Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΙΟΥΝΙΟΣ 2015 (Β' ΜΕΡΟΣ)


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ, ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ


(Με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του “Ναός στου Κόσμου” στα Ισπανικά από τος εκδόσεις audisea του Μπουένος Άυρες):
 
 
Στο σπίτι της Αριάνας, του Γιώργου και του Απόστολου,
Θεσσαλονίκη, 1978 (Φωτ. Γιώργος Τζερτζίνης)
1. Στο ποίημά σας «Ερχομαι», ο ομιλητής (αφηγητής), μεταμορφώνεται καθώς περνά ανάμεσα από διάφορους χώρους και χρόνους που μοιάζουν με καθρέφτη...”: “Με ρώτησαν από πού έρχομαι. Τί να τους έλεγα; / Δεν θα με καταλάβαιναν / και τότε / θα μ’ οδηγούσανε δεμένο στον ψυχίατρο». Πώς είναι δυνατόν να ρίξουμε φως πάνω σ’ αυτό το άπειρο κουβάρι (νήμα) που ενώνει τα πάντα; Και πάλι, από πού είσαι; Τι έχεις να μας πεις για τις ρίζες σου;

Είναι δυνατόν να ρίξουμε φως πάνω σ’ αυτό το νήμα, αν κατανοήσουμε ότι οι ποιητές δεν είναι πολλοί αλλά ένας (ο Κανένας) που όμως έχει πολλά πρόσωπα και πολλά ονόματα σκορπισμένα στο χώρο και στο χρόνο.

 
Ο ποιητής άλλο δεν είναι παρά κύματα
του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.

Και πάλι, από που έρχομαι; Ποιές είναι οι ρίζες μου;

Ω ναι: Ας ρίξουμε καλύτερα μια ματιά σ’ ένα από τα βιογραφικά που χρησιμοποιώ: «Γεννήθηκα δεν ξέρω πότε και που. Αναζητώντας την ιαματική ομορφιά και την άλήθεια που ελευθερώνει, βρέθηκα στους δρόμους της ποίησης.

Νά 'μαι εδώ που το Μηδέν δαγκώνει την ουρά του
με ηδονή
       και πόνο
νά 'μαι
στο μέσον της Αιωνιότητας
στην αρχή και στο τέλος της».

Περισσότερες λεπτομέρειες; Δείτε επίσης το ποίημά μου ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ κι ακόμη το ποίημα ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ*.

Ακόμα περισότερες λεπτομέρεις; Γεννήθηκα σε μιαν αγροικία, στη Ραΐνα, κοιλάδα της Αιτωλίας, (στην Κεντρική-Δυτική Ελλάδα, κοντά στο Ιόνιο Πέλαγος).

Οι γονείς μου είναι βουνίσιοι, καθώς οι προπάπποι μου (νησιώτες ή στεριανοί) κατέφυγαν στις χαράδρες των βουνών, για να γλυτώσουν όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Βυζάντιο (την Ελλάδα των Μέσων Χρόνων).

Η ασχολία των γονέων μου: Αγρότες και ποιμένες, ενίοτε κυνηγοί, είτε ακόμη και ψαράδες στον ποταμό Αχελώο και στους παραποτάμους του. (Βεβαίως στις προγονικές ρίζες μου - από πατέρα και μάνα -, μπορεί να βρει κανείς ιεροδιδασκάλους, Κλέφτες, Αρματωλούς, τραγουδιστές, αγίους, χορευτές, περιπλανώμενους).

Για αιώνες, επειδή οι πρόγονοί μου ασκούσαν την τέχνη της υφαντικής, τ’ όνομά μου είναι Υφαντής (Weaver ή Webster στ’ Αγγλικά, Weber στα Γερμανικά , Glosbe ή Tejedor στα Ισπανικά. Ε ναι, το επώνυμό μου είναι ομηρικό.

Βεβαίως, προέρχομαι από την Ελλάδα. Τη σύγχρονη Ελλάδα, τη Βυζαντινή, την Αρχαία. Αλλά το πιο σίγουρο είναι ότι: ΠΑΙΣ ΕΙΜΙ ΓΑΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΟΥ ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΟΣ, όπως μας λένε οι Ορφικοί.

Λέω ποιος είμαι, σύμφωνα με την συμβατική γλώσσα που έχουν οι άνθρωποι για να συνενοούνται. Όμως, βαθύτερα και πιο υπεύθυνα, δεν ξέρω ποιος είμαι, τί είμαι, ούτε γνωρίζω τι συμβαίνει με ό, τι με περιβάλλει ως κόσμος.

