Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

ΠΕΝΤΕ ΚΕΙΜΕΝΑ (δημοσιευμένα στο "Κοντέινερ" της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ)

.

ΟΙ ΦΟΡΑΔΕΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ

Με την κατάληψη της Κύπρου, ένοιωσε ο ελληνικός λαός τον πόνο και την ταπείνωση της βιασμένης Μεγαλονήσου. Την Κύπρο, που βίαζαν οι Τούρκοι, την κρατούσαν οι Αμερικανοί και οι μεγαλόσχημοι της Δυτικής Ευρώπης, μα και η Ελλάδα, κρυμμένη πίσω από διάφορα προσωπεία: έκπληξης, αποτροπιασμού, συμπόνιας… Μαζί κι αυτή κρατούσε την Κύπρο για να την βιάζουν οι Τούρκοι. Η Ελλάδα; Τρόπος του λέγειν: Εννοώ οι Ελληνικές κυβερνήσεις: Χουντικές, «δημοκρατικές», «σοσιαλιστικές», που παίρνουν η μια από την άλλη την σκυτάλη των Αμερικανών και των άλλων γνωστών και άγνωστων Εταιριών.

Ύστερα ήρθε η ατίμωση με τα Ίμια, για να προχωρήσει η βαρειά σκιά του εξευτελισμού με τις παραβιάσεις τουρκικών αεροσκαφών πάνω από το Αιγαίο.

Και μετά η ατίμωση μέσω της παραδόσεως του Οτσαλάν. Τι σημασία έχει αν πέντε εγκάθετοι παραδίδουν τον Οτσαλάν; Σημασία έχει πως το έκαναν της Ελλάδας οι εγκάθετοι, που εκλέγονται τάχα μου από τον Ελληνικό λαό. Έτσι, τι σημασία έχει αν μόνος αυτός ο λαός κατατρόμαξε πριν δύο αιώνες την Οθωμανική αυτοκρατορία; Τι κι αν μόνος αυτός νίκησε τον πολυδύναμο ιταλικό φασισμό; Τι κι αν μόνος αυτός κράτησε στα σύνορα για μήνες τον πολυδύναμο γερμανικό ναζισμό; Τώρα είναι κι αυτός ένας από τους λαούς που παραδίδει ήρωες, που βοηθά φασιστικές κυβερνήσεις, που παίρνει εμμέσως μέρος σε γενοκτονίες.

Και βέβαια το αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας του ελληνικού λαού όλο και κατρακυλά. Συμμετοχή του ελληνικού στρατού στο ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ των εταιριών, και των βιομηχανιών όπλων. Που θέλουν κερδοφόρους πολέμους, κερδοφόρους βομβαρδισμούς, κερδοφόρο αίμα, κερδοφόρο πόνο, κερδοφόρα δυστυχία.

Και βέβαια το αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας του ελληνικού λαού κατρακυλά ακόμα περισσότερο καθώς, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα γίνεται η χώρα με τα περισσότερα σκουπίδια, η χώρα με τους χαμηλότερους μισθούς, η χώρα με τους πιο διεφθαρμένους πολιτικούς, η χώρα με τους πιο διεφθαρμένους ιερωμένους, τους πιο διεφθαρμένους δικαστικούς, τους πιο διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους. Είναι αδύνατο να πας σε δημόσια υπηρεσία και, μια φορά στις δύο, να μην φτάσεις στα πρόθυρα εγκεφαλικού, να μην μαλώσεις άγρια με τον ηλίθιο, απ’ το παράθυρο μπασμένο υπάλληλο, που σε αντιμετωπίζει με την αλαζονεία και το ύφος σαράντα παττακών κι εξήντα παπαδόπουλων.

Όταν όλα τούτα συμβαίνουν, ο λαός, μη έχοντας πια συγκεκριμένο κι ορατό εχθρό, για να τον πολεμήσει και να σωθεί, καταντά να γίνεται, αυτό που οι χαιρέκακοι για δεκαετίες προσπαθούσαν να γίνει. Καταντά να γίνεται ένας άθλιος λαός. Ένας πολτός που μπορεί να του δώσει ο "καθένας" το σχήμα που θέλει. Και βέβαια, όλο αυτό που συνέβη με τον Ελληνικό λαό τα τελευταία 20 χρόνια, όλη αυτή η επιτυχημένη μετάλλαξη προς την αθλιότητα, μου θυμίζει τις φοράδες του Πλούταρχου:

