Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΑΧ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ (1 κείμενο + Ειδήσεις+ 1 κείμενο)..........

ΕΦΤΑ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

1. «Κι αν διυλίζει κώνωπα, κάμηλον καταπίνει». Τους έμμισθους, φθονερούς και κακόβουλους φιλολόγους «μας» μου θυμίζει η παροιμία αυτή. (Κυρίως εκείνους των Νεοελληνικών Τμημάτων). Κι ακόμη τους κριτικούς. Τα λογοτεχνικά περιοδικά. Τις καλλιτεχνικές τηλεοπτικές εκπομπές. (Κυρίως αυτές για το βιβλίο). Διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Οι άτιμοι. Μια ζωή. Αλλά, μην στεκόμαστ’ εδώ. Να παίξουμε λίγο. Τα φάρμακά σου φέρε τέχνη της ποιήσεως: «Κι αν διυλίζει κώνωπα, κάμηλον καταπίνει» / στον άγγελό του μια σταλιά νερό ποτέ δεν δίνει».
2. «Σα δεν θέλει να ζυμώσει, όλη μέρα κοσκινίζει». Κι αυτή, τους φιλολόγους «μας» μου θυμίζει. Μα και το Υπουργείο Παιδείας. Κυρίως αυτό, που είναι και Θρησκευμάτων. Κακό ψόφο να ’χει.
3. «Δουλειά δεν είχε ο διάολος, γαμούσε τα παιδιά του». Αυτή η παροιμία μου θυμίζει γενικώς το εκπαιδευτικό «μας» σύστημα. Τους καθηγητές «μας» και τους δασκάλους «μας». Τους βολεμένους στο δημόσιο και στα φροντιστήρια. Μου θυμίζει ακόμη τους γονείς. Που συμμετέχουν κι αυτοί με καμάρι στον (επί πληρωμή) βιασμό των παιδιών τους. Όχι, δεν είναι μόνο οι καθολικοί ιερείς και καρδινάλιοι που γαμούν, βιάζουν παιδιά. Είναι και οι Έλληνες δάσκαλοι, καθηγητές, γονείς… Γαμώ το καντήλι τους.
Α, ναι. Και η παραλλαγή της παραπάνω παροιμίας; «Δουλειά δεν είχε ο διάολος, ψείριζε το μουνί του». Κακό ψόφο να ’χει. (Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων). Που θέλει να φορτώσει στους μαθητές πολλές ξένες γλώσσες. Υπηρετώντας, εις βάρος των παιδιών, τ’ αφεντικά του, τους αποικιοκράτες. (Ποια ξένη γλώσσα ήξερε ο Ηράκλειτος; ποια ξένη γλώσσα ήξερε ο Λόρκα;). Ενώ τα παιδιά χρειάζονται άριστα ελληνικά. Για να επικοινωνούν με τον εαυτό τους και με το σύμπαν. Κι ακόμη χρειάζονται πολύ καλά αγγλικά. (Όπως μας υποχρεώνει η πραγματικότητα της εποχής μας). Για να επικοινωνούν με τους άλλους λαούς.
4. «Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν». Όχι μόνο ο ξένος ξενιτεμένος. Αλλά και ο ξένος που «το έπαιξε δικός σου» για όσο τον βόλευε, μα όντας κατά βάθος ξένος, πήγεν εντέλει στον τόπο του, στους δικούς του.
Και, όχι μόνο ο κακοποιημένος ποταμός. (Χάθηκαν πανέμορφα χωριά, οικισμοί πανάρχαιοι, κλιμακωτοί κήποι, γέφυρες, αλώνια, σπήλαια, πηγές, μύλοι, παραμυθένιοι, θρυλικοί τόποι, στην πλούσια κοιλάδα του Αχελώου. Μα δεν έγινε καμιά επανάσταση, δεν έπεσε καν μία πιστολιά. Από ποιόν να πέσει; Όσοι (ω)φελούσαν σ’ αυτό τον τόπο ήσαν εξόριστοι στην Ανατολική Ευρώπη ή φυλακισμένοι, παράνομοι ή στα καράβια που πήγαιναν Αμερική κι Αυστραλία, στα τραίνα που πήγαιναν Γερμανία). Όχι μόνο ο ποταμός, μα και η γλώσσα, λέω εγώ, τον τόπο της