Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΑΧ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011


 
  










 

















 ΕΣΕΙΣ ΔΕΝ ΗΡΘΑΤΕ

  Έφτασε ο καιρός που πιάσαν βάρδια η ροδιά και η κυδωνιά με τους εξαίσιους
καρπούς τους σαν λιμπά του κριαριού ή σαν βυζιά της Αφροδίτης, της Ελένης, της Ιστάρ,
της Ιφιάνασσας…ώ Περσεφόνη!

  Έφτασε ο καιρός που ’χουν βαρύνει τα κλωνάρια της ελιάς.
  (Με το ηλιόχτενο αλαφρώνεις τα κλωνάρια της ελιάς ή με λιοράβδι... μα, τι
λέγαμε;)
  Έφτασε ο καιρός που φύτρωσαν τα μωβ άγρια κρίνα στους αγκόθους των αγρών.
  Έφτασε ο καιρός που τα κυκλάμινα φωτίζουνε τις βόρειες πλαγιές της
Μεσογείου.
  Έφτασε ο καιρός που φύτρωσαν στις όχθες του Αχελώου οι κρόκοι που ’χουνε το
χρώμα φεγγαριού τεσσάρων ημερών.

  Ήρθανε όλα όπως κάθε χρόνο.
  Όμως εσείς οι νύμφες μου, εσείς οι αγαπημένες μου δεν ήρθατε.
 
  Δεν ήρθες ούτ’ εσύ που ήσουν ομορφότερη απ’ το μωβ άγριο κρίνο των αγρών.
  Δεν ήρθες ούτ’ εσύ που ήσουν ομορφότερη απ’ τ’ ανήριθμα κυκλάμινα στις
βόρειες πλαγιές της Μεσογείου.
  Δεν ήρθες ούτ’ εσύ που ήσουν ομορφότερη απ’ τον κρόκο ή το νέο φεγγάρι των
τεσσάρων ημερών.
 
  Ήρθανε όλα όπως κάθε χρόνο.
  Όμως εσείς, οι νύμφες μου, εσείς, οι αγαπημένες μου, δεν ήρθατε.


  ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

  Τα φύλλα ο άνεμος φορεί σα δράκος τις φολίδες·
  αχ τέτοιο ζώο μαγικό ποτέ σου εσύ δεν είδες.

  Έντερα, βλέννες και οστά, αίματα…. Ecce homo!
  Κι όμως εράσμια δορά σκεπάζει αυτό τον τρόμο.

  Όλα είναι ψευδαίσθηση, όλα του νου μας μάγια.
  Το ’ξερε ο Δημόκριτος, το ’πε κι ο Ντεσιμάγια.

  «Η Γη» μού λες «απέραντη είναι οστεοθήκη.
  Κι όμως δορά πανέμορφη σκεπάζει αυτή τη φρίκη».

  Μόνος κοιμούμαι και ξυπνώ, μόνος μου και μιλάω
  και των δακρύων τα τσαμπιά, μόνος μου τα τρυγάω.

  Γεύτηκα ως κατάβαθα και ομορφιά και φρίκη.
  Κι έμεινα λάμψη μαχαιριού έξω από τη θήκη.

  Αχ βρε ζωή, ποιος από με, σε αγαπά πιο πάνω;
  Κ’ είναι αυτός ο λόγος μου που θέλω να πεθάνω.

  Αχ βρε ζωή, μέγας για σε, ο έρωτάς μου καίει
  κ’ είν’ απ’ αυτό που ο Θάνατος μέσα στο νου μου πνέει.

  Του Γαλαξία έριξες το δίχτυ να με πιάσεις
  μα όντας σκέψη δεν μπορείς ποτέ να με προφτάσεις.

  (Από τα τελευταία τεύχη του περιοδικού Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ)



  


























ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ
   ΕΝΤΟΜΑ

  Τάβανε πάνω μου ακουμπάς σαν καύτρα του τσιγάρου·
  ψίχουλο όντας φτερωτό, γίνε τροφή του Χάρου.

  Μύγες που λύπη και θυμό πάντα μού προκαλείτε
  αν με πειράξετε κουτές στο Τίποτε θα μπείτε.

  Σφήκα διψάς και πάνω μου σ’ αφήνω να καθίσεις
  μα πρόσεχε τον πούτσο μου να μην τον ακουμπήσεις.

  Αίμα μού πίνεις κούνουπα· πολύ σκληρός ο φόρος
  κι ας ήσουν του Μελέαγρου* ο αγγελιοφόρος.

   (Που αν την ερωμένη του πήγαινες και ξυπνούσες
   τη λεοντή που σου ’ταξε αμέσως θ’ αποχτούσες.

  Μα πώς κατάντησες εσύ του ποιητή ο φίλος
   να γίνεις επικίνδυνος σα λυσσασμένος σκύλος;

  Μα πώς κατάντησες εσύ, να τόνε παίρνεις πίπα
  του ποιητή σα να ’σουνα κάποια πουτάνα σκνίπα;)

  _________________
 
   *Μέγας ποιητής της ύστερης κλασικής αρχαιότητος, Συροφοίνιξ την καταγωγή, που πέρασε τον πολυετή βίο του στην 
   νήσο Κω.

 
   ΠΕΝΤΕ ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

  Είσαι ωραία μα θεά γίνεσ’ εσύ ολόιδια
  όταν σε βλέπω μ’ ανοιχτά και σηκωμένα πόδια.

  Είσαι σοφή σαν Αθηνά, στο κάλλος Αφροδίτη
  γι’ αυτό και ισόβιο μ’ έκανες μες στο μουνί σου δύτη.

  Συχώρεσέ με κούκλα μου αν κάποτε σε σκιάζω,
  απ’ την πολύ μου ηδονή είναι που εγώ φωνάζω.

  Άσχημη είσαι και κουτή γι’ αυτό και πάω μ’ άλλες·
  που λες πως είναι χύσιμο του ιδρώτα μου οι στάλες.

  Είσαι ωραία μα κουτή και πόσο να σ’ αντέξω
  μόνο το σπέρμα κοινωνάς, το πνεύμα χύνετ’ έξω.


  TO BE OR NOT TO BE

  Βρέθηκε στον καθρέφτη του μπροστά.
  To be or not to be αναρωτήθηκε.
  To be απάντησε και σπάζει τον καθρέφτη.


  ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΔΥΟ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
  Στον Σπύρο Σιάμο και στη Φιόρη-Αναστασία Μεταλληνού.

  Ολόγυμνος στην αμμουδιά κ’ η θάλασσα ένδυμά του
  που τ’ άπλωσε κι ευφραίνεται με το πλατάγισμά του.

  Κόκκινη πύλη του ναού ο δύων ήλιος μοιάζει
  κ’ η θάλασσα κυματιστή κουρτίνα τον σκεπάζει.


  Η ΑΛΛΗ

  Στον Γιώργο Γερνά, στο Σπύρο Κάνουρα

  «Έχω προσέξει» μου ’πε «τελευταία
  πως όταν κάνουμ’ έρωτα τα μάτια σου τα κλείνεις.
  Σκέφτεσαι κάποιαν άλλη; Πες μου το».
Και είπα:
  «Όχι, δεν σκέφτομ’ άλλη. Εσένα σκέφτομαι,
  στα δεκαεφτά σου». Και μου απάντησε:
  «Κι εκείνη άλλη είναι ρε γαμώ το. Ε;
  Άλλη δεν είναι;» Κι έμπηξε τα κλάματα.


  Μ’ ΑΛΛΗ ΚΑΜΜΙΑ

  Μ’ άλλη καμμιά δεν ξεδιψώ· πάντα μού μένει κάτι
  που μου κεντρίζει το κορμί. Ώ έξοχη αυταπάτη
  αχ λύτρωσέμε, πάρτο μου, του πόθου μου το αλάτι.



