Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011










«ΑΧ» ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ- ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011


ΓΚΑΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΣ

 (Ένα κείμενο το οποίο –τουλάχιστον πριν το περιορίσω για να χωρέσει στα 20 λεπτά- το διέτρεχε η ιδέα ότι κάθε επαναπροσέγγιση του ποιητή, μπορεί να γίνεται, μια ευκαιρία επαναπροσέγγισης του Παγκοσμίου Ποιητικού Πνεύματος)



ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές κατά βάθος δεν είναι πολλοί, οι ποιητές κατά βάθος είναι ένας, ο Κανένας, που όμως έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονόματα σκορπισμένα στο χώρο και στο χρόνο.


Γι’ αυτό λέει ο κάθε ποιητής. Γι’ αυτό λέει το Παγκόσμιο Ποιητικό Πνεύμα:

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβέννα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκκάκιος την είπε
               Θεία.
         Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυνθος.
Τα Τέσσερα Κουαρτέτα
Την Κίχλη και
          την Αμοργό
Το Μανθρασπέντα.

 Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ. 


Η ομορφιά της Φύσης, τα παραμύθια και τα ποιήματα, οι θρύλοι και οι πραγματικές ιστορίες που άκουσα κυρίως από τον πατέρα μου υπήρξαν το αντίδοτο της  μελαγχολίας μου στα παιδικά μου χρόνια.
Οι ποιητές και οι μουσικοί υπήρξαν το αντίδοτο στη μιζέρια και στη θλίψη των εφηβικών μου χρόνων.
Κι αργότερα, στα 27 μου, είναι ο Γκάτσος μαζί με τον Χατζιδάκι (ένας ποιητής κι ένας μουσικός δηλαδή) που γίνονται η αιτία να εκδώσω σε βιβλίο τα ποιήματά μου. Είναι αυτοί που στέλνουν στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη (και σημειώστε τούτο: χωρίς ποτέ να έχουμε γνωριστεί) στέλνουν τον διευθυντή των εκδόσεων ΤΡΑΜ, τον Δημήτρη Καλοκύρη, για να με παρακαλέσει (εκ μέρους των) να εκδώσω τα ποιήματά μου σε βιβλίο.
Κι όταν μετά ένα εξάμηνο παίρνουν στα χέρια τους το «Μανθρασπέντα», καθώς μου έλεγε αργότερα ο Χατζιδάκις, η μέρα εκείνη γι’ αυτούς είναι γιορτή. Γιατί βλέπουν τη γραμμή που ξεκινάει από τον Όμηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς και φτάνει αδιάσπαστη ως αυτούς, να συνεχίζεται. Χαίρονται όπως οι γονείς που ύστερα από μεγάλη αναμονή, αποκτούν το πρώτο τους παιδί.

Αλλά το πιο σημαντικό για μένα, είναι που ο Γκάτσος (και βέβαια μαζί του ο Χατζιδάκις κι ο Ελύτης ή ακόμα πιο πέρα στην οδό Μιχαήλ Κόρακα ο Ρίτσος), συμπεριφέρονται έτσι απέναντι σ’ ένα βιβλίο που δεν το ανέφεραν επαινετικά προηγουμένως οι Τάιμς, η Λε Μοντ είτε η Φιγκαρό. Ούτε καν το Βήμα και τα Νέα. Είναι σημαντικότατο να διαθέτει μια χώρα ανθρώπους που να μην χρειάζονται κανενός τη μαρτυρία για ν’ αποτιμήσουν κάτι. Η χώρα που έχει τέτοιους ανθρώπους έχει ψυχή, έχει κέντρο. Αλλοίμονο στη χώρα που δεν έχει κέντρο, είτε που έχει χάσει το κέντρο της. Αλλοίμονο σε μια χώρα που έχει χάσει την ψυχή της.

Ο Γκάτσος (κι όλη η θαυμάσια γενιά του 30) όχι μόνο δεν φοβάται τους γονείς του, (τους προηγούμενους ποιητές εννοώ) αλλά είναι ευτυχής που συμβαίνει να είναι γιος τους, και με χαρά κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αποτελεί συνέχειά τους.
Όχι μόνο δεν φοβάται τα παιδιά του, όχι μόνο δεν υπονομεύει τα παιδιά του, αλλά κάνει τεράστιες προσπάθειες να τα βοηθήσει.

Οι ποιητές άλλο δεν είναι παρά κύματα
του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.

Και βέβαια, όντας καθάριο πνεύμα οι ποιητές, διόλου δεν αλλοιώνονται από τις δημόσιες σχέσεις. «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Όταν ο Γκάτσος αναφέρει δημοσίως ονόματα νέων ποιητών που εκτιμά και αγαπά, δεν αναφέρει εκείνους που συνωστίζονται γύρω του, αλλά εκείνους που εκτιμά και αγαπά ως ποιητές, έστω κι αν δεν τους έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά.
Τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι ποιητές. Μα δεν είναι θαυμάσιο που στον κόσμο τούτο στον οποίο όλοι εξαγοράζονται, να υπάρχουν κι εκείνοι που δεν εξαγοράζονται ποτέ, από κανέναν και με τίποτε;


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΛΛΑ ΤΙ ΣΟΪ ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΑΤΣΟΣ;

Αν κι έγραψε πολλούς στίχους προορισμένους εξ αρχής για να μελοποιηθούν,  ποτέ οι αναφερόμενοι σ’ αυτόν δεν έθεσαν το δίλημμα στιχουργός ή ποιητής. Γιατί το 70 τοις εκατό των γραπτών του Γκάτσου είναι υψηλή ποίηση.
           
Και βέβαια στην ΑΜΟΡΓΟ ισχύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο «το πνεύμα όπου θέλει πνει». Περνάει μες από το δημοτικό τραγούδι και τα νεοελληνικά παραμύθια, πηγαίνει στην αρχαία μυθολογία ή στη σύγχρονη ιστορία και πραγματικότητα, πηγαίνει στη Γερμανία, στην Ολλανδία ή στην Ινδία, με την άνεση που μόνο το πνεύμα έχει. Αν ο άνεμος μες στα πεύκα, που μας δίνει τον ήχο της βαθύτερης ανάσας (σαν από το πέρασμα όλων των ψυχών του παρελθόντος και του μέλλοντος), αν ο άνεμος αυτός είναι διάφανος, στην Αμοργό ο άνεμος, όντας το πύρινο πνεύμα του ποιητή, γίνεται πανέμορφες εικόνες με δροσερά χρώματα, φανερώνοντας ένα μέρος από τον δίχως αρχή και τέλος ναό του Κόσμου, ένα μεγάλο μέρος από το δίχως αρχή και τέλος πανόραμα που λέγεται διαχρονικός ελληνισμός.

Και βέβαια στην Αμοργό το πνεύμα «όπου θέλει πνει», αλλά συνάμα, όπως θέλει πνει. Με δεκαπεντασύλλαβο ή ελεύθερο στίχο, με ομοιοκαταληξία ή πρόζα, με δημοτική ή καθαρεύουσα, με αργκό  ή με αρχαΐζουσα, με λαϊκή ή με εκκλησιαστική γλώσσα. Επειδή «το πνεύμα έχει την εξουσία». Επειδή ο ποιητής «μιλά ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς».