Σε μια περιοχή, λέει ο Πλούταρχος, όλος ο πλούτος των εκεί κατοίκων στηρίζονταν στην εξαγωγή μουλαριών. Και για ν’ αυξήσουν περισσότερο τον πλούτο τους, έπρεπε να καλυτερέψουν τη ράτσα των μουλαριών. Έψαξαν λοιπόν και βρήκαν την πιο καλή ράτσα από φοράδες, τις πιο όμορφες, τις πιο δυνατές, τις πιο υπερήφανες, και τις έβαλαν να διασταυρωθούν με τα γαϊδούρια τους. Όμως οι φοράδες αυτές με κανένα τρόπο δεν δέχονταν να τις καβαλλήσουν τα γαϊδούρια. Αδύνατον. Οι έμποροι μουλαριών έπεσαν σε απελπισία. Όμως ένας σταυλάρχης, πανέξυπνος και με τεράστια εμπειρία πάνω στην ψυχολογία των ζώων, βρήκε τι έφταιγε. Και ζήτησε την άδεια να εφαρμόσει το σχέδιό του. Πήρε λοιπόν τις φοράδες, τις κούρεψε άσχημα (χαίτη, ουρά, ψαλιδιές παντού), τις άλειψε με βρωμιές, και τις οδήγησε στον παρακείμενο ποταμό. Οι φοράδες βλέποντας στα νερά την όψη τους, παρέλυσαν. Έχασαν όλη τους τη διάθεση. Έχασαν την διάθεση για κάθε αντίσταση. Και δεν έφεραν πια καμμιά δυσκολία στα γαϊδούρια. Τ’ άφησαν να τις πηδούν, όσο ήθελαν, όπως ήθελαν.


ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΑ

«Ούτε καν αυτόν τον Καλιγούλα δεν θα τολμούσα να κατηγορήσω», λέει ο Μπόρχες. Το λέει τάχα για να κάνει επίδειξη; Αβασάνιστα; Άσοφα;

Ο Ηράκλειτος όσο περισσότερο συνειδητοποιούσε αυτό τον αλληλοσπαραγμό μέσα στον κόσμο, τόσο και περισσότερο μελαγχολικός γινόταν. Έκλαιγε. Γιατί δεν άντεχε την καταστροφή των μορφών. Ο Δημόκριτος από την άλλη γελούσε. Επειδή γι’ αυτόν δεν υπήρχαν μορφές, παρά μόνο άτομα, άτομα πυκνότερα εδώ και αραιότερα εκεί.

Όταν η «βία» είναι το θηλυκό του «βίος», θα μπορούσε να υπάρξει πράγματι, επιστημονικά, με απόλυτη ευθύνη του τι λέμε, θα μπορούσε να υπάρξει βίος χωρίς βία; Κάθε στιγμή του βίου μας στηρίζεται στον φόνο υπάρξεων όλης της ζωικής κλίμακας, από μικρόβια μέχρι μακρόβια. Υπάρχει μη βία κάπου στον βίο μας; Πού; Πότε; Πώς;

«Δεν θα σκότωνα ποτέ, μα ποτέ» λέει κάποιος «καλός» άνθρωπος. Και ρωτάς: «Αν δεις έναν μανιακό να πυροβολεί παιδιά στο προαύλιο ενός σχολείου και κρατείς όπλο, τι θα κάνεις; Θα καλέσεις την αστυνομία; Μέχρι να έρθει αυτή, δεν θα γλυτώσει κανένα παιδί. Μη τολμώντας να υπερβείς την «καλοσύνη» σου, έγινες κιόλας συνεργάτης του μανιακού φονιά».

Σίγουρα η κυρία είναι εναντίον της βίας, φανατικά εναντίον. Και βιάζεται να πάει σπίτι της να φάει αρνάκι, με τη βία ριγμένο κάτω, ένα ζώο που χτυπιόταν και τιναζόταν ανυπεράσπιστο, γνωρίζοντας την έσχατη μοναξιά, την έσχατη οδύνη, τη φρίκη του πόνου και του πνιγμού καθώς του έκοβαν το λαιμό. Για να το γδάρουν έπειτα, να το κομματιάσουν. Και να φτάσει στο πιάτο της κυρίας. Είναι όντως η κυρία εναντίον της βίας;

«Σκοτώνουν τα ζώα και τα τρώνε» έλεγε ο Εμπεδοκλής, «δεν ξέρουν ότι σκοτώνουν και τρώνε τα παιδιά τους». Αλλά κι ο Ηράκλειτος ήταν φυτοφάγος, όπως και οι περισσότεροι των αρχαίων σοφών. Αν γνώριζαν όντως οι Νεοέλληνες τον τρόπο ζωής των αρχαίων σοφών, τις σκέψεις τους, θα τους μισούσαν, γιατί θα τους θεωρούσαν εχθρούς της φοβερής ασυμμάζευτης κοιλάρας τους.