  ΓΙΑNΓΚ ΚΑΙ ΓΙΝ
  Στον Βαγγέλη και στον Νίκο Τσουκάρα

  Πάνω απ’ το ποτάμι, το γεφύρι και τον μύλο
  πάνω απ’ τις πολλές πορτοκαλιές
  πλαγιά κλιμακωτή με τους μπαχτσέδες και τα σπίτια.
  Εκεί μένει ο Γέρος και ο Γιος.
  Φίλοι μου. Με καλούν κάπου και πότε
  να φάμε οι τρεις μαζί.

  Κάποια στιγμή ο Γιος μιλάει για τη μάνα του.
  Τότε ο Γέροντας ακίνητος κοιτάζει χαμηλά στον τοίχο απέναντι
  περίλυπος και σιωπηλός, τα χέρια του κινώντας
  σα να κρυώνουν και του λείπουνε οι τσέπες.
  Η μια καμπυλωμένη χούφτα μες στην άλλη
  στην κυκλική τους κίνηση μου φέρνουνε στο νου
  τα δυο στοιχεία του σοφού ταοϊσμού.

Ραΐνα, Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011



  ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ

  Στον εαυτό μου και στον Νίκο που έφυγε. Σε όλους που έμειναν ενώ έχουν φύγει.

  Τόσο πολύ φτωχός που πια η ομορφιά δεν τον φοβάται και του ρίχνει φύλλα από
  μάλαμα στα γόνατα στους ώμους στους αγκώνες.
  Κι έχοντας λησμονήσει αυτός κάθε γραφή τον περιβάλλουν λαμπερά θαυμαστικά
  των δέντρων καθώς πέφτουν οι σταγόνες.



              ΤΑ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΑ 
 
Όταν οι μαθητές ζήτησαν από τον Ιησού να τους μιλήσει για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, «ποιος τέλος πάντων είναι αυτός ο άνθρωπος;», ο Ιησούς τους είπε: «Ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν από γυναίκα (πρώτη γέννηση), δεν υπάρχει ανώτερος από τον Ιωάννη. Όμως κι ο κατώτερος στον κόσμο του πνεύματος (δεύτερη γέννηση) είναι ανώτερος από τον Ιωάννη».


{{ Πρώτη και δεύτερη γέννηση: Είναι ακριβώς αυτό που λένε οι στίχοι του Ερωτόκριτου, και που ο Σεφέρης* τους χρησιμοποίησε αρχικά σαν προμετωπίδα στη «Στροφή» και που κατέληξαν να είναι η προμετωπιδα όλου του ποιητικού του έργου:

Για μένα όλα σφάλασσιν και πάσιν άνω κάτω
για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω.

Χωρίς να σφάλλουν τα πάντα, δεν ξαναγεννιέται η φύση των πραμάτω. }}

Ο Ρώσος φιλόσοφος Μπόρις Μουράβιεφ που στο βιβλίο του «Γνώση» φέρνει στο φως την εσωτερική παράδοση του Χριστιανισμού, αναλύοντας τούτη την παράγραφο του Ευαγγελίου, μας λέει πως ο Ιησούς μιλούσε για τα δυο επίπεδα στα οποία χωρίζεται ο κόσμος των ανθρώπων. Μιλούσε για τον άνθρωπο του ψυχολογικού επιπέδου, (που δεν έχασε την ψυχή του ώστε να την αποχτήσει ξανά συνειδητά). Και για τον άνθρωπο του πνευματικού επιπέδου (που έχασε την ψυχή του και την έχει αποχτήσει ξανά συνειδητά). Όμως ας γίνω περισσότερο σαφής και συγκεκριμένος: Ο Ιησούς μιλούσε για τον ηθικό-κοινωνικό άνθρωπο από τη μια, και για τον ένθεο-συμπαντικό άνθρωπο από την άλλη

Ο Ιωάννης, όντας ένας φαρισαίος, δηλαδή ένας εξωτερικός άνθρωπος (η λέξη «φαρισαίος» δεν είναι προσβλητική), όντας ένας άνθρωπος του ψυχολογικού επιπέδου, ένας άνθρωπος που αγνοεί τους νόμους του πνεύματος, θεωρούσε σημαντικά, πράγματα που είναι ασήμαντα για τον κόσμο του πνεύματος. Ο Ιωάννης επικέντρωνε την προσοχή του σε θέματα ηθικής. Όμως η ηθική είναι κάτι που διαφέρει από τόπο σε τόπο, από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία. Στις κοινωνίες του Τροπικού, αν γυρίσεις να κοιτάξεις τη γυναίκα του άλλου σε οδηγούν στη σφαγή. Στο Βορρά, αντίθετα, το να μην κοιμηθείς με τη γυναίκα του ανθρώπου που σε φιλοξενεί, θεωρείται προσβολή. Αλλά, η μαχαιριά στο στήθος, είτε στον τροπικό κόσμο είτε στον πολικό, είναι μαχαιριά. Όπως και η πείνα είναι παντού και πάντοτε πείνα, ο πόνος παντού και πάντοτε πόνος, η ηδονή παντού και πάντοτε ηδονή. Και για να νοιώσουμε πιο καλά, μες από τη γλώσσα μας το θέμα τούτο, αρκεί να εννοήσουμε τη διαφορά ήθους και ηθικής. Έχω «ηθική» σημαίνει, συμπεριφέρομαι σα να έχω ήθος, ενώ στην πραγματικότητα διέπομαι από κοινωνικούς νόμους. Έχω «ήθος» σημαίνει είμαι ένθεος, έχω μέσα μου θεό (το σωκρατικό δαιμόνιο) και συμπεριφέρομαι σύμφωνα με όσα αυτός μου υπαγoρεύει. 

Ο Ιωάννης κατηγορούσε τον Ηρώδη για το ότι εκείνος είχε ερωμένη του τη γυναίκα του αδερφού του. Ο Ιωάννης δε νοιαζόταν για την καρδιά του Ηρώδη αλλά για το ποιαν είχε στο κρεβάτι του ο Ηρώδης. Ο Ιωάννης ούτε τους νόμους του πανίσχυρου έρωτα γνώριζε, ούτε την αξία που έχει η καθαρή καρδιά. Αντίθετα, ο Ιησούς, όταν έφεραν μπροστά του τη μοιχαλίδα, για να τον παγιδεύσουν, τους είπε: «Όποιος ποτέ του δεν σκέφτηκε να μοιχεύσει, ας ρίξει πρώτος την πέτρα». Προσοχή. Δεν είπε «όποιος ποτέ του δεν έχει μοιχεύσει», αλλά «όποιος ποτέ του δεν σκέφτηκε να μοιχεύσει». Το να μην μοιχεύσεις για τον κόσμο του πνεύματος, δεν λέει τίποτε. Δεν μοίχευσες επειδή δεν μπόρεσες. Δεν μοίχευσες επειδή φοβόσουν τα επακόλουθα. Δεν μοίχευσες γιατί ήσουν σιδεροδέσμιος. Πολλοί είναι αυτοί που δεν μοιχεύουν. Όμως δεν υπάρχει κανείς ο οποίος έχει σώας φρένας και υγιή λίμπιντο που να μην έχει σκεφτεί να μοιχεύσει, που να μην έχει λιμπιστεί την περαστική ή τον περαστικό, τον γείτονα ή τη γειτόνισσα, τον κάποιον στην αγορά ή την κάποια. Ο Ιωάννης κρίνει τον άνθρωπο «εξωτερικά», βάσει των ηθικών κανόνων της εποχής του, του τόπου του, της κοινωνίας στην οποία ζει. Ο Ιησούς κρίνει τον άνθρωπο «εσωτερικά», βάσει των νόμων του πνεύματος, που ισχύουν παντού και πάντα, με τον ίδιο τρόπο. Δεν τον ενδιαφέρει ποιον έχει κανείς στο κρεβάτι του αλλά τι έχει στη συνείδησή του. Και ξεκαθαρίζει: «οι πόρνες προηγούνται όλων στην βασιλεία των ουρανών».