γυρεύει. Κι επειδή τον τόπο της γυρεύει, από μόνη της θα σωθεί, από τη δύναμη της ροής της θα σωθεί. Θ’ αναγκάσει το στόμα να τη λέει σωστά. Γιατί το «σωστό» στη γλώσσα είναι φυσικός νόμος. Θα ξαναπάει στην κοίτη της η γλώσσα. Η ίδια δεν θ’ αντέξει να λένε το επικεφαλής επικεφαλή, το ελέχθη λέχτηκε· να αποφεύγουν τα -έως της γενικής με τόση προσπάθεια κι εμπάθεια· να κάνουν το Πλάτων Πλάτωνας, το Αγαμέμνων Αγαμέμνωνας, χωρίς κανένα λόγο, είτε, με μόνους λόγους, την κακαισθησία τους και τον φθόνο τους.
Κι αν θες φιλό-σοφε να μιλήσεις με σοφία για το τίποτα, πρέπει πρώτα να το κάνεις τίποτε. Πόσες φορές θα σου το πω; «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις»: Τι-ποτέ. Γιατί δεν λες ουδέποτα, μηδέποτα, οπωσδήποτα, οτιδήποτα. Λες ουδέποτε, μηδέποτε, οπωσδήποτε, οτιδήποτε. Λες τι και ποτέ, δεν λες τι και ποτά.
5. Τ’ άσπρο σκυλί κάνει ζημιά στου μπαμπακιού την αγορά. Αν το άσπρο σκυλί κάνει ζημιά, φαντάσου τη ζημιά που κάνει ο άγγελος. Εγώ βεβαίως δεν ξέρω αν είμαι κάτι από τα δυο. Ξέρω μονάχα ότι μ’ έχουν διώξει. Από του μπαμπακιού την αγορά, από σπίτια, από σχολεία, βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, κανάλια… Όλη η γη γεμάτη περιφραγμένα οικόπεδα. Μου έχει μείνει μόνο ο μέσα μου κι ο έξω ουρανός.
6. Για το χατίρι του αητού... Μα δεν το ξέρετε ούτε αυτό; Ήταν κρυμμένος ο λαγός στην τούφα γιατί έφερνε γύρες από πάνω του ο αητός. Και βρήκε την ευκαιρία η χελώνα και προσπαθούσε να γαμήσει το λαγό. Και της είπε τότε ο λαγός: Για το χατίρι του αητού, γάμα κι εσύ χελώνα.
Την είπα σε φίλο μου Κύπριο αυτή την παροιμία και μου είπε: «Σκοπιανούς μου θυμίζει αυτή. Σκόπια και Τούρκους στρατοκράτες μου θυμίζει. Αυτοί, αυτοί είναι η χελώνα… κι εμείς, εμείς είμαστε ο λαγός».
7. Κι απ’ τα εφτά χωριά τον διώχνουνε, αυτόν που λέει την αλήθεια. Εφτά πέπλα φορά η Ιστάρ. Σε κάθε πάτωμα που κατεβαίνει, απαλλάσσεται κι από ένα πέπλο. Ώστε στο τελευταίο πάτωμα να είναι γυμνή. Μα δεν μπορείς να κάνεις έρωτα μαζί της. Το τελευταίο πάτωμα, είναι το πάτωμα του Θανάτου. Ο οποίος, είναι, ολίγον τι ευσπλαχνικός, μα και χαιρέκακος… Με καθρέφτες στέλνει το σώμα τής Ιστάρ στον επάνω κόσμο. Με τα είδωλά της πλαγιάζουμε. Κι επειδή ένα είδωλο δεν μπορεί ν’ αδειάσει από μέσα μας του πόθου το αλάτι που μας κεντρίζει διαρκώς, τρέχουμε από είδωλο σε είδωλο… Και μας λένε γυναιμανείς, μουνομανείς και διάφορα τέτοια…οι ανέραστοι…τα μουλάρια…Δεν ξέρουν ότι μας την έφερε ο Θάνατος. Κι ούτε τα είδωλα ξέρουν πως είναι είδωλα. Νομίζουν ότι είναι γυναίκες που τις απατούμε…
Α, ναι, η αλήθεια. «Και τι είναι η αλήθεια;», ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησού. «Άντε τώρα να εξηγήσεις σ’ έναν Πόντιο τι είναι η αλήθεια», σκέφτηκε ο Ιησούς. Και σώπασε.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ («Κοντέινερ»), Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