Δεν κρατούν όπλα, κι ούτε εκτέλεσαν ποτέ κανέναν. Όμως από τα δηλητήρια που βγάζουν τα εργοστάσιά τους, οι βιομηχανίες τους, πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι. Το κράτος στηρίζει την εξουσία του σε μεγάλο βαθμό, χρηματοδοτούμενο απ’ αυτούς. Έτσι το κράτος αποκλείεται να τα βάλει με τους ευεργέτες του. Οι άνθρωποι πεθαίνουν, πεθαίνουν κατά δεκάδες κι εκατοντάδες. Θα ήμουν τρομοκράτης αν εκτελούσα τέτοιους φονιάδες;

Ζούμε μέσα σε μια ψευδαίσθηση. Ο Ήλιος μας φαίνεται μεγαλύτερος και λαμπρότερος από τον γίγαντα Μπεντελγκέζε που ξεπερνά σε μέγεθος και λαμπρότητα τον Ήλιο χιλιάδες φορές. Κι ακόμα, έξω από τα κοντινά ουράνια σώματα, βλέπουμε ως σημερινό, έναν πανάρχαιο ουρανό. Μάλιστα κάποια από τ’ άστρα του αυτά έχουν ήδη, από χιλιάδες χρόνια διαλυθεί. Ο άνθρωπος ζει μέσα στην πλάνη. Διαβαθμίζει τη βία ανάλογα με το μέγεθος και την απόσταση. Αλλά και τα δυο τούτα είναι απατηλά. Νοιώθει φρίκη όταν το δυστύχημα συμβεί στη γειτονιά του. Ακούει σαν απλή είδηση, αδιάφορος, το ανάλογο δυστύχημα που έγινε στην Ινδία. Μόνο μέσα στην πλάνη του μπορεί να επιβιώσει ο άνθρωπος.

Μιλούν για δικαιοσύνη. Μα δικαιοσύνη δεν είναι να τιμωρείς αυτούς που χρησιμοποιούν βία. Δικαιοσύνη είναι να τιμωρείς εκείνους που αδικώντας κατά συρροήν, αναγκάζουν τους αδικούμενους να χρησιμοποιούν βία.

Ο κύριος σκοτώνει τη χελώνα που μπήκε στον κήπο του. Όμως η χελώνα δεν ξέρει τίποτε από ιδιοκτησίες. Δεν έκανε ποτέ συμβόλαιο με τον κύριο, που μ’ αυτό, να του παραχωρεί την έκταση του κήπου ως αποκλειστικά δική του. Η άθλια ανθρώπινη ύπαρξη «μπάζει από παντού».

Τι θα μπορούσα να πω για τη βία; Αφού αυτή είναι ανεξάντλητη όσο κι ο βίος. Πείρατα βίου και βίας ουκ αν εξεύροιο, ούτω βαθύν λόγον έχουν.



ΚΛΙΜΑΞ ΘΩΜΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΧΩΡΑΣ

Πού είναι η ζωή που τη χάσαμε ζώντας;
Πού είναι η σοφία που τη χάσαμε στη γνώση;
Πού είναι η γνώση που τη χάσαμε στις πληροφορίες;


Ποια είναι η ζωή που τη χάσαμε ζώντας; Είναι αυτή μέσα στην οποία μπορούσε ο καθένας μας να πει τη φράση των Ορφικών: «Παις ειμί Γας και Ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον».

Μυθολογικά η ζωή που χάσαμε, ισούται με την απώλεια της ιδιότητας των τέκνων της Γης και τ’ Ουρανού. Αφότου ο Χρόνος-Κρόνος ευνούχισε τον Ουρανό, χάσαμε τον ωκεανό της αιωνιότητας. Πέσαμε στο ποτάμι του καιρού, μέσα στο ρεύμα της παροδικότητας, που οι όχθες του γίνονται φέρετρό μας.

Φιλοσοφικά η ζωή που χάσαμε, είναι ο συμπάντειος, «ξυνός» (κοινός και σύν-νους) λόγος του Ηράκλειτου, απ’ όπου αποκομμένοι, κλειστήκαμε στην «ιδίαν φρόνησιν», στον ιδιωτικό νου, στην ιδιωτική γλώσσα.

Και βέβαια, σοφία είναι η πλήρως συνειδητοποιημένη εμπειρία μας.

Και βέβαια, γνώση είναι ό, τι προσλαμβάνουμε έξωθεν, από την πλήρως συνειδητοποιημένη εμπειρία των άλλων. Κινδυνεύοντας πάντα. Αν η ερωτική ευφροσύνη κι ο ενθουσιασμός δεν επιλέξουν τα λίγα και ουσιαστικά, αν αντιμετωπίσουμε τη γνώση σαν συζυγικό καθήκον, κινδυνεύουμε να γίνουμε αποθήκες γνώσεων. Και βέβαια «η πολυμάθεια δεν σε κάνει σοφό». Και βέβαια «πολυμαθίη» και «κακοτεχνίη» πηγαίνουν μαζί. Και βέβαια η απόσταση της κακότεχνης πολυμάθειας από τις πληροφορίες είναι τόσο μικρή.