Στο ψυχολογικό επίπεδο, αν γίνει δίκη, θεωρείται σωστό ο αδερφός να υπερασπίσει τον άδικο αδερφό, ο φίλος να υπερασπίσει τον άδικο φίλο. Όμως εκείνος που ανήκει στο πνευματικό επίπεδο υπερασπίζει μόνο αυτόν που έχει δίκιο, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του αν ο δικαζόμενος είναι ξένος ή αδερφός, εχθρός ή φίλος. Στο πνευματικό επίπεδο σημασία έχει το τι πράγματι συμβαίνει κι όχι αυτό που δολίως φανερώνεται ότι συμβαίνει.

Στο ψυχολογικό επίπεδο το οποίο εκπροσωπεί ο Ιωάννης, φυτρώνουν όλα τα άνθη του κακού: Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, καϊνικό σύμπλεγμα, εύκολη, αβασάνιστη κριτική προς τον πλησίον, κι ακόμα, δικαιοσύνη χωρίς γνώση, οι νόμοι της κοινωνίας οι θεσπισμένοι από τους δυνατούς και καμωμένοι στα μέτρα τους. Η ζήλεια, ο φθόνος, ο δόλος, η προς το θεαθήναι καλοσύνη, η κατά φαντασίαν ιδιοκτησία, το «απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα», το «δεν τρώω λάδι την Τετράδη» που ’λεγε ο Μακρυγιάννης «αλλά ροκανίζω των ανθρώπων τις καρδιές». Οι «ασβεστωμένοι τάφοι που μέσα είναι γεμάτοι σκουλήκια». Το «έχω οικογένεια, άρα είμαι καλός». Το «πάω κάθε Κυριακή στην εκκλησία άρα είμαι καλός». Το «φορώ κουστούμι και γραβάτα, άρα είμαι κύριος». Κύριος τίνος; Της μελλοντικής (αυριανής) σκόνης που είσαι ο ίδιος ή της μελλοντικής (αυριανής) σκόνης που είναι ο άλλος; Και το βρίσκεις τόσο σπουδαίο η σκόνη να φέρνεται ως αφεντικό στη σκόνη; Και το βρίσκεις τόσο σημαντικό να φέρνεται αλαζονικά η δική σου σκόνη στη σκόνη του πλησίον; Και πως διακρίνεις μέσα στο πλήθος της σκόνης τη δική σου σκόνη από τη σκόνη του άλλου;

__________________
* Σ’ όλες σχεδόν τις θρησκείες, ως αγίους τους θεωρούν τους ποιητές. Στην Αρχαία Ελλάδα τους αποκαλούσαν ισόθεους είτε αθάνατους θνητούς. Μόνο ο χριστιανισμός κράτησε μακριά τους ποιητές, σφετερίστηκε την αποστολή τους (και μάλιστα κάποτε τους πολέμησε ως αιρετικούς και πόρνους) διότι αυτοί με το να λένε τα πράγματα με τ’ όνομά τους είναι βλαβεροί στο Μεγάλο Μαγαζί της Εκκλησίας. Εξαιρέθηκαν οι δογματικοί, οι θεούσηδες, οι άχρηστοι για την ανθρωπότητα, μα χρήσιμοι στο Μαγαζί.




  ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ, 500 μαντινάδες, ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗΣ, εκδόσεις τυπωθήτω ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ, δύο δείγματα:


                         Μέσα στη νύχτα να σε δει και το φεγγάρι ακόμα
που σαν προβάλλει είναι χλομό θα πάρει αμέσως χρώμα.
     
Φεγγάρι ο κόσμος σ’ αγαπά και οι ληστές ακόμα
γι                      γιατί για κάθε μυστικό έχεις κλειστό το στόμα
              
             *
Ευχαριστώ όλους τους φίλους που μου στέλνουν τα βιβλία τους. Κι ευχαριστώ τους ελάχιστους εκείνους που μου στέλνουν τα περιοδικά τους και τις εφημερίδες τους δωρεάν, σεβόμενοι την επιλογή μου να ζω λιτά. Κι εγώ δεν τους αφήνω έτσι. Όταν μου ζητούν κείμενα, τους δίνω ό, τι φρεσκότερο έχω.

Ένα από αυτά τα έντυπα, είναι και το πανελλήνιας εμβέλειας κοζανίτικο περιοδικό Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Το διευθύνει ο Βασίλης Καραγιάννης. Απ’ όσα κάνει ο Καραγιάννης (περιοδικό, κείμενα, βιβλία) τίποτε δεν μου είναι αδιάφορο. Η ιδιοφυΐα του μπορεί να φανεί ακόμα και στο απλούστατο: Όταν του έστειλα το βιβλίο μου ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ, το παρουσίασε με δυο λέξεις, κάνοντας συνάμα, με τις δύο αυτές, σοφά επιλεγμένες λέξεις, ίσως την πιο καλή, ίσως την πιο πλήρη «κριτική» που έχουν κάνει μέχρι σήμερα στο ποιητικό μου έργο: «Άγριος λυρισμός». Όλα σχεδόν που ειπώθηκαν για το έργο μου είναι σωστά. Μα το βασικό χαρακτηριστικό του βρίσκεται σ’ αυτές εδώ, τις δύο λέξεις του Βασίλη Καραγιάννη.

                                        Από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού του παίρνω και δημοσιεύω εδώ ένα ποίημά μου:



Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΟΥΒΑΣ

Γριά Σαμία της πηγής νεράκι κουβαλάει
με δυο αγγειά που το ’να τους ραγίστηκε στο πλάι.

Και χάνει από κει νερό κι έτσι στο σπίτι φτάνει
με το ελάχιστο νερό που να κρατεί προφτάνει.

«Συχώρα με καλή γιαγιά που αν και με γεμίζεις
μ’ ενάμισο κουβά νερό πάντα εσύ γυρίζεις».

Και η γριά του απαντά «Διόλου να μην λυπάσαι
και για τα όσα γίνονται ευτυχισμένος να ’σαι.

Λουλούδια έχ’ η στράτα μου μόνο απ’ τη μεριά σου
κι αυτό καλέ μου οφείλεται εις τη ραγισματιά σου».

Λέντας Λυβικού Πελάγους, Αύγουστος 2011



            Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ*
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ:

Όταν το Γύναιο της Ζάκυθος θα πάρει
βήμα δασκάλου και συντάσσει ιστορία
περί της Σμύρνης, του Αιγαίου, της Ηπείρου
και τη λαλιά μας προσπαθεί να την τουμπάρει,
θα κυβερνά των ανθελλήνων η φατρία·
η λευτεριά μας θα ’ναι πια σκιά ονείρου,
η λέξη «Έλλην» θα ’ναι πάλι μια βρισιά.
και προσδοκόμενη η κοσμοχαλασιά.

                    Πελασγικόν Λευκάδος, 21 Μαρτίου 2010

* Βέβαια δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι αυτά που μου είπε ο Σολωμός στον ύπνο μου, πράγματι μου τα είπε ο Σολωμός. Υποψιάζομαι ότι μάλλον οι φόβοι μου, οι χρόνο με τον χρόνο επαληθευόμενοι φόβοι μου, (που άλλωστε ήσαν και φόβοι των μεγάλων μας ποιητών, τους οποίους εξέφρασαν όσο ζούσαν), οι φόβοι μου λοιπόν χρησιμοποίησαν μιαν οικεία ποιητική μορφή κι έγιναν έκφραση.