Και βέβαια είναι μέγα λάθος να θεωρείται ποίηση μόνον η ΑΜΟΡΓΟΣ.
ΟΙ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ, ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ κι άλλα ποιήματά του σκορπισμένα σε διάφορες ενότητες, είναι ισάξια ή και ανώτερα της ΑΜΟΡΓΟΥ.

Αλλά τι σόι ποιητής είναι αυτός ο Γκάτσος;

Ψάχνοντας στο ιντερνέτ να δω τι λένε για τον Γκάτσο είδα ότι οι 100 στους 100 τον θέλουν υπερρεαλιστή. Και σκέφτομαι. Μάλλον χρειάζονται ένα παριζιάνικο καλλιτεχνικό ρεύμα για να δώσουν αίγλη στον ποιητή, να τον επιχρυσώσουν, επειδή δεν μπορούν να διακρίνουν πως ο ποιητής είναι ήδη, ολόκληρος, ατόφιο φως, ένα άστρο. Ή μήπως είναι απλώς μια προσπάθεια των φιλολόγων να τον κατατάξουν κάπου, να τον βάλουν στο ράφι και να τελειώνουν μ’ αυτόν;

Και βέβαια η ποίηση χρησιμοποιεί την ιστορία, μα δεν είναι ιστορία. Χρησιμοποιεί την φιλοσοφία, μα δεν είναι φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί την επιστήμη μα δεν είναι επιστήμη. Χρησιμοποιεί τη θρησκεία μα δεν είναι  θρησκεία. Χρησιμοποιεί τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό ή τον μυστικισμό, μα δεν είναι εσωτερισμός, αποκρυφισμός ή μυστικισμός. Χρησιμοποιεί τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, μα δεν είναι καλλιτεχνικό ρεύμα. Είναι μόνο και μόνο ποίηση.


Ναι, γιατί όχι, ο Νίκος Γκάτσος, κυρίως στην Αμοργό είναι συν τοις άλλοις και σουρρεαλιστής. Όμως να δούμε και κάποια άλλα πράγματα. Έτσι για να παίξουμε:
Νίκος Γκάτσος λοιπόν, μάλιστα. Γκάτσος ο ασεάτης, Γκάτσος ο αρκάδιος, Γκάτσος ο λαγκάδιος, Γκάτσος ο ποτάμιος,  Γκάτσος ο αστέριος, ο φεγγάριος, ο φεγγαροδιχάλιος, ο των θερινών κάμπων, ο της χειμερινής ενδοχώρας, ο αχερούσιος, ο χαρόντειος, ο δρακόντειος, ο κεκρόπειος, ο φερσεφόνειος, ο στάχειος, ο πελάγιος, ο παράλιος, ο βοτσάλειος, ο βοτάνιος, ο σπηλέιος, ο αυγινός, ο εσπερινός, ο ορέστιος, ο δωδωναίος, ο Αϊδωναίος, ο των θρύλων, παραμυθιών και τραγουδιών των μέσων και σύγχρονων ελληνικών χρόνων.
Μα όταν λέω όλα τούτα που μοιάζουν αυθαιρεσίες, μιλώ για κάτι δυσδιάκριτο από τους πολλούς, μιλώ για την ιδιαίτερη αύρα του ποιητή.
Ναι, είναι κεκρόπειος και όχι πλατωνικός, δωδωναίος περισσότερο και λιγότερο δελφικός, είναι Έλλην, μα περισσότερο Αχαιός κι ακόμη περισσότερο Σελλός κι εντέλει,  ο Πελασγός.


Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει 
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό
            νερό μες στ’ αυλάκια 
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να
            κοιμηθούνε. 


Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός, εκαταλάμβανεν τρεις οικισμούς, πέριξ  του μυστηριώδους βράχου της Ακροπόλεως…

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Με ξάφνιασε όταν στα 1984 κυκλοφορεί ένας δίσκος με ρεμπέτικα, (ένα είδος τραγουδιών που έχοντας κάνει τον ιστορικό του κύκλο, έμοιαζε να έχει τελειώσει). Με ξάφνιασε που ένας ποιητής σαν τον Γκάτσο κάνει ρεμπέτικα. Και με βαθύτατη ικανοποίηση σε κάποια από τα ρεμπέτικα αυτά, κυρίως στο Πρακτορείο, έβλεπα να συνδυάζεται η σύγχρονη ατμόσφαιρα της τεχνολογίας, με την αρχαία πελασγική ατμόσφαιρα που πάντα υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον αυτής της χώρας και κυρίως στην ατμόσφαιρα της ορεινής, χειμερινής ενδοχώρας. Δεν νομίζω πως το προσπάθησε ο ποιητής. Δε νομίζω ότι προσπάθησε ακόμα και στο ρεμπέτικο να βγει ο πελασγικός του εαυτός. Δεν το προσπάθησε. Έδωσε αυτό που ο ίδιος ήταν.

Το πρακτορείο,
θολό και κρύο,
κάπου μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι,
σα μαύρο φίδι,
γεμίζει φόβο τις αδύναμες ψυχές.

Απόψε μοιάζουμε κ’ οι δύο,
ξωπίσω εγώ και συ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο,
πού ’χει τα φώτα του σβηστά.

Για μας ο κόσμος δεν τελειώνει,
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι,
δεν θα μας βγάλει πουθενά.

………………………………

Και ύστερα ο Αϊδωναίος Πελασγός.


Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα πολλά
πού ’ναι γραμμένα σ’ εφτασφράγιστο κιτάπι
άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης Άνοιξης αγάπη.

Το δίχτυ του έρωτα με το οποίο συλλαμβάνονται και ενσαρκώνονται οι ψυχές.
«Είδε τις φλέβες των ανθρώπων, / σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια»,
θα μας πουν Ευριπίδης και Σεφέρης.
Και βέβαια, «άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά / κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη».

Ο Γκάτσος έχει βιώσει βαθύτατα το ηρακλείτειο: «Διόνυσος και Άδης είναι ένα». Έχει βιώσει τον φερσεφόνειο και πλουτώνειο κόσμο, το τι συμβαίνει στα μυστήρια της Δήμητρας και της Ελευσίνας. Γνωρίζει ότι είναι ο ίδιος ο Άδης που στήνει την παγίδα που λέγεται αγάπη, την παγίδα που λέγεται έρωτας. Γνωρίζει ότι από τη μια οι ζωντανοί σπέρνουν στο αΐδιον (στα βάθη της γης ή της γυναίκας) για να έρθει στον Επάνω Κόσμο ο πλούτος. Και συνάμα γνωρίζει ότι αυτή η σπορά είναι η παγίδα του Πλούτωνα, αφού εκείνος εντέλει θα θερίσει τον πλούτο. Χωρίς βεβαίως να του ξεφύγει, ούτε ένα στάχυ ανθρώπινης ζωής.