Και οι πληροφορίες; Κινούντ’ εδώ, κινούντ’ εκεί, μέσω σκοπιμοτήτων. Δεν έχουν σίγουρη και συγκεκριμένη πηγή. Είναι συνήθως διαστρεβλωμένα ακούσματα, αναξιόπιστων ανθρώπων, για γεγονότα που έγιναν ή δεν έγιναν, είτε έγιναν μεν αλλ’ όχι όπως φημολογείται: Ποια είναι η αλήθεια για την Τιμισοάρα; Αυτή που έβγαινε στα πρωτοσέλιδα για μέρες ή εκείνη που γράφτηκε στα ψιλά και μόνο μια φορά; Γιατί χρησιμοποιήθηκε, όπως χρησιμοποιήθηκε, ο βουτηγμένος στην πίσσα κορμοράνος;

Ζούμε μες στα σκουπίδια που ρίχνονται μες στο σπίτι μας από το παράθυρο που λέγεται τηλεόραση. (Γιατί θέλουν τόσο πολύ να μας πείσουν ότι ο κόσμος, δεν είν’ εκείνο το απέραντο που μας φανερώνει ο Ήλιος, αλλ’ είναι μόνο αυτό το απομονωμένο που μας δείχνει ο φακός της τηλεόρασης;).

Δίνουμε ραντεβού, ν’ ανταμωθούμε, επειδή μας χωρίζουν σκουπίδια. Κολυμπούμε στα σκουπίδια, γυρεύοντας ο ένας το πρόσωπο του άλλου, προσπαθούμε, αναμερίζοντας σκουπίδια. Παραιτούμεθα τέλος λέγοντας, «ίσως αυτό να είναι το πρόσωπο του άλλου, ένα κολύμπι μέσα στα σκουπίδια».

«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο».

Πίσω ολοταχώς. Να βγούμε από τα σκουπίδια των πληροφοριών. Προς το σκαλοπάτι της γνώσης. Κι από κει προς το σκαλοπάτι της σοφίας. Όπου το οιδιπόδειο, όντας πνευματικό αρχέτυπο κι όχι σύμπλεγμα, αποκαλύπτει την βαθύτερη θεοποιό σημασία του. Η Αφροδίτη που γεννήθηκε από τον αφρό, όταν τα ερωτικά μέλη τ’ Ουρανού πέσαν στη θάλασσα, γίνεται οδηγός μας. Όσοι ερωτευτούμε τη Ζωή (τη μάνα μας), γινόμαστε αυτός που νίκησε τον Χρόνο-Κρόνο, γινόμαστε Ζευς. Γινόμαστε οι μετέχοντες στην συμπάντεια αλληλουχία, όπου τίποτε δεν είναι αποκομμένο και θνητό. Γινόμαστε αυτοί που μπορούν να βιώσουν όσα βίωσε ο Σεγκ Τσαν, όταν ξεστόμισε το εξαίσιο: «Δεν υπάρχει εδώ ή εκεί, η αιωνιότητα βρίσκεται μπρος στα μάτια μας».



ΕΓΩ ΕΙΜ’ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ

Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ, Τρίτη, 14 Ιουλίου, με των 12, από Πάτρα για Αγρίνιο. Μαζί με το ξεκίνημα του αυτοκινήτου μπαίνουν και τα σκυλέ του ραδιοφώνου. Δηλαδή, για μιάμιση ώρα, ο οργανισμός μου θα πρέπει να αμύνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις, απέναντι σ’ αυτό το δηλητήριο, που αποσυντονίζει τα κύτταρά μου και παραλύει τα μέλη μου.

Ακούω αυτό το ξεκίνημα του ηχητικού εμετού και προσπαθώ να ηρεμίσω τον εαυτό μου. Σχεδόν, επειδή τον φοβούμαι, του δίνω διαταγές: «Κοίταξε να ξεχαστείς ρε γαμώ το… Κάνε όμορφες σκέψεις… ψιθύρισε Καβάφη, Έλιοτ, Ρεμπώ,… ή, κρατήσου από αυτό το πανέμορφο τοπίο…».

Λέω στον εαυτό μου, αυτά που του λέω πάντα σ’ αυτή την περίπτωση… Πάντα αποφασίζω ότι δεν θα εξεγερθώ…(δεν γίνεται σε κάθε ταξίδι να μαλώνω με τον οδηγό)…Και πάντα ο εαυτός μου εξεγείρεται, ερήμην μου, έτοιμος αν χρειαστεί να σκοτώσει ή να σκοτωθεί…
«Αλλά σήμερα όχι… όχι κι αυτή τη φορά….Προσπάθησε….Όχι σου λέω ρε γαμώ το, άχρηστε, που σωματοποίησες ανάμεσα στους άγλωσσους βαρβάρους τη σχέση αίσθησης κι αισθητικής… όχι!...».
Έδωσα τις διαταγές στον εαυτό μου, αλλά η πραγματικότητα πραγματικότητα... Αρχίζω να λειώνω σαν παγωτό πάνω στη ζεστή άσφαλτο. Μόνο ο θυμός μου ακόμα με κρατάει κάπως από την κατάρρευση. Που δεν αντιδρά κανείς ρε γαμώ το. Που με βασανίζουν εν καιρώ ειρήνης και δεν το αντιλαμβάνεται κανείς…