Σημείωση:

Η μάνα μου διηγώταν ότι γύρω στο 1949 με 50, της έκλεψαν ένα γουρουνόπουλο. Μεγάλη απώλεια τις μέρες εκείνες που οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους μας έγδυσαν· τις μέρες εκείνες, μετά τον εμφύλιο όπου τα πάντα ήσαν σακατεμένα.

Η μάνα μου υποψιαζόταν, σχεδόν ήξερε, ποιας οικογένειας άνθρωποι έκλεψαν το γουρούνι, αλλά πώς να το αποδείξει;

Παραμονή του Αγίου Αθανασίου. Γονατιστή με κλάματα προσεύχεται στον άγιο του πατρικού χωριού της (Κερασιά Αιτωλίας) που την άλλη μέρα γιόρταζε. Με κλάματα ζητούσε να τη φωτίσει να βρει τρόπο να πάρει πίσω το γουρουνόπουλο. Στον ύπνος της ο Άγιος Αθανάσιος της παρουσιάζεται, όπως από μικρό παιδί τον ήξερε στην εκκλησιά του χωριού της και της λέει:

«Μη στενοχωριέσαι παιδί μου. Θα το πάρεις ξανά του γουρουνάκι. Μόλις ξυπνήσεις το πρωί, πάρε τη μάνα του γουρουνιού και πήγαινε έξω από την αποθήκη των ανθρώπων αυτών. Ζήτησέ τους ν’ ανοίξουν την πόρτα. Το γουρουνάκι θα τρέξει αμέσως στη μάνα του. Τότε χωρίς να μιλήσεις σε κανέναν, σέρνοντας τη γουρούνα σου γύρισε σπίτι σου. Το γουρουνάκι θ’ ακολουθήσει τη μάνα του χωρίς κανείς να τολμήσει να σου μιλήσει».

Η μάνα μου σαν ξύπνησε έκαμε ό, τι της είπε ο Άγιος και πήρε το γουρουνάκι πίσω.
Όταν το διηγώταν αυτό το περιστατικό, τόσο αυτή όσο και οι άλλοι, ισχυρίζονταν ότι όντως ο Άγιος Αθανάσιος βοήθησε τη μάνα μου. Εγώ τους έλεγα ότι ο ασυνείδητος εαυτός της, γνώστης των πάντων, παίρνοντας μια προσιτή προς την μάνα μου μορφή, φρόντισε να τη δασκαλέψει, αφού άλλωστε το είχε εκ βαθέων ζητήσει. Δεν έπειθα και πολύ με αυτά, αλλά τούτη η εξήγηση που έδινα (χωρίς ν’ αποκλείω με φανατισμό οτιδήποτε άλλο) ήταν για μένα η πιο σωστή εξήγηση του συμβάντος.

Και μιας και βρισκόμαστε κοντά στα θαύματα: Όντως στην Κεφαλλονιά κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, στη γνωστή εκκλησιά, παρουσιάζονται εκείνα τα φίδια. Εκείνο όμως που οι παπάδες δεν γνωρίζουν είτε δεν θέλουν ν’ αποκαλύψουν, είναι ότι τέτοια περιστατικά γίνονταν και πριν τον χριστιανισμό. Δεν έχουν σχέση με την ορισμένη θρησκεία, μα πιθανότατα έχουν σχέση με τη χημεία που δημιουργούν: η πίστη-υποβολή, η ορισμένη ημέρα, αρώματα και ήχοι, οι πράξεις και οι τελετουργίες. Και αν ακόμη αυτά τα περί χημείας είναι λάθος, δεν είναι λάθος ότι αυτά τα περιστατικά συνέβαιναν από πάντα, και συμβαίνουν σε όλες τις θρησκείες. Δεν επιτρέπεται οι χριστιανοί να χρησιμοποιούν την άγνοια και να κρύβουν αλήθειες, βλάπτοντας έτσι την αλήθεια που ελευθερώνει.



ΥΓ.:


«…Και δεν πειράζει Γιάννη μου που φεύγ’ η νεολαία
σε άλλες χώρες. Μόνο εδώ; Παντού είναι ωραία».

Φίλος πασόκος μου ’λεγε. «Κι εξάλλου η Ελλάδα
όντας ιδέα, όπου πας, άσβεστη είναι δάδα…

Να ζεις μπορείς όπου στη γης και να ’σ’ ένας Σωκράτης
ελληνικά να σκέπτεσαι κ’ ελληνικά να πράττεις».

«Σίγουρα» είπα «ο λόγος σου δεν έχει ψέμμα ή δόλο·
μα γίνετ’ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ αν ζεις στο Βόρειο Πόλο;

Εδώ «παν μέτρον άριστον», βουνά και παραλίες
και μες στο μέτρο πάντοτε έχει θερμοκρασίες.

Της ποικιλίας είν’ εδώ ο τόπος κ’ η εστία
που κάνει τον Πολύτροπο και τη Δημοκρατία.

Δεν είν’ ιδέα η Ελλάς, μα κλίμα, περιβάλλον,
γλώσσα που πλούτον σαν κι αυτής καμμιά δεν έχει άλλον.

Εδώ ερωτεύεσαι το απτό, το σύμπαν έχεις σπίτι
και ξεκινά η ανάγνωση απ’ τον Αποσπερίτη,

σε όλα τ’ άστρα εκτείνεται, μ’ ευφρόσυνη ευκολία
φτάνοντας στον Αυγερινό πού ’ναι η χρυσή τελεία.

Εδώ θεός αθάνατος κι άναρχος είναι η Φύση
άκτιστη κι αψεγάδιαστη τα πάντα έχει λύσει

μες στου ρυθμού της τα δεσμά τα εράσμια κ’ είναι δρόμοι
της λευτεριάς αλάθευτοι της φύσεως οι νόμοι.

Εδώ η ομορφότερη ενδυμασία πού ’χεις
είναι τ’ ολόγυμνο κορμί (ως το ’κανε ο Τσαρούχης

και οι αγγειοπλάστες μας, οι γλύπτες, κ’ οι ξωμάχοι)·
εδώ γυμνοί πηγαίναμε ακόμα και στην μάχη.

Εδώ δεν έχει τύραννο θεό που με διώξεις
όλους τους απειλεί. Εδώ, της Φύσεως τις όψεις

έχουμε για θεούς, ω ναι, έξη ωραία ζεύγη
της Αρμονίας οι αρμοί, τίποτε δεν ξεφεύγει

απ’ της Ανάγκης το ρυθμό που όντας δαχτυλίδι
στον εαυτό της ρέοντας πάντοτε ξαναδίδει

αυτό που παίρνει. Και σκοπό άλλο αυτή δεν έχει
απ’ το να τρέχει ακίνητη κι ακίνητη να τρέχει.

















                       ΟΣΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
                            (Από το περιοδικό Κοντέινερ, Δεκ. 2011, τεύχος 18)


ΩΝ ΤΟ ΣΚΗΝΟΣ ΧΡΗΖΕΙ, ΠΑΣΙ ΠΑΡΕΣΤΙΝ ΕΥΜΑΡΕΩΣ
ΑΤΕΡ ΜΟΧΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΗΣ. ΟΚΟΣΑ ΔΕ ΜΟΧΘΟΥ
ΚΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΗΣ ΧΡΗΖΕΙ ΚΑΙ ΒΙΟΝ ΑΛΓΥΝΕΙ, ΤΟΥΤΩΝ
ΟΥΚ ΙΜΕΙΡΕΤΑΙ ΤΟ ΣΚΗΝΟΣ, ΑΛΛ’ Η ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΚΟΗΘΙΗ


Όσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο (λέγει ο Δημόκριτος), ευχάριστα παρέχονται σε όλους. Όσα με κόπο και δυσχέρειες αποκτώνται, είναι ανάγκες δημιουργημένες από την κακοήθεια του νου.

