαν τα παιδιά, χαζεύουν μέσα στην αιωνιότητα, κοιτάζοντας από δω κι από κει. Βλέπουν ένα σκαθάρι που κυλάει ένα βώλο κοπριάς· τι έκπληξη, θυμούνται τον Σίσυφο. Κοιτάζουν έναν κήπο με λουλούδια· θυμούνται την πολυόμματη φορεσιά τους που την άφησαν κάπου για να χαρούν μ’ ανθρώπινα μάτια τ’ ανθρώπινα.

Αραμπάς· ο Αραμπάς σ’ εκείνο το τραγούδι της ερωτικής Ιωνίας: «Σήκωσ’ το φουστανάκι σου να δω τι γίνεται». Και πέφτει η αυλαία και ανοίγει ξανά η αυλαία: Καταστροφή. Κ’ οι αραμπάδες ατέλειωτη σειρά, φορτωμένοι μπαγάζια κι ανθρώπους, σπρωγμένοι από τον άγριο ασιατικό άνεμο προς τη θάλασσα. Εικόνες από τουφεκισμένους, σφαγμένους, κρεμασμένους. Ένας παπάς που θρηνεί. Τα μάτια των παιδιών που μεγάλωσαν από την πείνα, από το φόβο και την απορία. Κι ο άλλος αραμπάς, ο σιδερένιος και σαραντοποδαρούσης, φορτωμένος μέσα και έξω και πάνω με το στρατό της υποχώρησης, που χτες ακόμα χτυπούσε τη σάλπιγγα της απελευθέρωσης πάνω στους λόφους της αρχαίας πατρίδας.

Κι ο αραμπάς σε μια ζωγραφιά του Πικάσσο· ένας γυμνός γεροδεμένος λυκόμορφος κύριος τον σέρνει. Πάνω του σκοτωμένα βόδια κι άλογα. Ο λυκόμορφος κύριος που τραβά, γυρίζει το κεφάλι του και κοιτάζει με μια έκφραση που λέει: «Τι με κοιτάτε; Τι θέλετε να κάνω; Εμένα μου ’τυχε να ’μαι λυκόμορφος».

Κι ο άλλος αραμπάς στο όνειρο μου· εκεί ένας μινώταυρος, τραβά τον αραμπά που πάνω του βρίσκεται σκοτωμένος ένας μινώταυρος. Κι εγώ ν’ αναρωτιέμαι όχι στον ύπνο μου μα στον ξύπνο μου: «Πού τον πηγαίνει τον σκοτωμένο εαυτό του ο μινώταυρος;»

Κι ο άλλος αραμπάς του Ιερώνυμου Μπος, φορτωμένος σανό: Πίσω ο παράδεισος. Μπρος η κόλαση. Δαίμονες ποντικόμορφοι, βατραχόμορφοι, ψαρόμορφοι, γουρονόμορφοι, αλεπουδόμορφοι, χιμπατζόμορφοι, πτηνόμορφοι, τραβούν τον αραμπά. Μερικοί ακουμπούν σκάλες πάνω στο σανό για ν’ ανέβουν. Άλλοι καρφώνουν τσουγκράνες και προσπαθούν ν’ αναποδογυρίσουν τον αραμπά μαζί με το σανό. Άλλοι τρέχουν, άλλοι προσκαλούν, άλλοι στήνουν ένα πρόχειρο μαγεριό. Εκεί φιλονικούν κι εδώ αυτός ο άγιος άνθρωπος κρατεί τον άλλο ανάσκελα στη γη και του ’χει μπήξει κιόλας το μαχαίρι στο λαιμό. Βιασύνη, ταραχή, χαλασμός. Και συνάμα μια ηρεμία κανονικότητας. Ο αραμπάς προχωρεί πατώντας ζωντανά κορμιά και πίσω του ακολουθούν σοβαροί, καβάλα σ’ άλογα είτε πεζοί, πάπες και καρδινάλιοι, βασιλιάδες και στρατηγοί, όλο το συνάφι της εκκλησίας και του κράτους.
Πάνω στον φορτωμένο σανό (άλλο επίπεδο), ένα ζευγάρι ανθρώπων που φιλιούνται όρθιοι κι εκεί κοντά τους καθισμένοι ένας άντρας που παίζει ένα λαγούτο και μια γυναίκα που κρατά ένα βιβλίο ανοιχτό. Στ’ αριστερά τους ένας άγγελος σε στάση προσευχής και, στα δεξιά τους, φτερωτός, κοιλαράς, βατραχοχέρης, βατραχοπόδης, με την ουρά και με το μακρύ του πνευστό, ένας συμπαθητικός δαίμων, ένα πνεύμνα της μουσικής. Πάνω, ψηλά στον ουρανό, χωμένος ως τη μέση σ’ ένα σύννεφο, ο Κύριος ένοχος, τόσο για τον παράδεισο, τόσο για τον κόσμο, όσο και για την κόλαση, παρατηρεί με χέρια ανοιχτά, που δεν διακρίνω αν ευλογούν ή αν κάνουν εκείνη την κίνηση που συνοδεύει το στόμα όταν λέει: «Μα τι έκανα, ο Μαλάκας, εκεί κάτω;»