_______________
Από μήνυμα του Πάνου Σαββόπουλου, Τρίτη, 6 Ιουλίου 2010:

«….Άκου όμως και τούτο σε σχέση με την άθλια θεοκρατοπαιδία μας που εμπνέεται από τα εκάστοτε συνδικαλιστικά (απο)κομματόσκυλα: «Εν αρχή έπλασεν ο Θεός τους ηλιθίους. Αυτό το έκανε μόνον δια εξάσκησιν. Είτα δε έπλασεν τα σχολικά συμβούλια» (Μαρκ Τουαίν)


ΕΙΔΗΣΕΙΣ
1

Από το ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΥΕΝΩΝ, ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ -109- , κυκλοφόρησε η αριστουργηματική μελέτη του

Βασίλη Γ. Μαραγκού:

ΠΑΪΣΙΟΣ ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΝΟΣ ΚΑΙ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΒΡΑΤΣΗΣ
(από την ορθόδοξη ιδεολογία στη διάπλαση της βουλγαρικής ταυτότητας)

με πρόλογο του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη.
Βιβλιοθήκη Ιστορίας των Ιδεών – 6, Αθήνα 2009

2

Από τις εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2010

Κυκλοφόρησαν τα μικρά δέκα του Σάββα Παύλου*


ΣΕΛΙΔΑ 14, διαβάζω:

«Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» ή πρέπει να σταματήσει το κακό- οι νεόπλουτες και σπαστικές ΗΠΑ να δεχτούν τον Κανόνα, να πάρουν, επιτέλους, την απόφαση

Σκληροί κονκισταδόρες πηδούσαν από τα πλοία στην ακτή με σπαθιά, αρκεβούζια και κανόνια, έτοιμοι για λεηλασία και σφαγή. Είχανε φτάσει σιγά σιγά όλα τα αποβράσματα της Ευρώπης, κι όσοι το δήλωναν πως ήσαν τέτοιοι κι όσοι το κρύβαν. Κι ανελέητα ξεκινούσαν με τα πρωτόφαντα άλογά τους. Βλέμμα αρπακτικό μετρούσε βίαια την άγνωστη γη, μια ολόκληρη ήπειρος θα σώριαζε τα πλούτη της στα πόδια τους.

κι ένας γραμματικός που καταγράφει, απορημένος, για όσα βλέπει να πράττουν και να λεν. Θλιβεροί και αποτρόπαιοι, τι (λίγα) μπορούσαν να καταλάβουν. Γιατί, πόσο θα κρατούσε αυτό; Δέκα, είκοσι, διακόσια χρόνια; Στο τέλος, θα γινόταν αυτό που έπρεπε, μια ήπειρος ακόμη θ’ αναγνώριζε πως ο Όμηρος είναι ο πρώτος ποιητής.



_________________

* Είναι καλό που ο φίλος Σάββας με διογένειο παρρησία και ηρακλείτεια τόλμη, στο περιοδικό του ΜΙΚΡΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, επισημαίνει λάθη και «παρεκτροπές», στην μετάφραση της Οδύσσειας από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη. Γιατί έχω βαρεθεί να σιχαίνομαι τους γλείφτες και τους δουλικά λιβανίζοντες (τα «σίγουρα» ονόματα) σ’ αυτή τη χώρα. Θέλω όμως να υπενθυμίσω ότι όλοι που μετέφρασαν τον Όμηρο στα σύγχρονα ελληνικά, έχουν τις καλές και τις κακές τους στιγμές. Για μένα μετράει που επιχείρησαν με αγάπη κι έφεραν σε πέρας αυτό τον άθλο, ώστε μες από διαφορετικούς τρόπους ν’ απολαμβάνω πάντα εγώ τον ένα τρόπο του Ομήρου. Και είμαι σε όλους τους ευγνώμων. Νοιώθω δε ευτυχής και συγκινημένος βαθύτατα που αυτή την ώρα (κατά την οποία οι μαύροι μάγοι της παγκόσμιας τοκογλυφίας, με τη βοήθεια των εγχώριων ταχυδακτυλουργών, προσπαθούν να βυθίσουν τους Έλληνες στην απόγνωση) ο Μαρωνίτης πράττει το άριστο: γίνεται ψυχαγωγός, διαβάζοντας, (απαγγέλοντας) δημόσια, την Οδύσσεια.




Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ο Έρωτας δεν κήρυξε ποτέ δόγματα, δεν αναζήτησε μαθητές και οπαδούς, δεν προσπάθησε να προσηλυτίσει κανέναν, δεν ίδρυσε θρησκεία για να λατρεύεται, δεν έκανε ποτέ προπαγάνδα, δεν συνεργάστηκε με καμμιά εξουσία για να επιβληθεί και να επικρατήσει, δεν έγινε ποτέ ιδιοκτησία κανενός ατόμου, καμμιάς ομάδας, κανενός έθνους, καμμιάς αυτοκρατορίας. Κι όμως, όλα τα όντα, από τους ανθρώπους μέχρι τα δέντρα και τα ζώα, από τις κάμπιες μέχρι τους ήλιους και τους γαλαξίες, είναι οπαδοί του, τον λατρεύουν, τον υπηρετούν, με χαρά. Δεν είναι λοιπόν αυτός ο πιο μεγάλος θεός;

*
Ο ποιητής, όντας ένας ερωτευμένος με τη Ζωή, ένας (ευρισκόμενος) πριν από την πτώση (Αδάμ, Άνθρωπος), ένας που έχει νικήσει τον ιστορικό χρόνο (τον Χρόνο-Κρόνο), φανερώνει τα πράγματα στον ερωτικό τους χρόνο, στην Αγάπη, που είναι η διαρκής Αστραπή.
Αλλά οι άνθρωποι δεν αντέχουν τον παράδεισο, κανένα κλουβί δεν μπορεί να κρατήσει την αστραπή. Γι’ αυτό οι ανθρώπινες κοινωνίες στάθηκαν πάντοτε αμυντικές και κάποτε επιθετικές, μπροστά στον κίνδυνο που αποτελούν γι’ αυτές τόσο ο έρωτας όσο κι ο ποιητής.
Οι ερωτευμένοι, μέσα στον ενθουσιασμό τους (ένθεοι), βιώνοντας την απόλυτη ικανοποίηση, ζώντας στην συν-ουσία, βλέπουν τα πράγματα στο αληθινό τους μέγεθος, γνωρίζουν την πραγματική τους αξία, γίνονται αθώοι κι αδίσταχτοι σαν τα παιδιά και υπακούοντας μόνο στον κεραυνό του έρωτα που οιακίζει (κυβερνά) τα πάντα, δεν υποτάσσονται σε καμμιά ανθρώπινη εξουσία. Αυτό δεν συμφέρει τις κοινωνίες που θέλουν ανθρώπους γεμάτους άγνοια κι αισθήματα ενοχής, εύκολα υποτασσόμενους κι εύκολα ελεγχόμενους, έτοιμους να τραφούν με ψεύδη και υποκατάστατα. Εξάλλου, οι ερωτευμένοι, ζώντας στο παραδείσιο, θεϊκό επίπεδο, θυμίζουν στους ανθρώπους το επίπεδο εκείνο στο οποίο θα έπρεπε να βρίσκονται οι άνθρωποι και δεν μπορούν να βρίσκονται, εξ αιτίας του συνειδησιακού τους ύπνου και της πνευματικής τους οκνηρίας. Το επίπεδο αυτό φανερώνει στους ανθρώπους τη λειψότητά τους, γι’ αυτό και πρέπει να το εξαφανίσουν, όπως πρέπει να εξαφανίσουν κι εκείνους που υπενθυμίζουν την ύπαρξη του επιπέδου αυτού. Έτσι, τον μεν έρωτα, όταν δεν τον εξοντώνουν άμεσα, τον εξοντώνουν έμμεσα, υποβιβάζοντάς τον σε κάτι πλήρως ελεγχόμενο κι εναρμονισμένο με το επίπεδό τους: τον γάμο και την πορνεία. Όσο για τον ποιητή-νυμφίο-εραστή, αυτόν, όταν δεν τον σκοτώνουν, τον εξορίζουν ή τον φιμώνουν με χίλιους δυο τρόπους.