Αλλά να, μια γυναίκα ακούγεται, μια γυναίκα που αντιδρά:
«Σας παρακαλώ… σταματήστε αυτά τα σκυλοτράγουδα, επιτέλους, σας παρακαλώ…είμαι άρρωστη…»
«Σε μένα μιλάτε;» λέει ο οδηγός.
«Μα σε ποιόν άλλον; Σε σένα…».
«Μα τα θέλει ο κόσμος κυρία μου. Δεν τα θέλετε;».
«Και βέβαια τα θέλουμε» απαντά μια κυράτσα…
«Μα πονάει το κεφάλι μου κυρία μου…Έρχομαι από γιατρό… Δεν είμαι υποχρεωμένη….» λέει η γυναίκα.
«Κι εγώ θέλω να χαλαρώσω με τραγούδια κυρία μου, δεν είμαι υποχρεωμένη…», απαντά η κυράτσα..
«Και γιατί σκυλοτράγουδα κυρία μου;…» φωνάζει ο οδηγός, «ελληνικά τραγούδια είναι…»
«Υπάρχουν και ξένα σκυλοτράγουδα; Δεν το ’ξερα…Αλλά δεν θα κάνουμε τώρα συζήτηση…κλείστε το».
«Βάλε Μπετόβεν στην κυρία παιδί μου…» φωνάζει η κυράτσα.
«Μα και Μπετόβεν να ήταν δεν είμαι υποχρεωμένη…καταλαβαίνετε… είμαι άρρωστη… έρχομαι από γιατρό….Και Μπετόβεν να ήταν δεν επιτρέπεται να μου τον επιβάλετε. Το λεωφορείο είναι μισθωμένο, ανήκει στους επιβάτες…».
«Επιβάτις είμαι κι εγώ κυρία μου», επιμένει η κυράτσα, κάνοντας τον οδηγό να καγχάσει χαιρέκακα, ενώ, ενώ χαμηλώνει κατά τι το εμετόριο…

Αυτή η φασαρία με δυνάμωσε. Αλλά στην ησυχία που ακολουθεί, τα χαμηλωμένα σκυλέ φτάνουν καθαρά ως εμένα. Και νοιώθω να με παραλύουν… Προσπαθώ από κάπου να πιαστώ…Κι ευτυχώς, ευτυχώς που υπάρχει κάτι να θυμώσω…ευτυχώς… αφού εντοπίζω πίσω μου δεξιά, έναν νεαρό, ήρεμο, απαθή. Έχει όλα όσα είχα στα εικοσιπέντε μου. Γένι, μαλλιά μακριά, επαναστατική εξάρτυση…όμως, μέσα του είναι χυλός… Η γενιά της καφετέριας γαμώ το… Όχι δεν είναι από αυτούς που βάζουν μπριλ κριμ και κλειστό παπουτσάκι με σοσόνι τον Ιούλιο… είναι απ’ αυτούς που υπολογίζουν να ρίξουν καμιά γκόμενα, διαφοροποιούμενοι, παίζοντάς το εμφανισιακά ολίγον τι Τσε Γκεβάρες. Γαμώ το καντήλι τους…

Έχουμε διανύσει κάπου το ένα τρίτο της διαδρομής, περάσαμε την Παλιοβούνα, φάνηκε ο Εύηνος. Πιο κάτω εκεί, δεξιά, στη στροφή, πάνω από τον Εύηνο, υπάρχει κάτι σαν ανεπίσημο πάρκινγκ. Όταν ταξιδεύω με τ’ αυτοκίνητό μου, σταματώ σ’ αυτό το σημείο, να δω τον Εύηνο από ψηλά... Αχ εσύ αέρα της ελευθερίας…Αλλά τώρα, τώρα είμαι σε λεωφορείο του ΚΤΕΛ, τώρα είμαι στην κόλαση, στα πρόθυρα εγκεφαλικού…