Και ποια είναι αυτά που ευχάριστα παρέχονται σε όλους και που στην πραγματικότητα μας δίδονται δωρεάν από τη φύση;

Αέρας, ύπνος, νερό, φαγητό, έρωτας. Και ακολουθούν, το παιχνίδι της δημιουργίας (που προϋποθέτει ελεύθερη σκέψη, ελεύθερη έκφραση) και το παιχνίδι της απόλαυσης της δημιουργίας των άλλων, (που προϋποθέτει άφθονο χρόνο, για το παιχνίδι και την τέχνη του ζην). Τα πέντε πρώτα είναι ό, τι ονομάζουμε ζωή (αν και είναι πολιτισμός). Τα δυο τελευταία, είναι ό, τι ονομάζουμε πολιτισμό (αν και είναι ζωή).


  

Το πρώτο μάθημα στο σχολείο, από την πρώτη κιόλας μέρα, θα έπρεπε να είναι η αφοβία απέναντι στη ζωή, η αφοβία απέναντι στον βιοπορισμό. Να καταλάβει το παιδί, βαθειά να το συλλάβει και να το πιστέψει, ότι μπορεί να ζήσει (ιδίως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, μ’ εξαίρετο κλίμα και θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον) μπορεί να ζήσει, έχοντας μια πηγή, έναν κήπο, μια βάρκα, μια κατσίκα. Και να έχει πολύ χρόνο για τον έρωτα, για το παιχνίδι-δημιουργία και για το παιχνίδι απόλαυση της δημιουργίας.

Το πρώτο μάθημα, θα είναι το μάθημα της αφοβίας απέναντι στην πείνα. Γιατί τότε μόνο η γνώση ανεξάρτητη από το φόβο για την πείνα, τότε μόνο μπορεί να γίνει η παιδεία-παιχνίδι του παιδιού, χαρά και τέχνη του ζην.

(Να ερμηνευτεί ο μύθος του Ανταίου που όσο πατούσε τη γη ήταν ακατανίκητος και να συνδεθεί ο μύθος αυτός με το ξερίζωμα των ανθρώπων από τη γη, που τους κάνει ευάλωτους κι εξαρτώμενους από το κράτος και τους τοκογλύφους).
Κι ενώ το πρώτο μάθημα θα έχει να κάνει με την αφοβία απέναντι στον βιοπορισμό, μαθαίνοντας στα παιδιά ότι τα αναγκαία είν’ ελάχιστα και του παρέχονται δωρεάν από τη φύση, το δεύτερο μάθημα θα έχει να κάνει με την προστασία των ελαχίστων και αναγκαίων αυτών αγαθών.

Αυτός που αφαιρεί τα αγαθά αυτά, είτε τα εμπορεύεται, αυτομάτως κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της ανθρωπότητας, εναντίον του δικαιούχου. Αυτομάτως τότε η ανθρωπότητα, αυτομάτως τότε ο δικαιούχος, πρέπει να καταφύγει στο δικαίωμα της άμυνας, το οποίο είναι δικαίωμα ιερό, από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ.

Δεν υπάρχει ιερότερο δικαίωμα από αυτό της άμυνας. Που όμως η άμεση δημοκρατία του Κλεισθένη το μετέτρεψε από δικαίωμα σε υποχρέωση. Όχι, δεν θα περιμένει ο αδικούμενος, τους μεταφυσικής φύσεως ξεσηκωμούς, των «πλειοψηφιών», σε πεντακόσια χρόνια. Είναι υποχρεωμένος ως πολίτης του δήμου να εξοντώσει τον τύραννο το γρηγορότερο δυνατό. Ο κάθε πολίτης χωριστά και όλοι μαζί είναι υποχρεωμένοι να εξοντώσουν τον τύραννο. Όταν τα ελάχιστα αναγκαία και δωρεάν παρεχόμενα αγαθά αφαιρούνται ή εμπορευματοποιούνται (κι αυτό νομιμοποιείται!!!), δεν υπάρχει δημοκρατία, υπάρχει τυραννία, η οποία πρέπει το γρηγορότερο, και με κάθε τρόπο, να εξοντωθεί.

ΥΓ.:

Οι σημερινοί τύραννοι, νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή κάποτε ονομάζονταν σοσιαλιστές, λες και δεν υπάρχουν στην ιστορία παραδείγματα όπου μια δημοκρατική ιδεολογία υπήρξε ο δούρειος ίππος της τυραννίας.
Νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή πήραν την εξουσία με εκλογές (ψευδολογώντας και αποκρύπτοντας τις προθέσεις τους), λες και δεν υπάρχουν στην ιστορία τυραννίες που ξεκίνησαν με δούρειο ίππο τις εκλογές.
Οι σημερινοί τύραννοι νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή φωτογραφίζονται χαριεντιζόμενοι με τις λεπρές ψυχές που κυβερνούν σήμερα τους εξαπατημένους ευρωπαϊκούς λαούς.
Οι σημερινοί τύραννοι νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή τους εγκρίνουν οι όμοιοί τους απατεώνες, κυβερνήτες-υπάλληλοι των πολυεθνικών, κυβερνήτες-υπηρέτες των τοκογλύφων.

Όμως η σημερινή τυραννία, με τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί, με τίποτε δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί, ενεργώντας ολοφάνερα και κατά συρροήν δολοφονικά απέναντι στον λαό μας. Το Διεθνές Δίκαιο μας λέει πως όταν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σ’ έναν λαό και στο χρέος που άπληστοι μιζαδόροι κι απατεώνες δημιούργησαν, (ένα χρέος που δεκαπλασιάστηκε τοκογλυφικά), θα πάμε με το λαό. Αλλά κι αν ακόμη το Διεθνές Δίκαιο δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο, είναι δυνατόν, ανάμεσα στον αφανισμό ενός λαού και στη σωτηρία ενός τέτοιου χρέους, να προτιμηθεί ο αφανισμός του λαού και η σωτηρία του χρέους;

Κι όμως, αυτό προτείνουν οι γιοί της Ύβρεως, ακολουθούμενοι από την αποκρουστική δουλοπρέπεια, και τον πνευματικό επαρχιωτισμό.

Αλλά φίλοι, ο εχέφρων, δεν διαπραγματεύεται με τον δράκοντα, γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν είναι δυνατόν ν’ αλλάξει την δρακόντεια φύση του. Ο ήρωας, ο άγιος, ένας ολόκληρος λαός, δεν διαπραγματεύεται με τον δράκοντα. Τον σκοτώνει.



ΑΔΟΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟ

Των διοδίων βάλανε τα τσιμεντένια χτένια
για να μαζεύουν τα ευρώ (τσιμπούρια ασημένια).

Γι’ αυτό αν θέλεις φίλε μου δρόμο προς την Ιθάκη
προτίμησε καλύτερα να πας από τη Θράκη.

Θα ήταν λάθος σου να πας από την Κορινθία
γιατί εκεί σε καρτερεί η ληστοσυμμορία

των εργολάβων, υπουργών, γαμπρών τε και κουμπάρων
απομεινάρια έξοχα Σελτζούκων και Αβάρων.