*
Αλλά τι γίνεται με την περίφημη προσπάθεια του ανθρώπου να φτάσει στη θέωση; Ιδού τι θα μπορούσε να μας αποκαλύψει ένας αρχαίος ελληνικός μύθος:
Στους γάμους του Πηλέως και της Θέτιδος, προσκαλούνται όλοι οι θεοί, αλλά δεν προσκαλείται η θεά Έρις. Σ’ ένα γεγονός όπου πρωταγωνιστεί ο Έρως αποκλείεται η Έρις.
Εδώ ο άνθρωπος θέλει να ενωθεί με το θεϊκό (θνητός που νυμφεύεται θεά), ακολουθώντας τη ριζωμένη στην άγνοια, ρομαντική και λαθεμένη άποψη, που θέλει τον μισό Κόσμο καλόν και τον άλλο μισό κακόν, αγνοώντας την ουροβόρο φύση του Κόσμου, όπου το «καλό» τρέφει το «κακό» κι όπου το «κακό» τρέφει το «καλό».
Αυτός που απορρίπτει τον μισό Κόσμο, αγνοώντας την ενιαία φύση του Κόσμου δεν εννοεί ότι η απόρριψη του μισού Κόσμου, σημαίνει απόρριψη ολόκληρου του Κόσμου, και συνάμα δεν εννοεί πως η αποδοχή του μισού Κόσμου σημαίνει αποδοχή ολόκληρου του Κόσμου.
Στον γάμο του Πηλέως και της Θέτιδος, μέσω της Έριδος απορρίπτεται και ο Έρως, μέσω του Έρωτος προσκαλείται και η Έρις. Και πράγματι η Έρις είναι παρούσα στον γάμο αυτόν, και διά του Έρωτος, δημιουργεί τον πιο φημισμένο πόλεμο που γνώρισε ποτέ το ελληνικό σύμπαν. Όσο για τον Έρωτα, είναι παρών, σ’ όλη αυτή τη μακρόχρονη έριδα, μέχρι να σκοτωθεί και ο τελευταίος μνηστήρας, πολύ μακριά από την Ιωλκό, τη Σπάρτη, την Τροία ή το Άργος, στη βαθύκολπη, πατρίδα του ποιητή, στην Ιθάκη.

*
Αλλά ο έρωτας δύο ανθρώπων, στο ανώτερο επίπεδό του, μπορεί να γίνει, αυτό που στην Ορθοδοξία ονομάζεται Πλήρωμα, αυτό που στον Ταοϊσμό και στον Βουδισμό αποτελεί την τελείωση, τη θέωση, και συμβολίζεται με την ένωση του Λωτού και του Κεραυνού. Ιδού πώς η ποίηση καταγράφει το φτάσιμο αυτό:

H MEΓAΛH EΠIΣTPOΦH
(απόσπασμα)

«…Φτερά πιο δυνατά από τα πόδια σου δεν ένοιωσα ποτέ πάνω στους ώμους μου.
Nά ’μαι που τερματίζω εδώ μες στο κορμί σου εκστατικός όλους τους δρόμους μου».


Ή ακόμη:

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ
(απόσπασμα):

«…Στον Mπεντελγκέζε ορκίζομαι τον Mέγα
ομώνω στον Ωρίωνα και στον Bέγα
είμαστε οι πρώτοι άνθρωποι και οι στερνοί θεοί
εγώ το Άλφα είμαι και τ’ Ωμέγα εσύ.
Aπ’ της Γυναίκας και του Άντρα τη λατρεία
είναι που ανθίζουν τα κλαδιά του Γαλαξία.

Mέσα στο χέρι της το χέρι μου κρατεί
και περπατάμε στην απέραντη τη γη.
Ποιον θα μπορούσε η γύμνια μας τάχατες να πειράξει
όταν τη λάμψη μας ουδείς αντέχει να κοιτάξει;



ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ («Κοντέινερ»), Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010।

___________________
Σημείωση: Η πρώτη ζωγραφιά είναι του Ιερώνυμου Μπος। Η δεύτερη είναι του Γιώργου Σταθόπουλου (από το κοινό βιβλίο μας ΑΛΕΚΤΩΡ Ο ΕΡΑΣΜΙΟΣ).