Μα ξάφνου, τι συμβαίνει; Βλέπω το νεαρό να περνά με σπουδή δίπλα μου κρατώντας πιστόλι. Λίγο πριν το ανεπίσημο αυτό πάρκινγκ, το άγναντο αυτό, πάνω από τον Εύηνο... Πριν καταλάβω καλά τι γίνεται ακούω:
«Κόψε δεξιά και σταμάτησε ρε σκατόμαγκα. Κόψε δεξιά, εδώ, εδώ, αλλιώς θα σου την ανάψω».
Ο οδηγός κόβει ταχύτητα, μπαίνει δεξιά και σταματά…Ο νεαρός πηγαίνοντας προς τον οδηγό, χτυπά στον ώμο την κυρία που ήθελε να χαλαρώσει.
«Σήκω να χαλαρώσεις κυρία μου. Μπρος, έξω, έξω… Κι εσύ έξω καριόλη…» λέει στον οδηγό. «Έξω κ’ οι δυο γαμώ την κωλοκοινωνία σας, γαμώ τις δημοκρατίες των πολυεθνικών…έξω…».
Δεν προλαβαίνω να δω. Οι δυο έχουν βγει έξω κι από κοντά τους ο νεαρός με το πιστόλι… Δεν προλαβαίνω να δω…κάποιοι σηκώνονται να κοιτάξουν…ακούω μόνο…όλοι σηκώνονται να κοιτάξουν… ακούω μόνο: «Εσύ γαμημένε βασανιστή για να πας στα αιώνια σκυλάδικα!». Κι ακούω την πρώτη πιστολιά. «Κι εσύ αγάμητη σκυλού για να βρεις την αιώνια χαλάρωση». Κι ακούω τη δεύτερη πιστολιά.
Βρίσκω τη δύναμη να σηκωθώ. Και προλαβαίνω να δω τον νεαρό να δίνει σάλτο προς της δασωμένη πλαγιά. «Δεν θα τον πιάσουν» σκέφτομαι. «Όχι. Δεν θα τον πιάσουν… Φεύγει προς τα βουνά…. Προς τις πηγές του Εύηνου… και… του Γαλαξία…».
.
.
.
ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΑΥΤΙΑ ΓΑΪΔΑΡΟΥ

Πόσοι αντιλαμβάνονται ότι η πιο αρχέγονη σχέση των κυττάρων μας, είναι αυτή τους η σχέση με τους ήχους; Πόσοι αντιλαμβάνονται ότι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να χορέψουμε, δεν είναι μια δική μας απόφαση, αλλά τα ίδια μας τα κύτταρα, τα ίδια μας τα μέλη, που σαν κλωνάρια δέντρου δεν μπορούν ν’ αντισταθούν σ’ αυτό τον αρχέγονο άνεμο; Κι ενώ στο άκουσμα της αληθινής μουσικής και του αληθινού λόγου, τα κύτταρά μας με μαθηματική ακρίβεια συντονίζονται προς αρμονικές ανακατατάξεις, που μας γεμίζουν συγκίνηση, ενθουσιασμό κι ευφροσύνη, αντίθετα, αυτός ο εμετός της δήθεν μουσικής, της δήθεν φωνής, του δήθεν στίχου, αποσυντονίζει τα κύτταρά μας, παραλύει τα μέλη μας, μας αρρωσταίνει με κάτι πιο διαλυτικό κι από αυτή τη ναυτία βαρύτατης μορφής. (Το ίδιο ακριβώς υφίστανται τα ζώα, ακόμη και τα φυτά. Όλα τα όντα που δεν έχουν χάσει την πρωταρχική τους φύση)...

Έχει ξεχαστεί το νόημα του μύθου που μας μιλά για τον Απόλλωνα, τον Μαρσύα και τον Μίδα. Γι’ αυτό και μοιάζει να είναι ο σκληρότερος μύθος της Ελληνικής Μυθολογίας. Μοιάζει, επειδή οι άνθρωποι θέλουν ν’ αγνοούν ότι «η υπερβολή φέρνει υπερβολή». Μοιάζει, επειδή, όσοι έχουν αυτιά γαϊδάρου, αδυνατούν να υποψιαστούν το μαρτύριο που προκαλεί η κακοτεχνία. Κι ο μύθος αυτό ακριβώς θέλει να μας αποκαλύψει: Πόσο φονικό πράγμα είναι η κακοτεχνία για κείνον που έχει ευ-αίσθητα προσληπτικά όργανα, για κείνον που η καλλιτεχνία είναι ανάσα ζωής, λύτρωση κι ευφροσύνη. Ο Μαρσύας λοιπόν, εγδάρη ζωντανός (γυμνώθηκε βιαίως από την ματαιόδοξη αυταπάτη του -δεν θα μιλήσω για ύβρη-), επειδή επέμενε να αντιπαραβάλλει την βλαπτική κακοτεχνία του με την ιαματική τέχνη του Απόλλωνα. (Ας μην ξεχνούμε ότι ο Απόλλων, εκτός από μουσικός και ποιητής, είναι όχι τυχαία, ο πατέρας του Ασκληπιού, του θεού της ιατρικής!). Κι όσο για τον Μίδα, που πήγε με το μέρος του Μαρσύα, αυτός απόχτησε αυτιά γαϊδάρου. Γιατί εντέλει, φτάνουμε κάποτε να γινόμαστε εξωτερικά το τοτέμ που μέσα μας έχουμε.