Υπάλληλοι Εταιρειών γίναν οι τροχονόμοι
και γράφουν για παράβαση των γαϊδουριών τη βρώμη

που έσπειρες και μάζεψες και στη Βουλή πηγαίνεις
να τη χαρούν οι πιο καλοί όνοι της οικουμένης.

Μ’ αντίς να ψάχνεις έρημε να πας ξανά Ιθάκη
γιατί δεν κάνεις δεύτερο καζίνο στο Λουτράκι;

Μπράβοι να σε φυλάγουνε, μπράβοι να σ’ οδηγούνε
και στα διόδια σαν περνάς όλοι να προσκυνούνε;

Γίνε σου λέγω υπουργός, γίνε αητός στη μίζα
και πάρε ρεύμα όσο θες απ’ της Βουλής την πρίζα.

Κάμε ωσάν του Ρέππα μας γαϊδουρινή κεφάλα
και γίνε σαν του Γιώργου μας του Δ.Ν.Τ. κουφάλα

που βρίσκουν βρώμη και σανό όπου και αν θα παν,
που φυλακή για χάρη τους βάζουν και το Στρος Καν.

Τον δεκατετρασύλλαβο, τραγουδιστή, ν’ αφήσεις
κι ένα καλάσνικωφ καλό αμέσως να γεμίσεις

με δεκαπεντασύλλαβο αν θες να πας Ιθάκη.
Τους δρόμους τους ελληνικούς τους κλείνουνε οι δράκοι.

Εκτός και μετενσαρκωθείς σε γύπα ή κοράκι,
ή πεζοπόρος βγεις ξανά στους δρόμους με δισάκι…

Ω τι κακό να σταματούν τους Έλληνες πολίτες
και κλήσεις να τους δίνουνε θρασύδειλοι λεχρίτες.

Ω τι κακό να μην μπορείς άφραγκος να γυρίζεις
όπως ο Ήλιος, το πουλί, το φίδι· να μυρίζεις

της λευτεριάς τον άνεμο αρώματα γεμάτο.
Πώς φέρανε τη χώρα μας ως των σκατών τον πάτο;

Κάμετε τόπο αγάμητα των μουλαριών αιδοία
βιάζομαι σα να ήμουνα σε υπουργών κηδεία.

Κάμετε τόπο δεν μπορώ την τόση δυσωδία,
της άγριας μέντας βιάζομαι να βρω την ευωδία.

Βιάζομαι να βρεθώ ξανά στων αστεριών το δρόμο
όπου ποτέ δεν συναντάς Σελτζούκων τροχονόμο.

Ραΐνα Αγρινίου,              Πελασγικόν Λευκάδος, Ιούνιος 2011




ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΘΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ:

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΗ

Δεν κλαίω, δε μοιρολογώ,
δεν κοσκινίζω στάχτη.
Εγώ θα πάω και θα βρω
δουλειά παραχαράκτη.

Ευρώ θα φτιάχνω αληθινά
σε πάκα και σε μάτσα
να ζωντανέψει η αγορά
να τονωθεί κι η πιάτσα.

Λεφτά θα ρίξω με ουρά
στου Κράτους τα ταμεία
για να δουλεύουν μια χαρά
Υγεία και Παιδεία.

Της χώρας θα ’μαι χορηγός
για να μη βάζει φόρους,
θα εκλεγώ πρωθυπουργός
με τους δικούς σας όρους.

Θα βγούμε απ’ το ΔουΝουΤού,
Μνημόνια θα κάψω
κι από Πασόκ κι από ΝουΔού
τον κόσμο θ’ απαλλάξω.

Κι όσο για Μέρκελ, Σαρκοζί
κι Εοκικό συνάφι,
θ’ αποφασίσουμε μαζί
πού θ’ ανοιχτούνε τάφοι.

Τα όνειρά μας γιασεμιά
στου μέλλοντος τους φράχτες:
Στρωθείτε όλοι στη δουλειά
ευρω-παραχαράκτες.

Εμπρός για την ανάσταση
και την ελευθερία:
Ελλάδα κι επανάσταση,
τρελή ταυτοσημία! 

Νοέμβριος 2011


Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΥΡΩΠΗ
THE WASTE LAND
KAI O TOMAS STERNS ELIOT:
 




















Here is no water but only rock
Rock and no water and the sandy road
The road winding above among the mountains
Which are mountains of rock and no water
If there where water we should stop or drink
Amongst the rock one cannot stop or think.
Sweat is dry and the feet are in the sand
If there were only water amongst the rock
Dead mountain mouth of carious teeth that cannot spit
Here one can neither stand nor lie nor sit
There is not even silence in the mountains
But dry sterile thunder without rain
There is no even solitude in the mountains
But red sullen faces sneer and snarl
From doors of mudcracked houses.


Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ πέρα θα καθόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει
Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί μήτε να πλαγιάσει μήτε να καθήσει.
Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά
Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή
Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά
Μόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά που σαρκάζουν και γρυλίζουν
Μέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων λασποκαλυβιών. 
















If there were water
And no rock
If there were water
and also water
And water
A spring
A pool among the rock
If there were the sound of water only
Not the cicada
And dry grass singing
But sound of water over a rock
Where the hermit-thrush sings in the pine trees
Drip drop drip drop drop drop drop

But there is no water…


Αν είχε νερό
Χωρίς τα βράχια
Αν ήταν τα βράχια
Μαζί με νερό
Και νερό
Μια πηγή
Μια γούρνα μες στα βράχια
Αν ήταν ήχος μοναχά νερού
Όχι ο τζίτζικας
Και το ξερό χορτάρι τραγουδώντας
Μα ήχος νερού πάνω από βράχο
Εκεί που η τσίχλα κελαϊδεί μέσα στα πεύκα
Βριξ βροξ βριξ βροχ βροξ βροξ βροξ

Αλλά δεν έχει νερό.

 (Σε μετάφραση Σεφέρη):




















THE HOLLOW MEN

We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
W whisper together
and quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats’ feet over brocken glass
In our dry cellar

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραγεμισμένοι άνθρωποι
Σκύβοντας μαζί
με άχυρα γεμάτοι αλίμονο.
Οι στεγνές μας φωνές
όταν ο ένας ψιθυρίζουμε στον άλλο
είναι σιγανές και ασήμαντες
σαν τον αγέρα στο ξερό χορτάρι
ή σαν το πόδι ποντικού μες τα κομμάτια
γυαλιού μες στο στεγνό μας το κελάρι….
Σε μετ. Γ.Υ.


A SONG FOR SIMEON

I have walked many years in this city,
Kept faith and fast, provided for the poor
Have given and taken honour and ease.
There wend never any rejected from my door.
Who shall remember my house, where shall live my children’s children
When the time of sorrow is come?
They will take to the goat’ s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords…


Περπάτησα χρόνια πολλά σ’ αυτή την πόλη
Φυλάγοντας την πίστη μου, νηστεύοντας, και τον φτωχό βοηθώντας
Έλαβα κι έδωσα τιμές και διευκόλυνα.
Ξένος κανείς δεν αποδιώχτηκε απ’ την πόρτα μου.
Ποιος θα θυμάται αυτό το σπίτι μου, και που θα ζούνε των παιδιών μου
τα παιδιά
όταν θα ’ρθει ο καιρός της θλίψης;
Θα πάρουνε τη στράτα του γιδιού, την κατοικία της αλεπούς
Καταδιωγμένοι απ’ τα σπαθιά των ξένων.

Μετ. Γ.Υ.




















CHORUSES FROM THE ROCK


When the stranger says: “What is the meaning of this city?
Do you huddle close together because you love each other?
What will you answer?” “We all dwell together
To make money from each other? or “this is a community?”

And the stranger will depart and return to the desert.
O my soul, be prepared for the coming of the stranger,
Be prepared for him who knows how to ask questions.