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ:

 Ο Γκάτσος αν και δεν είναι ο ενταγμένος στην αριστερά, βιώνει τα βάσανα του λαού, την αδικία μέσα στον κόσμο, και γίνεται περισσότερο επαναστατικός, επίκαιρος και συγκεκριμένος (κυρίως στα τελευταία του ποιήματα), ακόμα κι από τους αριστερούς ποιητές μας. Στο επίκαιρο και συγκεκριμένο, ξεπερνάει μερικές φορές ακόμη κι αυτόν τον Ρίτσο, ακόμη κι αυτόν τον Βάρναλη, κι εργάζεται με τον τρόπο των Ρεμπέτηδων, του Σολωμού και των Αρχαίων Λυρικών. Έτσι εδώ έχουμε τον Γκάτσο τον επαναστατικό.

Η γελοία ιδεολογία της μη βίας όπου στην πραγματικότητα ισχύει η απόλυτη νομιμοποίηση της βίας του αδικούντος δυνατού, και θεωρείται παράνομη η βία του αδικούμενου, του αδύνατου, του αμυνόμενου, δεν έχει πέραση στον Γκάτσο.
Ο Γκάτσος δεν θα αποκηρύξει τη βία για ν’ αρέσει στους Αμερικανούς ή για να μπει στο Eλληνικό Kοινοβούλιο. Ο Γκάτσος καλεί τον αδικημένο στην εξέγερση και στη χρήση των όπλων. Απευθυνόμενος στον Μακρυγιάννη του λέει:

Μπαρπαγιάννη Μακρυγιάννη δεν μας τά ’γραψες καλά
το φιλότιμο δεν φτάνει για να πάει κανείς μπροστά.
μπαρπαγιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάνεις ίσο.


Κι ακόμη:

Νικημένο μου ξεφτέρι
δεν αλλάζουν οι καιροί
με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί.

Μοιάζει μ’ όλα ετούτα να λέει στον φίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

Δεν φτάνουν Οδυσσέα μου ο Ζέφυρος και τα φιλιά
των κοριτσιών η αγκαλιά και του πελάγου η ευωδιά.
Δίκιο ζητούν οι άνθρωποι και δίκιο πουθενά.
Τα θύματα τα φτύνουνε και υμνούνε το φονιά.
Τ’ άρματα, μόνο τ’ άρματα, νοιώθουνε τα καθάρματα.

Ναι, ν’ ασκήσεις το ιερό δικαίωμα της άμυνας, ιερό από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ, για να φτάσεις στο θαύμα της ελευθερίας «γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά» καθώς λέει ο Σεφέρης «παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».

Αλλ’ αυτό το επίκαιρο, το άμεσο, το συγκεκριμένο, το επιθετικό, δεν κάνει τον Σολωμό ή τον Γκάτσο κακούς μαστόρους.  Μα, ακριβώς γι’ αυτό, ακριβώς γιατί η δικαιοσύνη είναι γι’ αυτούς το κλειδί, είναι γι’ αυτό που από τη μια μιλούν ξεκάθαρα κι επαναστατικά και συγχρόνως από την άλλη κάνουν αριστουργήματα από απόψεως αισθητικής.

Η δικαιοσύνη που κάνει τον ποιητή να μιλά για όπλα, είναι η ίδια δικαιοσύνη που απαιτεί από τον ποιητή ποιήματα εξαιρετικού κάλλους.
Γιατί η αισθητική κατά βάθος είναι δικαιοσύνη.
Ένα ποίημα είναι καλό επειδή έχει δικαιοσύνη ρυθμών, ήχων, ιδεών.
Ένας πίνακας είναι καλός επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων και χρωμάτων.
Ένα κτήριο είναι όμορφο και σταθερό επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων, βαρών, υλικών, ισορροπιών.

Η δικαιοσύνη είναι η Αρμονία, η γυναίκα του Κάδμου-Κόσμου. Ο ποιητής υπηρετεί τη δικαιοσύνη, όχι γιατί ακολουθεί την ιδεολογία που λέγεται  «στρατευμένη τέχνη», αλλά γιατί η δικαιοσύνη γι’ αυτόν είναι βιολογική υπόθεση, είναι βιολογική ανάγκη, είναι βιολογική ευφροσύνη.
Δεν είναι τυχαίο που οι φυσικοί φιλόσοφοι Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος, Δημόκριτος, έχουν τη δικαιοσύνη στην κορυφή της κοσμοθεωρίας τους, σαν αυτό που διατρέχει κάθε μόριο του κόσμου.  «Ως επί της Γης και εν ουρανώ» λένε οι τύραννοι και οι θρησκευτικές ιεραρχίες των κοινωνιών μας. «Ως εν ουρανώ και επί της Γης» λένε ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος κι ο Ιησούς, στο θαυμάσιο εκείνο ξόρκι που ονομάζουμε «Πατερημών».


Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκιάρια μου με το κρασί και τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.

Παίζουν κορώνα γράμματα το δαχτυλίδι του Αη Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη.

Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.

Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. 

Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

           
ΣΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει 
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα. 

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα. 
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα. 
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα. 

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια. 

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. 

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στείψουμ’  ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε έν’  αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος. 

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. 

El otoño vendrá con caracolas
uva de niebla y montes agrupados,
pero nadie querrá mirar tus ojos
porque te has muerto para siempre.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. 

Tardará mucho tiempo en nacer si es que nace
un andtaluz tan claro, tan rico de aventura.
...............................................
Yo canto su elegancia con palabras que gimen
y recuerdo una brisa triste por los olivos.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. 


ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Διάβασα προσφάτως το εξαίρετο βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα «Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε το θάνατο».

Κι ακόμη διάβασα τα εξαίρετα Ερωτικά Ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα. Εξαίρετα γιατί η απόδοση είναι της Αγαθής Δημητρούκα.

Διάβασα επίσης το βιβλίο του Θάνου Ξηρού: Ήταν ωραίο το ταξίδι κι ανέλπιστα μακρύ. Είναι εξαίρετο βιβλίο, μα, δεν είναι ωραίο να χρησιμοποιώ συνεχώς τη λέξη «εξαίρετο». (Ευχαριστώ Θάνο!).

Και τέλος, με πολλή ικανοποίηση διαβάζω το βιβλίο του Αλέξανδρου Ασωνίτη: Το μνημειώδες σχέδιο του Σερ Ουίστον Τσόρτσιλ. (Το δεύτερο μισό του βιβλίου περιέχει τη νουβέλα "Το μοιρολόι της Μανούσαινας").

(«Με πολλή ικανοποίηση» γιατί βλέπω στο βιβλίο αυτό, ότι ο Αλέξανδρος Ασωνίτης τολμά, (αντίθετα με ολόκληρο σχεδόν το δουλόφρον ανθρώπινο γένος του πλανήτη), να κρατήσει έναν καθρέφτη μπροστά στα αποικιακά τέρατα και στους δυο μεγάλους γιους της Ύβρεως -κατά τον 20 αιώνα- Τσόρτσιλ και Χίτλερ).

_________________

 
ΜΗΝΥΜΑ:
Κύριε Χατζηνικολάου, αυτές τις μέρες, απόψεις σαν του κυρίου Κώνστα και της κυρίας Μακρή δεν ωφελούν τον λαό μας. (Το δελτίο σας μοιάζει ορφανό χωρίς τον θυμωμένο Γιώργο Τράγκα). Ο λαός μας θα βρει ξανά το δρόμο προς την ευημερία μες από ανθρώπους σαν τον Δημήτρη Καζάκη και τον Μίκη Θεοδωράκη. Δώστε συχνότερα βήμα στον σοφό κύριο Καζάκη, στην κυρία Λιάνα Κανέλλη, στον κύριο Μπογιόπουλο. Όχι άλλο με τη χολέρα των ευρωληγούρηδων δημοσιογράφων, οικονομολόγων, πολιτικών.