 
2. Ο Ήλιος και το Φεγγάρι, έχουν μια δυναμική παρουσία στην ποίησή σας. «Κι άνοιγε πάνω ο ουρανός μ’ όλα τα ζώα του και τ’ άστρα». Ποιοί μυστικοί δεσμοί μας ενώνουν με αυτό τον αστρικό χάρτη;
Σκέφτομαι ότι η υμνητική εβραϊκή λέξη «αλληλούια» γίνεται πλήρως κατανοητή αν αποδεχτούμε πως είναι η ελληνική λέξη «αλληλουχία». «Αλληλουχία» σημαίνει ότι το κάθε τι περιέχει τα πάντα και περιέχεται από τα πάντα. Αλληλουχία σημαίνει ότι το κάθε τί έχει σχέση με τα πάντα και τα πάντα έχουν σχέση με το κάθε τι. Κι εντέλει όλοι κι όλα είμαστε ΕΝΑ.

{{Αλλά τί είναι ο Ήλιος; Ένας φωτεινός δίσκος με αχτίδες που τα λουλούδια όντας παιδιά του τείνουν να του μοιάσουν; Μια φωτεινή σφαίρα που ολοι οι καρποί όντας παιδιά του τείνουν να του μοιάσουν; Ο αρχηγός του πλανητικού συστήματος; Νομίζω ότι ο Ήλιος είναι όλο το πλανητικό σύστημα. Οι πλανήτες κι εμείς είμαστε μέλη του. Το αίμα του τρέχει στις φλέβες μας αλλού κίτρινο, αλλού κόκκινο, αλλού πράσινο. Είναι η καρδιά και ο νους ημών των μελών του. Τον βλέπουμε έξω από εμάς, μα στην πραγματικότητα, είναι ο πυρήνας του σώματος που αποτελείται απ’ ολόκληρο το πλανητικό σύστημα, και, απ’ ότι υπάρχει πάνω σε αυτό το πλανητικό σύστημα. Η Γη και ότι βρίσκεται σ’ αυτήν είναι μέλος του σώματος που ονομάζουμε Ήλιο.

Και η Σελήνη; Ένας δορυφόρος της Γης; Αλλά έχει πρόσωπο. Αν ήταν μακρύτερα δεν θα την βλέπαμε ως πρόσωπο. Αν ήταν κοντύτερα δεν θα τη βλέπαμε ως πρόσωπο. Είναι ακριβώς στην απόσταση που μπορούμε να τη βλέπουμε ως πρόσωπο. Δεν είναι μαγικός ο κόσμος μας; Το πρόσωπό μας-Ήλιο δεν μπορούμε να το κοιτάξουμε, όμως το πρόσωπό μας-Σελήνη μπορούμε να το κοιτάξουμε.
Και τ’ άστρα; Είναι το ίδιο μας το πρόσωπο, είναι τα μόρια του ίδιου του σώματός μας όταν κοιτάζουμε στον καθρέφτη του κενού. Όταν κοιτάζουμε τον εαυτό μας ο οποίος είναι μια ψευδαίσθηση τόσο πλήρης, ώστε να την προσλαμβάνουμε ως απόλυτη πραγματικότητα. Κι όπως ακριβώς δεν γνωρίσαμε ποτέ τον εαυτό μας όπως πράγματι είναι, έτσι και με τ’ άστρα. Τα περισσότερα από τ’ άστρα που βλέπουμε είναι ήδη εξαφανισμένα κι εμείς βλέπουμε ως άστρα το φως που κάποτε ξεκίνησε από αυτά προς εμάς. Και υπάρχουν άστρα που ζουν αυτή τη στιγμή, αλλά εμείς δεν τα βλέπουμε διότι το φως τους δεν έχει φτάσει ακόμη ως εμάς. Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν εαυτό που δεν υπάρχει κι εμείς τον βλέπουμε ως υπάρχοντα. Κι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν εαυτό που υπάρχει μα εμείς δεν τον βλέπουμε ως υπάρχοντα. Ο κόσμος είναι μαγικός κι εγώ ένας μαγεμένος, ένας Χαζός που υπάρχει και δεν υπάρχει, κινούμενος ανάμεσα στους άπειρους εαυτούς που τον περιβάλλουν. Κι αν θα μιλούσα πλήρως επιστημονικά, το φως κοιτάζει το φως και του δίνει διάφορα ονόματα. «Δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ»}}.