Όταν ο ξένος λέει: «Τι εξυπηρετεί αυτή η πόλη;
Έχετε μαζευτεί εδώ κοντά όλοι μαζί γιατί αγαπά ένας τον άλλο;
Τι θ’ απαντήσετε; «Έχουμε κατοικήσει εδώ όλοι μαζί
ώστε να βγάνουμε ο ένας απ’ τον άλλον χρήματα;» ή
«αυτό είναι μια κοινότητα;».

Κι ο ξένος θ’ αποτραβηχτεί πάλι στην έρημο.
Ψυχή μου ετοιμάσου για την άφιξη του ξένου.
Ετοιμάσου, 
για κείνονε που ξέρει να ρωτά.

Μετ. Γ.Υ.







ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Apolonía, Mario Dominguez Parra, IDEA editiones, Santa Cruz de Tenerife, ESPANÃ,
αφιερωμένα στη Νικολέττα, στον Αντώνη, στον Στρατή, στην πόλη μου την Αθήνα. Στο νησί της Μήλου και στους φίλους μου στην Ελλάδα. Στην Αννούλα, πάντα και παντού.

Χωρίς εδώ, Διονύσης Καρατζάς, εκδόσεις ΤΟ ΔΟΝΤΙ. 

Ποιήματα, ΣΑΝ ΤΑ ΜΑΥΡΑ Λευκα(η)δια, 2011, Δημήτρης Σολδάτος


Ρεπορτάζ, στον αδερφό Γιώργο Ιωάννου που λείπει είκοσι χρόνια στην καταπαχτή. Θωμάς Κοροβίνης , Μυγδονία 2005.


ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ – ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ (Διαδρομή στο χρόνο στο χώρο, συτο λόγο στις τέχνες) ΥΠΕΧΩΔΕ, Φορέας διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου. Πολύ καλό βιβλίο, με θαυμάσιες συνεργασίες κι εκπληκτικές φωτογραφίες.




Σημ.

ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ ΚΙ ΑΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΤΟ ΖΩΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΟ ΕΒΓΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
ΝΑΤΟΙ ΜΑΣ ΠΑΛΙ ΕΔΩ
ΠΡΙΝ ΚΛΕΙΣΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
ΥΣΤ΅ΕΡΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
ΝΑΤΟΙ ΜΑΣ ΠΑΛΙ ΕΔΩ
ΕΛΑ ΛΟΙΠΟΝ

Είναι το πρώτο ποίημα, στην πρώτη μου συλλογή. Γραμμένο έτσι με κεφαλαία. Το ξανασυναντώ στο παραπάνω λεύκωμα με την παρακάτω μορφή:

Βουνά του αλατιού κι απάνω τους
το ζώο της φωτιάς
Ο πόνος στο έβγα του και η θάλασσα
Να τη μας πάλι εδώ
Πριν κλείσει μια στιγμή
Υστερα από μια αιωνιότητα
Να τη μας πάλι εδώ
Έλα λοιπόν

Δεν θα μιλήσω για τις αλλαγές που έχουν γίνει, με κυριότερη αυτή του «Να τη μας πάλι εδώ», (δυο φορές), αντί του ΝΑΤΟΙ ΜΑΣ ΠΑΛΙ ΕΔΩ (δυο φορές)..

Παρακαλώ τη φίλη μου Χ. που περιέλαβε εδώ το ποίημα με αυτή τη μορφή (αφού τώρα δεν μπορεί να το ανορθώσει, ως προς το λεύκωμα τούτο), να χαλαρώσει κάποια μέρα, μαγειρεύοντας ωραία φαγητά, από κείνα που ξέρει ότι αγαπώ, και να με καλέσει (όπως έκανε άλλοτε), να φάμε μαζί, να πιούμε, να συζητήσουμε τ’ αγαπημένα μας θέματα, να γελάσουμε, και να μου πει καμμιά από εκείνες τις έξοχες, μαγικές ιστορίες, που έζησε η ίδια, ή άκουσε, όταν ήταν μικρή, στο παραποτάμιο χωριό της, που οι κακούργοι έπνιξαν κάτω από τη Λίμνη των Κρεμαστών.


Τ       ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΟΠΩΣ ΤΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΑΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


















Ο ΛΟΓΟΣ

I
Εν αρχή ην ο Λόγος
κι ούτε που ξέρω λόγος τι θα πει.

Ω Μέμφις
των μυρμηγκιών·
ιερογλυφικά θ’ αφήσω μόνο
τ’ άσπρα μου κόκκαλα
λευκή υπογραφή πάνω στην έρημο
κάτω από τ’ άστρα.

II
Εν αρχή ην ο Λόγος
κι ούτε που ξέρω Λόγος τι θα πει.

Στις πυραμίδες τίποτε δεν έμαθα.

Ο Σείριος ήταν τότε αρχηγός των πλημμυρών.

Δεν είχα κήπο.

Κ’ οι Νασαμώνες ζούσαν δυτικά και είχαν σπίτια από άσπρο κι από
κόκκινο αλάτι.
Και ο Ραμψίνιτος κατέβαινε στον Άδη για να παίζει με τη Δήμητρα
πεσσούς.
Και δύο λύκοι οδηγούσαν τον τυφλό ιερέα στο ναό.
Κι ο Χέοπας που έβαλε την κόρη του σε οίκο ανοχής για να μπορέσει να
τελειώσει τη Μεγάλη Πυραμίδα.
Κι ο Μυκερίνος που αγάπησε την κόρη του και πλάγιαζε μαζί της·
κι όταν η κόρη πέθανε την έκλεισε σε μια χρυσή αγελάδα για να μη χαθεί
μέσα στη γη.
Κι εγώ ζούσα στους βάλτους μ’ ένα δίχτυ για τα ψάρια.
Κι ούτε που ξέρω Λόγος τι θα πει.

Α να μπορούσα να κοιτάξω απ’ τα παράθυρα
του ανεμοστρόβιλου.
Μια πεταλούδα καθισμένη σε μια φλούδα πεπονιού που πλέει στο Νείλο.
Μην είναι η πεταλούδα τούτη τα πανιά του καραβιού της Ίσιδας;
Μην είναι η πεταλούδα τούτη η σκηνή του βασιλιά πάνω στο πλοίο του
Θανάτου;
Κι ούτε που ξέρω Λόγος τι θα πει…

Άλφα ο Άντρας κ’ η γυναίκα Ωμέγα·
ώ η γυναίκα ω
και οι καμπύλες της
πύλες του αλφάβητου.
Τάχα θα καταφέρω να ενώσω αυτά τα γράμματα σε Λόγο;












ΙΙΙ
Ποια μουσική φυσάει και λυγίζουνε τα χάλκινα σπαθιά και κυματίζουν
όπως μούσκλα σε τρεχούμενο νερό;
Ποια μουσική;

Φυσά ο χρόνος και γυρίζει η φτερωτή των εποχών.
Κύμα σηκώνεται και κύμα πέφτει.
Βιβλίο από πηλό· μα έχω κλείσει
το φοβερό μου μυστικό μες στην παρένθεση
των δύο μηνίσκων της Σελήνης.