Αραμπάς· αραμπάς φορτωμένος ένα νεκρό πρίγκιπα της Ασίας· αραμπάς φορτωμένος καρπούζια· αραμπάς φορτωμένος τσιγγάνες· αραμπάς φορτωμένος κοπριά· αραμπάς φορτωμένος ξύλα· αραμπάς φορτωμένος γλάστρες με λουλούδια, αραμπάς φορτωμένος όπλα· αραμπάς φορτωμένος βαρέλια με νερό· αραμπάς φορτωμένος φεγγάρια· αραμπάς φορτωμένος καθρέφτες· αραμπάς φορτωμένος πλήθος όρθια αναμμένα κεριά· αραμπάς φορτωμένος κορμιά εκτελεσμένων Κούρδων· αραμπάς αδειανός γιατί δε βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα· αραμπάς φορτωμένος παιδιά και σερνάμενος από ένα βόδι που στα κέρατά του ανάμεσα κάποιος ετοποθέτησε χορδές. Αραμπάς στην άκρη της Τριχωνίδας. Το ζώο ζύγωσε και σκύβει στον καθρέφτη του νερού· ασπάζεται τον εαυτό του· πίνει.
Κ’ ύστερα, ο αραμπάς ουρανός, με τροχούς του τον ήλιο και το φεγγάρι, φορτωμένος άλλοτε νέφη, άλλοτε άστρα। Πού μπορεί να πηγαίνει τούτος ο αραμπάς, που στον πάτο της καρότσας του, κουβαλάει μαζί του όλους εμάς;


______________
Σημείωση:
Εικόνα 1η: Έργο του Μάρκου Αντωνίο. Εικόνα 2η: Έργο του Μάρκου Αντωνίο. Εικόνα 3η: Έργο του Μάρκου Αντωνίου.
Εικόνα 4η: Η Ρούσα και η Νύχτα κοιτάζουν το σπίτι της φίλης τους Αριάδνης στο Πελασγικόν Λευκάδος. Εικόνα 5η:Σε σχολείο ευρισκόμενος ο Πικάσσο έκανε στον μαυροπίνακα τούτη την εξαίσια ζωγραφιά. Τη σχεδόν άγνωστη. Και ίσως την πιο αγαπημένη μου από τις ζωγραφιές του. Εικόνα 6η: Οι ανεμώνες που κοιτάζουν. Πανέμορφες γιατί δεν ξέρουν τι σημαίνει "σπρεντς" κι ούτε τις νοιάζει να μάθουν. Εικόνα 7η: Το κάρο με το σανό, του Ιερώνυμου Μπος.