Και βέβαια πριν απ’ όλα η σιωπή. Ολόκληρη αιωνιότητα και ποτέ δεν με κούρασε η σιωπή, ποτέ δεν μ’ ενόχλησε. Αντιθέτως, υπήρξεν η υπέρτατη ακουστική ευφροσύνη μου.

Και ύστερα οι φυσικοί ήχοι. Ο ήχος του ανέμου, των νερών, ο ήχος όλων των όντων. Οι φωνές των πουλιών. Οι φωνές όλων των ζώων. Και των ανθρώπων. Κυρίως εκείνων των ανθρώπων που τους δόθηκε η χάρη να χρησιμοποιούν την φωνή τους, στο πρωταρχικό, λειτουργικό, ιαματικό της επίπεδο. (Χρόνης Αηδονίδης, Σουμποτίνοβα, Ναργκίς, Μαρία Κάρτα, Φεϊρούζ, Στυλιανός Μπέλος, Πανούτσος, νεράιδες των νησιών και της ενδοχώρας, της Σμύρνης και της Πόλης, παλιότερες και σύγχρονες. Ντέμης Ρούσος, Ενρίκο Μασίας, δωρικός Μπιθικώτσης, αρχαγγελικός Ξυλούρης, Ψαραντώνης ο δίος…).

Με μουσικά όργανα (έξοχα γλυπτά, σαν τους ήχους τους). Η γκάιντα (του Διόνυσου), η σιτάρ (του Ραβί Σανγκάρ), η φλογέρα, ο αυλός, το νέι, το φλάουτο, η λύρα (του Ορφέα, του Κρητικού, του Κύπριου, του Πόντιου), το τύμπανο (της Γης), το ντέφι (της Σελήνης), τα κύμβαλα (της Κυβέλης), η ράβδος (του ραβδωδού), η άρπα, το κανονάκι, η τσαμπούνα (του Θεόκριτου), το κλαρίνο (του Σαλέα), η κιθάρα (του Κάρλος Σαντάνα), το βιολί (του Γιεχούντι Μενουχίν).
Συζήτηση Σανγκάρ και Μενουχίν, με σιτάρ και βιολί, έχετε ακούσει; Όχι; Μα είναι δυνατόν;

Και βεβαίως, οι έξοχες μουσικές της Θράκης, της Κρήτης, της Κύπρου, των νησιών, της Ηπείρου. Μουσικές των Βαλκάνιων και των Σλάβων, όλης της Μεσογείου, των Γότθων, της Κίνας, της Περσίας, των Σύρων, των Φοινίκων, των Αφρικανών…Κι αυτές οι μουσικές της Ινδίας, εκφράζοντας απόλυτα την ίδια στιγμή και μέσα στον ίδιο σκοπό, την ύψιστη γλυκύτητα και την βαθύτερη πίκρα, όλη τη χαρά κι όλο τον πόνο που μπόρεσε ν’ αντέξει η ανθρώπινη ύπαρξη, από την άναρχη αρχή του κόσμου μέχρι σήμερα.
Μουσικές του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Κάρλ Ορφ, του Στραβίνσκι, του Μπραντουάρντι, του Θεοδωράκη, του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του Ζαβαρακατρανέμια και των άλλων έξοχων τραγουδοποιών μας…

Μουσικές των εθνών, των ηπείρων. Και μουσικές με ρίζες πλανητικές, προπλανητικές, ηλιακές, γαλαξιακές… Σαν κάποιες από αυτές του Σαντάνα (Abraxas), των Τάντζεριν ντριμ (Poland), των Χου (Teenage wasteland), των Πινκ Φλόυντ (Set the Controls for the Heart of the Sun), των Ντορς (The End).

Και τέλος ο θόρυβος των μηχανών. Θόρυβος, ναι. Μα όταν είναι παροδικός, όταν δεν υπερβαίνει σε ντεσιμπέλ την αντοχή των τυμπάνων μας, είναι ανεχτός. Χίλιες φορές πιο ανεχτός από τον οχετό της φονικής ανθρώπινης κακοτεχνίας.



ΕΙΔΗΣΕΙΣ

1. Κυκλοφόρησε προσφάτως (από τις εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ info@potamos.com.gr) το βιβλίο του Ορέστη Δαβία "Θαύματα χλωρά", με σχέδια του Διαμαντή Αϊδίνη και πρόλογο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

2. Κυκλοφόρησε προσφάτως (από το βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση, Λευκάδα) το βιβλίο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου "Χ(ε)ίλια δίστιχα". Όλα για το φιλί. Δείγμα:

Για δύο δευτερόλεπτα να ’μπαινα στη ζωή σου:
να μ’ άναβαν τα χείλη σου, να μ’ έσβην’ η πνοή σου.