 3. Ένας συγκεκριμένος μυστικισμός αντηχεί στην ποιησή σας (ποιητική σας). Είστε θρήσκο άτομο;
 Ένας κριτικός έγραψε ότι «την ποίηση του Υφαντή τη διατρέχει ένας φυσιοκρατικός μυστικισμός». Κι ακόμα, την ποίησή μου την διατρέχει λέω εγώ, το δίστιχο που υπάρχει στο πρώτο μου βιβλίο, το «Μανθρασπέντα»: «Όλα του Μηδενός μεταμορφώσεις είναι, μάγια. / Φόρεσε δαχτυλίδι το Μηδέν και ξόρκισε τη Μάγια». Υπάρχει μυστικισμός στην ποίησή μου αλλά δεν είναι θεολογικός, είναι φυσιοκρατικός. Αυτό θα πει πως τη μόνη θεότητα που αποδέχομαι ως θεότητα είναι η Φύση. Το κάθε τί μέσα σε αυτήν το πλησιάζω λατρευτικά. Ολόκληρη είναι ένας ναός. Είμαι λοιπόν θρήσκος αλλά όχι ως ακόλουθος μιας θρησκείας μα ως πιστός στο ναό του Κόσμου.

Ναι, μερικοί με θεωρούν παγανιστή ή δωδεκαθεϊστή. Τι ακριβώς εννοούν λέγοντας αυτό, καλά δεν γνωρίζω. Γιατί θα μου ήταν αδύνατο να υπαχθώ σ’ ένα καινούργιο ιερατείο, σαν τα ήδη υπάρχοντα, όπου, ως επί το πλείστον, κυριαρχεί ο δογματισμός, οι εξ αποκαλύψεως αλήθειες και ο φασισμός. Εγώ πιστεύω πως οι αρχαίες ελληνικές θεότητες, άλλο δεν είναι παρά οι μορφοποιημένες, αιώνιες και κυρίαρχες όψεις, της Φύσεως.
Ναι, στον καιρό της Χούντας, όταν χρειάστηκε να δηλώσω θρήσκευμα (αν και με βάφτισαν οι γονείς μου Χριστιανό Ορθόδοξο), δήλωσα πανθεϊστής. Εδώ και χρόνια όμως το βρίσκω πιο σοφό να δηλώνω αγνωστικιστής, που θα πει ότι δηλώνω άγνοια για ό, τι δεν μπορώ να γνωρίζω. Στέκω σε απόσταση απ’ όλες τις θρησκείες, μα συνάμα, έχω τη χαρά να παίρνω από αυτές χωρίς κανένα δισταγμό εκείνο που μου αρέσει. Από τη μια λοιπόν είμαι ο κατ’ εξοχήν θρήσκος κι από την άλλη ο εντελώς άθρησκος.


 4. Το ποίημα «Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει» αποτελεί ένα από τα καλύτερα ποιήματα στο «Ναό του Κόσμου». Τι θέση κατέχουν οι μύθοι στην εποχή μας;
Τα ενδύματα και τα ονόματα των ηρώων ενός μύθου, μπορεί ν’ αλλάζουν από εποχή σ’ εποχή, μα ο πυρήνας του μύθου μένει πάντα ο ίδιος. Τους μύθους τους βρίσκω στα βιβλία των ανθρώπων, αλλά την ερμηνεία τους τη βρίσκω στο Βιβλίο του Κόσμου και στη ζωή. Στο φυτό δρακοντιά, λόγου χάριν, τα φύλλα έχουν σχήμα κεφαλής δράκοντα και το άνθος του είναι ένα φαλλοφόρο κρίνο. Έτσι, σ’ ένα μόνο φυτό, σε μια και μόνο σελίδα του βιβλίου-Κόσμος, βλέπω γραμμένη όλη την ιστορία της πτώσεως του ανθρώπου (όπως τη θέλει η Βίβλος), που αρχίζει μ’ ένα φίδι, και της ανορθώσεώς του, που γίνεται με την προσφορά ενός κρίνου σε μια παρθένο. Κι ακόμη, οι ληστές που συνάντησε ο Θησέας είν’ εδώ, τους βλέπω, τους ακούω, μαθαίνω γι’ αυτούς κάθε μέρα. Το άδικο που διατρέχει την Ιλιάδα συμβαίνει σήμερα, τώρα, εδώ. Ο Κύκλωπας που βλέπει τα πράγματα μ’ ένα μάτι μπορεί να είναι στη γειτονιά μας. Ο πολύτροπος Οδυσσέας που αντιμετωπίζει όλα τα σημεία και τα τέρατα, είν’εδώ. Οι μνηστήρες που διεκδικούν ως δικό τους ό, τι εκείνος έφτιαξε είν’ εδώ. Οι μύθοι ερμηνεύουν τη ζωή μας και η ζωή μας ερμηνεύει τους μύθους καθημερινώς.