Κι εγώ αγαπώ την Ευρώπη. Την Ευρώπη της Αναγέννησης και της Γαλλικής Επανάστασης, την Ευρώπη του διαφωτισμού, την μεταπολεμική Ευρώπη (έστω κι αν κατασκευάστηκε σαν ανάχωμα και βιτρίνα του καπιταλισμού, εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και για όσο άντεξε η Σοβιετική Ένωση).

Όμως το να είναι κανείς με την Ευρώπη του σήμερα, την Ευρώπη των τοκογλύφων, των εμπόρων όπλων, την Ευρώπη της μοντέρνας αποικιοκρατίας, αποτελεί  αποκρουστική δουλοπρέπεια.

Παρακαλώ πατήστε στις αναζητήσεις του ιντερνέτ, τις λέξεις: ΤΙ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ ΠΙΑ ΤΟ ΠΕΟΣ. Ακούστε και δείτε αυτό το βίντεο. Γιατί στην πραγματικότητα, όλοι αυτοί, άλλο δεν ζητούν από τον Έλληνα παρά να κόψει τα πέος, με το αντάλλαγμα, να παραμείνει Ευρωπαίος.  (Σα να μην είναι ο Έλληνας, εδώ και τέσσερις χιλιετίες, ο κατεξοχήν Ευρωπαίος).


ΔΙΑΦΗΜΗΣΕΙΣ
 

ΓΑΤΕΣ























Γάτες που σας φερθήκανε φιλόξενα και μού ’χετε και μένα εμπιστοσύνη.
Χαϊδεύεστε στα πόδια μου, στα χέρια μου, σε τοίχους και σε στύλους και
σε ό, τι στερεό, παντού χαϊδεύεστε με όλο σας το σώμα κι όχι μόνο 
με τα χέρια όπως κάνουνε οι άνθρωποι.
Είσαστε ότι είσαστε εκεί σ’ αυτό που είσαστε.
Έρχεστε ακόμα κι όταν δεν πεινάτε,
περνάτε από δω γιατί υπάρχει και η πείνα της αγάπης και η πείνα του
            χαδιού,
η πείνα της φιλίας και φωνάζετε κοφτά και σιγανά όπως γυναίκες κάποτε
            στον έρωτα.
Μ’ ακολουθείτε όπου πάω πέφτετε μπροστά μου εκεί ανάσκελα γυρίζετε
σα δάχτυλο που δίνει αποτυπώματα.
Έρχεστε και καθόσαστε εκεί που θα καθήσω, ρουθουνίζετε, κοιτάζοντας
            και κλείνοντας τα μάτια ως τα μισά ή και ολότελα.
Αθάνατοι μού μοιάζετε που διόλου δε ζηλέψατε του ανθρώπου τη ζωή.
Πολύπλοκη τη βρήκατε χαμένη μες τους δρόμους αρετών που κατά βάθος
            τίποτε δεν έχουν το καλό κ’ είναι κακίες.
Δρόμοι που φέρνουν μακριά από τη γύμνια, την ανάσα και τον ύπνο, το
            νερό, το φαγητό και την αγάπη, το παιχνίδι.
Αυτά που ο Δημόκριτος μας λέει πως χρειάζονται στον άνθρωπο και είναι
            από τη φύση δωρεάν.
Πότε εσείς διαβάσατε Δημόκριτο;
Ή μήπως είσαστε ο ίδιος ο Δημόκριτος;

Γάτες που σας φερθήκανε σκληρά και χαϊδευόσαστε μονάχα εκεί σε
            κάποιο τοίχο, κάποιο στύλο, κάποιο έπιπλο,
αλλά ποτέ σας δεν αφήσατε κι εγώ να σας αγγίξω.
Διψάτε και πεινάτε για φιλία μα θυμόσαστε,
θυμόσαστε που ύπουλα σας δώσανε κλωτσιά.
Θέλετε φαγητό μα και φιλία. Το χαιρόσαστε
που έχετε κι εσείς ανθρώπους φίλους, ένα σπίτι που το βράδυ έχει φως και
            την ημέρα μπαινοβγαίνουνε σ’ αυτό γνώριμοι άνθρωποι.
Θέλετε τόσο να ’χετε κι εσείς μια οικογένεια.
Ν’ ανήκετε στα σπίτια των ανθρώπων, να μοιράζεστε μαζί τους τα
            απλούστερα.
Ζέστη και φαγητό και δίχως όρια φιλία.
Πόσο λυπούμαι σαν γνωρίζω αυτή σας την ανάγκη για φιλία σταθερή και
            σπίτι μόνιμο.
Πόσο λυπούμαι που εγώ συνέχεια έρχομαι και φεύγω.
Θα ήθελα να έχω τη χαρά να σας χαρίσω τη χαρά να είμ’ εδώ πάντα μαζί
            σας.
Μα δεν το μπόρεσα αυτό να τ’ αποχτήσω.
Αχ δεν υποψιάζεστε οι άνθρωποι τι δύσκολη που κάνουν τη ζωή μου για
            το τίποτε.
Κι ούτε υποψιάζεστε τι δύσκολη που κάνουν τη ζωή τους για το τίποτε.
Δεν ζουν με το κορμί τους μα μονάχα με τις σκέψεις αλλουνών.
Και βάζουν το κορμί ν’ ακολουθεί τις φαντασίες τους.
Την απληστία τους, την ύπουλα, καλά κρυμμένη, αχ να ξέρατε
τη ματαιοδοξία τους, το φθόνο τους, τις μάσκες τους, το μίσος τους
για όποιον υποπτεύονται πως βλέπει πίσω από τις μάσκες τους,
για όποιον βλέπει εκείνα που δεν θέλουν να φανούν.
Οι άνθρωποι στο ψέμμα μέσα ζουν. Μες στα σκουπίδια του μυαλού τους
            βρίσκονται πνιγμένοι.
Έχουνε τους μεγάλους τους και βέβαια τους μικρούς τους.
Θαυμάζουν τους μεγάλους και λυπούνται ή ακόμα και μισούνε τους
            μικρούς.
Κι όλα ετούτα ζουν στη φαντασία τους.
Ούτε μικροί ούτε μεγάλοι βέβαια υπάρχουν.
Αιώνες οι Ινδοί, χιλιετίες ζουν στα σάπια σκαλοπάτια τους που κάστες
            ονομάζουν.
Η Μαγκαβάτ Γκιτά ούτε τους άγγιξε.
«Χρυσάφι και σκατό, μαχαραγιάς, παρίας, χώμα κι άστρο είναι ένα και το
            αυτό».
Ο Βούδδας έζησε σε τούτη τη σοφία και για τούτο τον εδιώξαν οι Ινδοί.
Έχουν ανάγκη να υπάρχουν οι σπουδαίοι και οι άχρηστοι
Κι ετούτοι οι σπουδαίοι δεν μπορούν να ζήσουνε στιγμή χωρίς τους
            άχρηστους.
Γιατί μπορούν να δέρνουν, να βιάζουν, να σκοτώνουνε τους άχρηστους 
χωρίς να παραβαίνουν κάποιο νόμο.
Θλίψη στ’ ανθρώπινα βασίλεια γάτες μου καλές κι αγαπημένες.
Θλίψη να θέλει ο Μουσολίνι να τσακίσει τους Αιθίοπες.
Και οι γαμηόληδες οι άλλοι να τον βλέπουν και να φκιάχνουνε τη σούπα
            τους
άλλοι μια σούπα ηλίθιου θαυμασμού,
άλλοι μια σούπα σκέψεων να του μοιάσουνε
άλλοι μια σούπα παντελούς αδιαφορίας.
Κι εκείνος να σκοτώνει ένα λαό, να σακατεύει ανθρώπινα κορμιά, να
            βασανίζει
έναν πανάρχαιο λαό να κομματιάζει
αυτή η ενσαρκωμένη ηλιθιότητα,
η φουσκωμένη ματαιοδοξία.
Κι ο Τσόρτσιλ το σκατό του Σατανά, του τοκογλύφου Γηρυόνη Σατανά η
            κουράδα όπως λέει ο φίλος μας ο Πάουντ
να είναι πρότυπο γι’ αυτούς, να τον θαυμάζουνε, τον Τσόρτσιλ να
            θαυμάζουνε οι άθλιοι,
που πάντοτε κρατούσε μες στα δόντια του ένα πούρο να μην φαίνεται
πως ήταν το σαγόνι του ρηχό σαν το σαγόνι καρχαρία.