.
.
3. Κυριάκος Φύλης*

ΣΑΝ ΜΑΓΟΣ ΣΑΝ ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ**

Απ’ τη σπηλιά της Αλταμίρας
μέχρι τις κρύπτες της Παλμύρας
κι από τις εκβολές του Νείλου
μέχρι τους λέοντες της Δήλου

ψάχνεις για νά ’βρεις τις αλήθειες
και της ζωής τα μυστικά
σε Γραμμικές Άλφα και Βήτα
παπύρους και ιερογλυφικά.

Κούρσεψες όλη τη Μεσόγειο
άλλοτε επίκεντρο της γης
της Ατλαντίδας της χαμένης
τα ερείπια ελπίζοντας να βρείς:

Πέργαμο, Λίνδο, Καρχηδόνα,
Ηράκλειες Στήλες, Κτησιφών,
το μυστικό στρατί γυρεύεις
τα σταυροδρόμια των σοφών…

Σαν μάγος σαν αλχημιστής
ποτό της γνώσης φτιάχνεις
μα της αλήθειας την πηγή
για πάντα θα την ψάχνεις·

χίμαιρες πια μην κυνηγάς
σε μύθους μην πιστεύεις
μέσα σου ψάξε και θα βρείς
εκείνο που γυρεύεις·

χωρίς αγάπη (είν’) η ζωή
γιορτή χωρίς τραγούδια
έρημος δίχως όαση
κήπος χωρίς λουλούδια.


______________
* Kατάγεται από τη Ρόδο. Μένει στη Γερμανία.
Tel. 0049 871 1430194

** Ποίημα του Κυριάκου Φύλη, βραβευθέν στο διαγωνισμό της kithara.gr (βλέπε λεπτομέρειες της βράβευσης στο http://mousikiamilla.blogspot.com/2009/07/1-kitharagr_08.html
.
.
4. Σημείωση (το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι):

Στην ανθολογία ποιημάτων του 2008 που κυκλοφόρησαν από το περιοδικό "(δέ)κατα" συμπεριλαμβάνεται με λάθη στις πρώτες στροφές, το παρακάτω ποίημά μου. Παραθέτω εδώ το ποίημα χωρίς τα λάθη που αυτό έχει μέσα στην ανθολογία:


ΠΡΟΣ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Όχι δεν πρέπει εμείς δεν πρέπει να μιλούμε
και του φονιά μας την καριέρα να χαλούμε.

Και πρέπει νά ’βρουμε τον τρόπο να πληρώσουμε
του δολοφόνου μας το ρούχο αν λερώσουμε,

αν την ορμή του αίματός μας δεν κρατήσουμε
και του φονιά μας το κουστούμι πιτσιλίσουμε.

Ω πρέπει νά ’μαστε πολύ προσεχτικοί
όταν ο μπόγιας κάνει τέτοια τελετή

που μας τιμάει, που μεγάλο και τρανό
στον κόπο βάλαμε να σφάζει ουτιδανό.

Κοίτα το αρνί που κάτω έχουν κολλήσει
και το κρατούν για να του κόψουν το λαιμό,
με τα ποδάρια του ζητά τον ουρανό
μήπως και φτάσει ως εκεί για να πατήσει
στέρεο έδαφος να βρει και να λακίσει…

Κοίτα το αρνί που κάτω έχουν πατήσει,
μόνο αέρα κατορθώνει να κλωτσά
κι ο ουρανός πάνω απ’ τα πόδια του γλιστρά
γιατί κι αυτός δεν θα τολμούσε να βοηθήσει
όποιον κ’ οι άγιοι τον έχουν λησμονήσει,

(σ’ άμφια μέσα βολεμένοι κι εκκλησίες
δέχονται αυτοί βαθειές γονυκλισίες).


Όχι δεν πρέπει εμείς δεν πρέπει να μιλούμε
και του φονιά μας την καριέρα να χαλούμε.

Το λένε αυτό και συγγραφείς νατοϊκοί
(που τους παρέκαμψαν ο έρωτας κ’ η ποίηση
γιατί δεν έμειναν αθώοι και απλοί
και σ’ άλλα κόλπα βρίσκουν πια ικανοποίηση).


Όχι δεν πρέπει εμείς, δεν πρέπει να μιλούμε
και του φονιά μας την καριέρα να χαλούμε.

Και πρέπει νά ’βρουμε τον τρόπο να πληρώσουμε
του δολοφόνου μας το ρούχο αν λερώσουμε

αν την ορμή του αίματός μας δεν κρατήσουμε
και το καινούργιο του κοστούμι πιτσιλίσουμε.



___
Σημ. για τις ζωγραφιές:
1. Ξανθή φοράδα (από αυτές που έδιναν βραβεία στους νικητές των αγώνων οι Έλληνες της Τροίας, φωτογραφισμένη στη Βασιλική Λευκάδας. 2. "Ο Έλληνας" του Carl Haag. 3. Η Κόρη της Ακαρνανίας.