 
5. Κατά ποίαν έννοια θα λέγατε ότι «ζούμε μέσα στον άχτιστο ναό του κόσμου;».         
Κατά την έννοια που μας δίνει ο Ηράκλειτος κι όλοι σχεδόν οι φυσικοί φιλόσοφοι της ελληνικής αρχαιότητος (Προσωκρατικοί). Κι ακόμη κατά την έννοια που μας δίνουν οι φυσιοκρατικοί σοφοί της Κίνας, οι Ταοϊστές. Μας λέγει λοιπόν  ο Ηράκλειτος: «τον κόσμο τούτο, κι όλους τους άλλους κόσμους που περιέχονται σ’ αυτόν, δεν τον έχτισε κανένας θεός και κανένας άνθρωπος. Υπήρχε από πάντα και υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, αιώνια φωτιά, που λιγοστεύει ως ένα βαθμό και αυξάνει ως ένα βαθμό».

Είναι ο χωρίς αρχή και τέλος Κόσμος, η Φύση, και για τον ποιητή ο «άχτιστος ναός», ο ναός που δεν χτίστηκε από κανέναν. Γιατί, πώς μπορώ να λέω κτίσμα και δημιούργημα, κάτι που την αρχή του και το τέλος του δεν γνωρίζω, κάτι που κατ’ ελάχιστον μόνο αντιλαμβάνομαι; Είναι ύβρις να καθορίζω αυτό που αδυνατώ να καθορίσω.


6. Σ’ ένα καταπληκτικό ποίημά σας ένα μικρό κορίτσι κατορθώνει να νικήσει ένα τέρας, χρησιμοποιώντας ένα στοιχείο κλειδί: έναν καθρέφτη. Ποιά είναι η θέωρησή σας (αντίληψη) για την έννοια του τερατώδους;
Τερατώδες είναι το μορφοποιημένο ακατανίκητο κακό. Ακατανίκητο για τα μέτρα του κοινού ανθρώπου. Γιατί ο ήρωας (η δύναμη της αλήθειας), και το παιδί (η δύναμη της αθωότητας), έχουν τον τρόπο να το εξοντώσουν.

Όμως το τέρας, στην πραγματικότητα αυτοεξοντώνεται. Καθώς αποκτά τέτοιες διαστάσεις, που ξεπερνούν τα όρια του όντος που μπορεί να έχει αυτοεπίγνωση, αρχίζει να νομίζει ως ξένα τα δικά του μέλη και τα καταστρέφει. «Η υπερβολή φέρνει υπερβολή». Και η υπερβολή νικιέται μόνο από την υπερβολή. Ακόμη και στον καθρέφτη του κοριτσιού, εκείνο που σκοτώνει το τέρας, είναι το υπερβολικό ον που το τέρας αντικρύζει στον καθρέφτη για πρώτη φορά.
 

Το εξώφυλλο του βιβλίου ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ στα Ισπανικά,
όπως το σχεδίασε ο Marco Zanger. 
 
7. «Κάθομαι κάτω απ’ το πουρνάρι δίχως σκέψεις. / Τάχα γιατί να σκέφτομαι; τριγύρω μου υπάρχουν / ενσαρκωμένες σκέψεις τόσο όμορφες / που βλέποντάς τες με γεμίζουν ευφροσύνη». Πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση μεταξύ σκέψης γλώσσας και εικόνας;
Συγγνώμη, αλλά, δεν κατανοώ την ερώτηση. Ίσως η απάντηση να υπάρχει στο ίδιο το ποίημα. Θεωρώ το ποίημα τούτο «μυστικό», που εκφράζει ό, τι εκφράζει με πολλή απλότητα, που όμως είναι αμετάδοτη.

 
8. Στα όρια της λογοτεχνίας, ποιοι συγγραφείς έχουν ασκήσει την μεγαλύτερη επιρροή πάνω στη δουλειά σας;
Αν μ’ επηρέασαν κάποιοι συγγραφείς σε κάτι είναι τούτο: Να κρατώ από τα γραφτά μου, μόνο εκείνα που μου δίνουν την απόλυτη ικανοποίηση, την ικανοποίηση που είναι ισάξια με την ικανοποίηση που μου δίνουν τα δικά τους γραπτά.