Γάτες δεν ξέρετε οι άνθρωποι
τι σκατοεφευρέσεις έχουν κάνει για να φαίνονται πιο πάνω απ’ αυτό που
            είναι πράγματι.
Θρησκείες άθλιες τους έχουνε μοιράσει σε κοπάδια.
Ακόμα και οι άγριοι λαοί δεν είναι άγριοι. Κι ας ζουν στα δάση τα πυκνά
            δεν είναι άγριοι.
Σε δυσειδαιμονίες μέσα ζουν. Δεν είναι άγριοι αυτοί ούτε πρωτόγονοι.
Άγριος και πρωτόγονος θα πει να ’σαι γυμνός απ’ τη βλακεία όπως ο
            Σωκράτης, ο Ηράκλειτος, ο Ζήνων, ο Δημόκριτος,
ο Διογένης, ναι, να ’σαι απλός, να ’σαι γυμνός
όπως ο Χούι Σι, ο Λάο Τσε, ο Κομφούκιος, ο Τσου, ο σοφός της
            αγροικίας…
Όχι να ζεις στα δάση μέσα σε πληθώρα ηλιθιότητας, μα να ’σαι
            οπουδήποτε, αλλά, να ’σαι γυμνός από βλακεία και σκουπίδια του
            μυαλού.

Γάτες μου δεν γνωρίζετε εσείς πού έχω μπλέξει.
Και ζω με την προσπάθεια της γύμνωσης
απ’ την πολυπλοκότητα του ψεύδους των ανθρώπων
των σκουπιδιών της φαντασίας τους,  της γύμνωσης
απ’ τις ιεραρχίες τους με τ’ ανύπαρχτα, τα σάπια σκαλοπάτια του μυαλού
            τους όπου θέλουνε ν’ ανέβουν
μήπως και πάρουν δόξα, ω, απ’ τους ηλίθιους· μια δόξα των ηλίθιων προς
            ηλίθιους.

Γάτες που έχετε γνωρίσει τη σκληρή, την ύπουλη βλακώδη και σκληρή
            φύση του ανθρώπου,
και ούτε καν εμένα εμπιστεύεστε.
Μόνο η πείνα του φαγιού σάς φέρνει εδώ.
Κι όταν να σας ταΐσω κάνω τρέχετε να φύγετε.
Κι έχετε άγρια την έκπληξη στα μάτια σας
που απροσδόκητα σας φέρνω φαγητό.
Μα δεν με πλησιάζετε, μονάχα όταν φύγω
έρχεστε για να φάτε με ταχύτητα, να φάτε, να προλάβετε να φάτε.
Ξεχάσατε για πάντα το νιαούρισμα εκείνο της φιλίας και τα χάδια, τη
            χαρά
ενός γατίσιου σώματος που όλο κυματίζει απ’ τα μουστάκια ως το άκρο
            της ουράς του.
Άκαμπτες είστε σαν να είστε από ξύλο και πανί σα να ’στε κούκλες.
Άκαμπτες και με μάτια φοβισμένα κι όλο έκπληξη.
Γάτες εσείς οι τελευταίες περισσότερο μου μοιάζετε. Σας μοιάζω.
Είμαι κι εγώ γεμάτος έκπληξη σαν δω την καλοσύνη, δεν πιστεύω,
αφού το σύνηθες η ύπουλη κλωτσιά.
Με παγωμένη τη χαρά, όπως κι εσείς, με φόβο κι έκπληξη
βλέπω την καλοσύνη και φροντίζω
όπως κι εσείς φροντίζω σαν μου δίνουν φαγητό
να το αρπάζω όσο γίνεται πιο γρήγορα και φεύγω
κρύβομαι για να φάω, τρώω γρήγορα
μη με προλάβουν και μου δώσουνε κλωτσιά ή με προσβάλουν που ακόμη
            εγώ τολμάω να υπάρχω
εμπρός σε τέτοιους εκλεκτούς και ελεήμονες.
Ω, μην αρχίσουν τη διδασκαλία.
Τι εύκολα που αρχίζουν να διδάσκουν οι χυδαίοι τον σοφό
όταν νομίζουν ότι έχει την ανάγκη τους.

Γάτες μου, γάτες μου!
Εγώ σας αγαπώ, κι αυτό το ξέρετε.
Όμως συγγνώμη σας ζητώ που δεν μπορώ να κάνω πιο πολλά και πιο
            καλά. Όσα αξίζετε.
Ακόμη προσπαθώ να γίνω εκείνο το πολύτιμο, το απόλυτα γυμνό, το
            όμοιος εαυτώ όπως κι εσείς.
Ακόμη προσπαθώ απ’ τα σκουπίδια των ανθρώπων για να βγω
και την απλή εκείνη την αρχέγονη,
πρωταρχική μου φύση να χαρώ.

Όμως είν’ ώρα πια να χαϊδευτούμε και να φάμε και να παίξουμε.
Και χαίρομαι που μείνατε ολακάθαρες
από αυτή εδώ τη φλυαρία μου.

                                                Πελασγικόν, Ιούλιος 2010


 



ΠΟΙΗΜΑ ΠΡΟΧΕΙΡΟ ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ «ΒΟΞ», ΙΑΝ. 2011 *





Δυο γιους είχες παππούλη μου, τον Γιώργο και τον Μήτσο.
Ο ένας με τους Αχαιούς πήγε στη Μικρασία
και είδε κι έπαθε πολλά, αβάσταχτα που όμως
τα βάσταξε και γύρισε. Τι είναι οι ανθρώποι!