Τάχα θα μου δανείσουνε τα ζώα τους
οι Ευαγγελιστές;
Τάχα θα καταφέρω να ενώσω αυτά τα ζώα σε μια σφίγγα;
Αγνώστου, Θεσσαλονίκη 1980

















ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ

«Μας έκανε φοβερή παγωνιά,
Ακριβώς η χειρότερη εποχή του έτους
Για ταξίδι, και μάλιστα ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι:
Τα μονοπάτια βαθιά και ο καιρός δριμύς
Μέσα στην καρδιά του χειμώνα».
Κι οι καμήλες γδαρμένες, με πόδια πληγιασμένα, πεισματάρες
Πλαγιάζοντας πάνω στο χιόνι που έλειωνε.
Έρχονταν στιγμές που μετανοούσαμε
Για τα θερινά παλάτια στις πλαγιές, τις ταράτσες,
Και τις γλυκές κοπέλες που έφερναν σερμπέτια.
Κ’ ύστερα οι καμηλιέρηδες βρίζοντας και γκρινιάζοντας
Και τρέχοντας μακριά, και ζητώντας το γλυκό πιοτό τους και γυναίκες
Κ' οι φωτιές της νύχτας που έσβηναν, κι ούτε ένα αποκούμπι,
Κ' οι πολιτείες εχθρικές κι οι πολίχνες αφιλόξενες
Και τα χωριά βρωμερά ζητώντας ακριβές τιμές:
Μας βρήκαν δυσκολίες πολλές.
Στο τέλος προτιμήσαμε να ταξιδεύουμε όλη νύχτα,
Παίρνοντας στα κλεφτά έναν ύπνο,
Με τις φωνές που τραγουδούσαν στ’ αυτιά μας λέγοντας
Πως όλα αυτά ήταν μια τρέλα.

Κι ύστερα την αυγή φτάσαμε σε μια εύκρατη κοιλάδα,
Υγρή, κάτω απ’ τη χιονογραμμή, που μύριζε βλάστηση·
Με τρεχούμενα νερά κι ένα νερόμυλο χτυπώντας το σκοτάδι
Και τρία δέντρα πάνω στο χαμηλό ουρανό
Κι ένα άσπρο γέρικο άλογο κάλπαζε μακριά στο λιβάδι·
Κ' ύστερα φτάσαμε σ’ ένα καπηλειό μ’ αμπελόφυλλα πάνω απ’ τ’ ανώφλι,
Έξι χέρια σε μια πόρτα ανοιχτή παίζοντας ζάρια μ’ ασημένια νομίσματα,
Και πόδια κλωτσώντας τους άδειους ασκούς του κρασιού.
Όμως δεν υπήρχε καμμιά είδηση, κι έτσι συνεχίσαμε
Και φτάσαμε κατά το δειλινό, ούτε στιγμή νωρίτερα
Βρίσκοντας το μέρος· ήταν (θα ’ λεγες) ικανοποιητικό.
Όλα ετούτα έγιναν πριν από πολύν καιρό, θυμάμαι.
Και πάλι θε να τ’ αποφάσιζα, όμως σημείωσε
Αυτό σημείωσε
Αυτό: κάναμε τόσο δρόμο για
Γέννηση ή για Θάνατο; Ασφαλώς, υπήρξε μια γέννηση,
Είχαμε αποδείξεις, δεν χωρούσε αμφιβολία. Είχα δει γεννήσεις και
θανάτους
Είχα νομίσει όμως πώς ήσαν διαφορετικοί· η Γέννηση αυτή
Ήταν σκληρή και πικρή αγωνία για μας, όπως ο Θάνατος, ο δικός μας
θάνατος.
Ξαναγυρίσαμε στον τόπο μας, σ’ αυτά τα Βασίλεια,
Όμως δε νιώθουμε άνετα πια εδώ, με τις παλιές εντολές,
Μ’ έναν ξένο λαό που κρατάει γερά τους θεούς του.
Θα ήμουν ευχαριστημένος μ’ έναν αλλιώτικο θάνατο.

(T.S.ELIOT, σε μετάφραση Κλείτου Κύρου)


Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη·
Τα πάντα γίνονται κομμάτια. το κέντρο δεν αντέχει·
Ωμή αναρχία λύθηκε στην Οικουμένη,
Απ’ το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται.
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θά ειναι κοντά.
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θά ειναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος
Κινείται με μηρούς αργούς καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγαναχτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει. Τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά
Και ποιο ανήμερο θεριό μια που ήρθε η ώρα του
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί στη Βηθλεέμ.
(Γέητς σε μετάφρασηΓιώργου Σεφέρη)



ΑΠΟ ΤΑ ΧΟΡΙΚΑ ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ

Ο Αετός τους κύκλους του, κάνει στη μέση τ’ Ουρανού
κι ο Κυνηγός με τα σκυλιά την τροχιά του ακολουθεί.
Ω διαρκής περιστροφή της ζωγραφιάς των άστρων,
Ω διαρκής επιστροφή των εποχών του έτους,
Ω κόσμε συ της άνοιξης και του φθινόπωρου,
Της γέννησης εσύ και του θανάτου!
Ο κύκλος ο ατέλειωτος από ιδέα και πράξη,
Ατέλειωτη εφεύρεση, ατέλειωτη εμπειρία,
Γνώση της κίνησης μα όχι της γαλήνης,
Γνώση των λόγων κι άγνοια του Λόγου.
Όλη η γνώση μας μάς φέρνει πιο κοντά στην άγνοιά μας
Όλη η άγνοιά μας πιο κοντά στο θάνατο
Μα πιο κοντά στο θάνατο και όχι στο ΘΕΟ.
Που είναι τάχα η Ζωή που ’χουμε χάσει ζώντας;
Που είναι η σοφία που τη χάσαμε στη γνώση;
Που ’ναι οι γνώση που τη χάσαμε
μες στις πληροφορίες;
Οι κύκλοι τ’ Ουρανού μέσα σε είκοσι αιώνες
μας παν αλάργ’ απ’ το Θεό και πιο κοντά στη Σκόνη.

ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ

And all shall be well and
all manner of thing shall be well
when the tongues of flame are infolded
into the crowned knot of the fire
and the fire and the rose are one.

Κι όλα θα παν καλά και
Κάθε είδους πράγμα θ’ αποβεί καλό
Όταν οι γλώσσες από φλόγα διπλωθούν
Μες στο στεφανωμένο κόμπο της φωτιάς
Κ’ η φωτιά και το ρόδο γίνουν ένα.

(T.S.Eliot, μετ. Γ.Υ.) 




              Εικόνες: 1. Κυκλάμινα με τις ασπίδες τους.  2. Με φτερά της το μισοφέγγαρο και τον δύοντα ήλιο.  3. Ιερά όντα.  4. Πουλί και φίδι. ΑΡΧΕΤΥΠΑ).  5. Ελληνίδα.  6. Η Αριάδνη ονειρεύεται ένα λαϊκό κέντημα του Πικάσσο. ( ΑΡΧΕΤΥΠΑ).  7..Ηλίθινος α, ηλίθινος β, ηλίθινος γ.  8. Ο τρόμος μπρος στη μυστικιστική, φασιστική ιδεολογία που λέγεται «παγκοσμιοποίηση».  9. Δεν υπάρχει νεκρή φύση (ΑΡΧΕΤΥΠΑ).  10. Η Παναγία Θάλασσα κι ο Χριστός Ήλιος (ΑΡΧΕΤΥΠΑ).  11. Αρχέτυπο Θυσίας Ηλιακού Λόγου  (Αντιγραμμένο από ψάρι του Ειρηνικού Ωκεανού, (ΑΡΧΕΤΥΠΑ).  12. Οι τρεις μάγοι, οι φρουροί και το σακκί με τα δώρα.  13.  Η Αριάδνη και ο κόσμος της,  (ΑΡΧΕΤΥΠΑ).

____________ 
Σημ. Όλα τα εκδοσμένα βιβλία του Γιάννη Υφαντή έχουν αναρτηθεί σε μορφή pdf και μπορείτε να τα βρείτε στην ιστοσελίδα του yfantis.gr στον τίτλο ΕΡΓΑ.