Χωρίς να βρουν την κόκκινη μηλιά των τραγουδιών μας
γυρίζανε ρακένδυτοι στου Εσκί Σεχίρ τα μέρη
από συμμάχους κι Έλληνες τρίδιπλα προδομένοι.
Πίνανε κόκκινο νερό και περπατώντας νύχτα
ο ένας σύντροφος μπροστά με το αρνί στην πλάτη
κι ο άλλος πίσω γδέρνοντας με ξίφος στομωμένο
πηγαίνοντας, μη ξέροντας πού έχει τέρμα η φρίκη.

Κι ο άλλος πάνω στα βουνά της Αλβανίας φτάνει
με το μουλάρι εφόδια πηγαίνει στον Ελύτη,
του Καββαδία ο σύντροφος. Γύρισε πεζοπόρος
κάτω από βομβαρδισμούς (παντού μουλαροκλέφτες)
γύρισε στη γυναίκα του, στο σπίτι, καπνισμένος
τόσο που δεν τον γνώριζαν τα δυο μικρά παιδιά του.

Σκόνη είναι οι άνθρωποι, του αύριο η σκόνη
που η Σφίγγα ήδη την κοιτά ψηλάθε μειδιώσα.

Ύστερα ο Χίτλερ έφτασε ζητώντας να περάσει
μα οι Έλληνες του ρίχτηκαν στο πλάι των Εγγλέζων.
Προτίμησαν συμμάχους τους να έχουν τους Εγγλέζους
που Κύπρον τους ετάξανε να σμίξει με τη μάνα
και Βόρειον Ήπειρο μαζί. Και δεν το μετανοιώσαν
στον πρώτο χρόνο.
(Άλλωστε, ο Χίτλερ εξελίχθη
σε μυλωνά της Κόλασης, του άρεσε ν’ αλέθει
των Μελαψών τους σκελετούς, που κάτασπροι αλλοί του
ήσανε σαν των Γερμανών).
Ύστερα καταλάβαν
που οι Εγγλέζοι πιο καλοί δεν ήσαν απ’ τον Χίτλερ.
Βομβάρδισαν τον Πειραιά, και τον εμφύλιο σπείραν
ποτέ να μην μπορέσουμε να πάρουμ’ όσα ετάξαν.

Σκόνη είναι οι άνθρωποι, του σήμερα η σκόνη
που η Σφίγγα πάντα την κοιτά ψηλάθε μειδιώσα.

Δυο γιούς είχες παππούλη μου, το B. B. C. για κείνους
ποτέ λέξη δεν άρθρωσε, μονάχα οι Εγγλέζοι
πολέμησαν τους Γερμανούς λένε και ξαναλένε
του Παρθενώνα οι βιαστές, του δόλου οι τεχνίτες,
π’ όλο για χιούμορ ομιλούν αλλά το μόνο πού ’χουν:
της σκόνης την αποκοτιά που υψώθηκε για λίγο
και νόμισεν ανώτερη πως είναι απ’ άλλες σκόνες.


_________________

* Έχοντας πλέον ικανοποιήσει την ανάγκη μου για δημιουργία ποιήσεως «υψηλού επιπέδου», μου αρέσει κάποτε να γράφω απελέκητα σαν τους βοσκούς της Πίνδου ή του Ψηλορείτη, έχοντας όμως πάντα υπόψιν μου τη δική τους τέλεια αίσθηση του ελληνικού ρυθμού.



Η ΠΡOΫΠΟΘΕΣΗ 

Τον Μάρτη του 2010, μου τηλεφώνησε η μορφωτική ακόλουθος της Ιρανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, ζητώντας μου να πάρω μέρος σ’ ένα παγκόσμιο συνέδριο ποιητών στην Τεχεράνη, από 16 έως 22 Απριλίου.

Είπα «ναι». Όμως με την προϋπόθεση ότι α): Πρέπει να επισκεφτούν την ιστοσελίδα μου και να το ξανασκεφτούν. Διότι εκεί φαίνεται καθαρά πως εγώ είμαι περισσότερο Έλλην κι ελάχιστα χριστιανός, και πώς δεν θα έπρεπε ξάφνου, ενώ θα είμαι στην Περσία, να βρεθώ σε δύσκολή θέση και το χειρότερο να βρεθούν σε δύσκολη θέση αυτοί που μ’ έχουν επιλέξει.
{Είχα στο νου μου πως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της διαφοράς των Ελλήνων και των Ασιατών της Εγγύς και Μέσης Ασίας, είναι η έκφραση στη ζωή και στην τέχνη. Εμείς γυμνοί, είτε με τη ροπή προς το γυμνό, (ελπίζω να μην πάνε κάποιοι χριστιανοφασίστες και φορέσουν πάμπερς στο άγαλμα του Λεωνίδα που είναι στημένο στις Θερμοπύλες), εκείνοι το αντίθετο. Εμείς εκφραζόμενοι πλήρως κι ελεύθερα στα θρησκευτικά ζητήματα κι ακόμη στα ερωτικά (ζωγραφική, ποίηση), ενώ εκείνοι όχι.

Μου ήρθαν στο νου ζωγραφιές από ελληνικά αγγεία, ρεαλιστικότατες, με την επιγραφή ΕΡΟΣ ΚΑΛΟΣ… ακόμα και σκηνές από παρτούζες…Μου ήρθαν στο νου ποιήματα της Σαπφώς, του Αρχίλοχου, του Μελέαγρου κι άλλων τολμηρότερων από αυτούς, ανωνύμων και μη, μισοκατεστραμμένων και μη. Μου ήρθαν στο νου τα αθυρόστομα σατιρικά ποιήματα του ζωγράφου, ποιητή και ιερέα Νικολό Κουτούζη (Ζάκυνθος 19ος αι.), τα λίμερικς του Σεφέρη... Μου ήρθαν στο νου κάποια «μονόχορδα» του Ρίτσου:

«Έλληνας λέω ένας γυμνός μ’ ένα καλάθι από σταφύλια», ή «Έλληνας είσαι. Όχι γυμνιστής. Γυμνός».

Κι ακόμα:

 «Σώμα γυμνό χαιρετισμός όλου του κόσμου».

Ναι, είχα στο νου μου ότι εγώ αποτελώ την καθαρώς ελληνική συνέχεια που ξεκινά από τους Μυθογράφους, περνάει στους λυρικούς, στο δημοτικό τραγούδι (εννοώ κι εκείνο το δημοτικό τραγούδι που μόνο στις αποκριές τολμούν οι σημερινοί Έλληνες να τραγουδήσουν), και φτάνει στους σημερινούς ποιητές μας. Κι ακόμη τ’ αγαπημένα στους φαντάρους διασκευασμένα έπη του Ομήρου «Τρωικός Πόλεμος», και «Οδύσσεια», πιθανότατα καμωμένα από τον Σουρή, που περιφέρονται εσχάτως μισοκατεστραμμένα, εφόσον οι στίχοι που λησμονιούνται, συμπληρώνονται κακότεχνα, από ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει η αισθητική αλλά μόνο και μόνο η χυδαιότητα}.

Είπα «ναι». Όμως με την προϋπόθεση ότι β): Δεν θα έχουν καλέσει κάποιον Σκοπιανό ή κάποια Σκοπιανή, ως εκπρόσωπο της «Μακεδονίας».

{Θα ήταν απαράδεκτο, γελοίο, ιδιαιτέρως όταν έχουμε να κάνουμε με την Περσία, να έχω δίπλα μου εγώ, που μιλώ τη γλώσσα του Αλέξανδρου και «την κοινήν ελληνική λαλιά» που η δράση εκείνου δημιούργησε, να έχω δίπλα μου έναν βουλγαρόφωνο «Μακεδόνα», δηλαδή το ψέμμα που κατασκεύασε ο Τίτο κι άφησαν να χρονίσει (οι μέχρι προδοσίας δουλόφρονες προς ό, τι δυτικό κι αντικομμουνιστικό) πολιτικοί «μας».

«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»

λέει η αρχαία επιγραφή που χαράχτηκε μετά την μάχη στον Γρανικό ποταμό. Καθαρά πράματα.

Οι ποιητές κατάγονται από έθνη (λέξη ομηρική που λαθεμένα είτε σκοπίμως λέγεται ότι είναι λέξη δύο, τριών αιώνων), αλλ’ όντας όργανα του Παγκοσμίου Πνεύματος, υπερβαίνουν την εθνικότητά τους και γίνονται υπηρέτες της Αλήθειας, της α-λήθης (οι Μούσες είναι κόρες της Μνημοσύνης).

Αν οι Σκοπιανοί είχαν δίκιο, εγώ θα ήμουν με το μέρος τους. Αλλά δεν είμ’ εδώ για να υπηρετώ το ψέμμα. Οι πολιτικοί εκείνοι που θεωρούν την πολιτική, όχι υπηρεσία στη δικαιοσύνη αλλά ευκαιρία να κάμουν καριέρα, βρίσκουν ωφέλιμο να εντάσσονται με το ψέμμα και τα θελήματα των ξένων αφεντικών τους. Εμένα όμως η μοίρα μου μ’ ενέταξε στους ποιητές, και δεν ξέρω κανέναν ποιητή που να υπηρέτησε κάτι άλλο έξω από την αλήθεια.

Και η αλήθεια λέει πως αν οι Σκοπιανοί ήσαν Μακεδόνες θα μιλούσαν ελληνικά όπως και οι Αρχαίοι Μακεδόνες. Θα ήθελαν πριν απ’ όλα να είναι Έλληνες όπως και οι Αρχαίοι Μακεδόνες. Θα είχαν συνειδητοποιήσει την μοναδική αξία του Ελληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής γλώσσας και θα ποθούσαν διακαώς (όπως λόγου χάριν οι Κύπριοι) να ενωθούν με την Ελλάδα, κι όχι μέσω του ονόματος να θέλουν να επεκτείνουν το κρατικό τους μόρφωμα μέχρι τη Χαλκιδική, όπως η προπαγάνδα τους και οι χάρτες τους το λένε.

Με αηδίαζαν πάντα, πρόσωπα είτε λαοί, που σαν τον Μάικλ Τζάκσον, ο οποίος πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να γίνει λευκός, περιφρονούν αυτό που είναι και προσπαθούν να γίνουν κάτι άλλο που δεν είναι και που δεν οδηγεί πουθενά.

Λένε κάποιοι ότι οι εντός της ελληνικής επικράτειας ευρισκόμενοι σλαβόφωνοι υπέστησαν πολλά και σκληρά από το ελληνικό κράτος. Και θυμωμένοι αυτοί από αυτή τη συμπεριφορά κατάντησαν να είναι ανθέλληνες. Έχω να τους πω ότι το γαμημένο ελληνικό κράτος πρωτίστως φέρθηκε σκληρά στους ελληνόφωνους Έλληνες. Τους καλύτερους από αυτούς τους βασάνισε, τους εκτέλεσε, τους έστειλε στα ξερονήσια. Αυτό όμως δεν έκαμε αυτούς τους Έλληνες -Έλληνες να μπερδεύουν τις γαμημένες ελληνικές κυβερνήσεις (τις περισσότερες φορές στημένες από ξένους)  με την Ελλάδα ή με τον Ελληνικό Πολιτισμό, τον μόνο πολιτισμό (μαζί με τον Κινεζικό) που κινείται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, στηρίζεται στην ελεύθερη σκέψη, στην ελεύθερη έκφραση, στην έρευνα, στην επιστήμη, έχοντας πάντα ως στόχο του να φθάσει στον δικαιότερο και στον σοφότερο τρόπο διακυβέρνησης και ζωής.

Έτσι λοιπόν, εκείνο που βγαίνει από τη σύσκεψη των ποιητών (των ποιητών απ’ όλα τα έθνη κι απ’ όλες τις εποχές) που πάντα γίνεται μέσα στο νου μου πριν μιλήσω για κάτι*, είναι πως οι Σκοπιανοί, είτε πρέπει να βρουν αυτό που πράγματι είναι και να το αγαπήσουν (αν βρουν αυτό που είναι και το αγαπήσουν, αυτό τότε θα λάμψει, χωρίς να έχει ανάγκη τον ήλιο της Βεργίνας),  είτε πρέπει να κάμουν εκείνο που οι σοφότεροι των βαρβάρων έκαμαν: δηλαδή να ενταχθούν πλήρως και με καμάρι στον χιλιάδων χρόνων ελληνικό πολιτισμό}.

Ένα εικοσιτετράωρο μετά η μορφωτική ακόλουθος της Περσίας (δεν μου αρέσει να λέω την Περσία Ιράν), μου απάντησε:

«Είδαμε την ιστοσελίδα σας (την οποία οι συνεργάτες μου γνωρίζουν ήδη από καιρό). Όχι. Προσκαλώντας έναν ξένο ποιητή στη χώρα μας δεν του ζητούμε να γίνει μωαμεθανός είτε Ιρανός. Ο Έλληνας θα έρθει ως Έλληνας που είναι, ο Ισπανός ως Ισπανός που είναι κ.λπ. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα που είστε όπως μας είπατε αρχαίος Έλλην…

Όσο για το άλλο ζήτημα, της πρόσκλησης ή όχι Σκοπιανού ποιητή, όχι, δεν καλέσαμε Σκοπιανό ποιητή. Εμείς, αντίθετα από τους συμμάχους σας και φίλους σας της Δύσης, ουδέποτε αναγνωρίσαμε τα Σκόπια ως Μακεδονία. Γιατί απλούστατα όλο αυτό είναι ένα κατασκευασμένο ψέμμα. Γιατί απλούστατα τα Σκόπια δεν είναι Μακεδονία. Εμείς, ένας αρχαίος λαός όπως κι εσείς, γείτονάς σας επί αιώνες, επί χιλιετίες, γνωρίζουμε καλύτερα απ’ όλους τους άλλους πως δεν υπάρχουν άλλοι Μακεδόνες, έξω από τους Έλληνες Μακεδόνες».

Έτσι δέχτηκα κι έκαμα το ταξίδι μου στην Τεχεράνη. Κι από εκεί στην κατεστραμμένη από τον Αλέξανδρο Περσέπολη. (Την κατέστρεψε, όπως είπε, ως αντίποινα προς τους Πέρσες που έκαψαν την Αθήνα). Κι από την Περσέπολη στο Σιράζ. Κι από το Σιράζ στο θρυλικό Ισπαχάν (Ισφαχάν το λένε οι ίδιοι). Ε, ναι, το λένε από παλιά: «Όποιος επισκέφτηκε το Ισπαχάν, έχει γνωρίσει τον μισό κόσμο. Το να γνωρίσει κανείς περισσότερα, θα ήταν βλάσφημο. Αυτό επιτρέπεται μόνο στον Αλλάχ».

Κι ο μέγας Καζαντζάκης:
-Τι όνομα δίνετε στο Θεό, γέροντα; ρώτησε ο αβάς.
-Δεν έχει όνομα, αποκρίθηκε ο δερβίσης· δε χωράει ο Θεός σε ονόματα. Το όνομα είναι φυλακή, ο Θεός είναι λεύτερος.
-Μα όταν θέλετε να τον φωνάξετε, επέμεινε ο αβάς, όταν είναι ανάγκη, πώς θα τον κράξετε;
Ο δερβίσης έσκυψε το κεφάλι, συλλογίστηκε· τέλος άνοιξε το στόμα:
-Αχ! αποκρίθηκε· όχι Αλλάχ, Αχ! θα τον κράξω**.


__________________
* Ο Πικάσσο έλεγε: «Ούτε μια πινελιά δεν γίνεται να κάμω, αν δεν έχω την έγκριση από τους μεγάλους ζωγράφους όλων των εποχών, που είναι συγκεντρωμένοι εκεί πίσω μου, στο αμφιθέατρο του νου μου».

**Από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο».

Αθήνα,  Οκτώβρης 2010




ΕΙΔΗΣΕΙΣ



Ο ΕΛΙΟΤ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

«Starnbergersee, Hofgarten», είναι λέξεις
που συναντάς κατηφορίζοντας την πρώτη απ’ τις πλαγιές
αυτού που ο Τόμας Έλιοτ ονόμασε
«έρημη χώρα» (The Waste Land).
«Εκεί νοιώθεις ελεύθερος», μας λέει, «in the mountains» (στα βουνά).
Κ’ ίσως το πλήθος βλέποντας των αλπικών λιμνών
μιλά για «ερημιά από καθρέφτες».

Και δικαίως
θα ρώταγε κανείς: Σε τέτοιους τόπους,     
πανέμορφους, πού είδες ποιητή
αυτό που αποκαλείς «έρημη χώρα»;

Αλλού θα μας τη δώσει την απάντηση: «Στα χορικά του βράχου»:
«Η έρημος», μας λέει, «δεν βρίσκεται στους νότιους τροπικούς 
αλλά μες στην καρδιά του αδερφού σου».

Starnbergersee (Feldafing), 11 Νοεμβρίου 2003


ΤΟ ΩΤΟΣΤΟΠ

Στα ακαρνανικά βουνά το punto μου οδηγώντας
(θαρρώ πως στα ιταλικά punto θα πει «τελεία»),
στα ακαρνανικά βουνά, συχνά με σταματούνε
για να τους πάρω μέχρι το χωριό τους
ή και το δρόμο τους απλώς να λιγοστέψω.
Άλλος (ή άλλη) κουβαλά ένα δεμάτι φρέσκο
χορτάρι για τις γίδες του. Άλλος ένα δεμάτι
κλάρες ξερές ή και χλωρές το φούρνο να ταΐσει.
Άλλος ένα σακί κουκιά, φασόλια ή καλαμπόκι.
Άλλος πεπόνια ή καρπούζια, άλλος τίποτε.
Κ’ είναι κι αυτοί που κουβαλούν τον ουρανό.

Όλοι σαν μπουν στο αμάξι μου βάζουν και το φορτίο.
Μόνο αυτοί που κουβαλούν τον ουρανό
μόνο αυτοί δεν βάζουνε μέσα και το φορτίο.
Αφήνουνε τον ουρανό πάντα εκεί απ’ έξω.
Κι όταν θα φτάσουν στον προορισμό τους
όταν κατέβουν απ’ το αμάξι μου
φορτώνονται τον ουρανό, ξανά, και συνεχίζουν.



ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΓΚΑΛΕΡΙ
           
Τεσσερισήμισυ πρωί
από τον ύπνο σου αν βγεις
στην πιο αρχαία γκαλερί
του ουρανού μπορείς να δεις
λαμπρή καθάρια ν’ ανατέλλει
του Ωρίωνος η ζωγραφιά
που τις Πλειάδες κυνηγά
με τόξο αστέρινο και βέλη
από χρυσάφι και φωτιά.

Ο Κύων πίσω ακολουθεί
που ’χει το Σείριο κεφαλή.

Στην πιο αρχαία γκαλερί.

Ούτε βαρβάρου επιδρομή
ούτε πλημμύρες και σεισμοί
μπορούνε κάτι να χαλάσουν
ή μια ψηφίδα ν’ αποσπάσουν.

Στην πιο αρχαία γκαλερί
όπου καθείς μπορεί να μπει
χωρίς να δώσει πλερωμή.

Μπήκαν και πλούσιοι και φτωχοί
σκλάβοι κι ελεύθεροι, πιστοί
και άπιστοι και στρατολάτες
βοσκοί, εμπόροι κι απελάτες
και ναυτικοί και ζευγολάτες,
ήρωες, ποιητές, σοφοί,
μάγοι, ζητιάνοι, βασιλιάδες
και αστρονόμοι και νομάδες
άτομα και λαοί κι ομάδες
κι εξορισμένοι στα νησιά
Μακρόνησο και Κω και Τζια.
Μπήκαν και ζώα και φυτά
κ’ η θάλασσα που αντανακλά
με των δακρύων της τον καθρέφτη
το άστρο το πουλί τον κλέφτη
κι όλο τον όμορφο ντουνιά
τον άχαρο και το φονιά,
την απερίσκεπτη πλεμπάγια
που υποδέχεται με βάγια
τον άγιο και τον ληστή
πριν τους σταυρώσει ή τους θάψει
μες στο μπουντρούμι και στη χάψη.

Στην πιο αρχαία γκαλερί
που πάντα ρει και πάντα μένει
μοναδική στην οικουμένη
για κείνον που στην ομορφιά
αναζητεί παρηγοριά.


Εικόνες: 1. Ζωγραφιά του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα καμωμένη ειδικά για την ΑΜΟΡΓΟ. 2. Τα βότσαλα του Αρίσταρχου στο Λέντα του Λυβικού. 3.Βότσαλο με ζωγραφιά πάνω του του ελυτικού θεού Ελλέν, Ναγός Χίου. 4. Βότσαλο, Ναγός Χίου. 5. Η Αγαθή στο εξώφυλλο του βιβλίου της. 6. Ησυνάντηση με την αστραπή (βότσαλο του Λυβικού). 7. Κεφαλή κριού είτε δράκοντα. 8. Μισοφέγγαρο του Πελασγικού. 9. Αοιδός ηγουμένη διονυσιακού θιάσου. 10. Ο Θανάσης αποκαλύπτοντας το γυναικείο σώμα της Μεγάλης Αμμουδιάς, Λευκάδα 2011. 11. Η Αριάδνη στα 6της κάνοντας προσφορά.