Και βεβαίως μ’ επηρέασε ο Πάουντ ως προς τη σχέση ρυθμού και μορφής του ποιήματος. Κι ακόμη θα πρέπει να μ’ έχουν επηρεάσει χωρίς να το συνειδητοποιώ, οι πάντες και ιδιαίτερα ο Καβάφης, ο Έλιοτ, ο Σεφέρης, ο Μπόρχες, οι Μυστικοί της Ανατολής, με τον τρόπο που χωρίς να το επιδιώξουμε μοιάζουμε σε κάποιους συγγενείς μας. Όμως ποιος μ’ επηρέασε και γράφω τολμηρότατα ερωτικά ποιήματα που εκείνοι δεν έγραψαν; Ποιος μ’ επηρέασε να γράφω τολμηρότατα σατυρικά ποιήματα που εκείνοι δεν έγραψαν; Ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται. Αν γινόταν, τότε όλα τ’ αδέρφια μου θα ήσαν ποιητές. Ζήσαμε γύρω από το ίδιο τζάκι, τρώγαμε τα ίδια φαγητά, ακούγαμε τις ίδιες ιστορίες, κι όμως, μόνο εγώ έγινα ποιητής, κι αυτό γιατί γεννήθηκα ποιητής.
{{Αλλά μπορώ να πω ποιους συγγραφείς αγάπησα ιδιαιτέρως, και ποιούς νοιώθω την ανάγκη να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω.
Αγάπησα πολύ όλους τους κύκλους της Ελληνικής Μυθολογίας. Κι ακόμη: Τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τη Σαπφώ, τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους, τον Ηρόδοτο, τους τραγικούς, τους λυρικούς, τους κυνικούς της Ελλ. Αρχαιότητας, τα ποιήματα των αγνώστων ποιητών της Μεσαιωνικής Ελλάδας, τα παραμύθια της κι όλους τους μεγάλους ποιητές της Νεότερης Ελλάδας, από τον Βιτσέντσο Κορνάρο και τον Σολωμό, μέχρι τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Καββαδία, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη...

Από τους ξένους αγάπησα τα Ερωτικά Λυρικά της Αρχαίας Αιγύπτου. Αγάπησα την Βίβλο, (κυρίως τη Γέννεση, την Έξοδο, μερικούς ψαλμούς του Δαυίδ, τον ανυπέρβλητο σε σοφία Εκκλησιαστή του Σολομώντα, και το αποδιδόμενο επίσης σ’ αυτόν Άσμα Ασμάτων, τα Ευαγγέλια, την Αποκάλυψη και κάποια αποσπάσματα του Παύλου). Αγάπησα πολύ επίσης τη Μαχαμπαράτα, και κυρίως το κομμάτι της εκείνο που λέγεται Μαγκαβάτ Γκιτά. Πολλά επεισόδια από τις Χίλιες και μία Νύχτες. Τους Κινέζους Ταοιστές. Τους Ιάπωνες Ζεν.
Ύστερα, αγάπησα την Αρχαία Έδδα των Ισλανδών, τον Λι Τάι Πο, τον Ομάρ Χαγιάμ, τον Ντάντε, τον Σέξπιρ, τον Ουγκώ, τον Ουίτμαν, τον Ρεμπώ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Λόρκα, τον Έρμα Έσσε, τον Τόμας Μαν (Τόνιο Κρέγκερ), τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ίβαν Γκολ, τον Χέμινγουέη (Ο γέρος και η θάλασσα), τον Καμύ (Ο ξένος), τον Μπόρχες, τον Μάρκες, τον Πεσόα, τον Ναζίμ Χικμέτ, τον Μπρεχτ, τους Βούλγαρους συγγραφείς Εμιλιάν Στάνεφ και Άντον Ντόντσεφ.

(Ό, τι καλύτερο βρήκα στην Ανατολή -σούφι, Ινδουιστές, Ταοιστές, Ζεν- το συγκέντρωσα σ’ ένα βιβλίο μου που ονομάζεται «Μυστικοί της Ανατολης». Ό, τι κατάφερα να μεταφράσω καλά απ’ όλο τον κόσμο, το συγκέντρωσα σ’ ένα βιβλίο μου που ονομάζεται «Ο κήπος της ποίησης»).
Μ’ αν ήταν να πάρω μερικά βιβλία σ’ ένα νησί όπου θα ήμουν εξόριστος (καθώς λένε) θα έπαιρνα τις δύο ανθολογίες μου που μόλις προανάφερα, κι ακόμη, την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τον Καβάφη, την Έρημη Χώρα (Τ.Σ. Έλιοτ), και, το βιβλίο "Ο Γέρος και η Θάλασσα" (Χέμινγουέη).


 
9.  Η«ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» κηρύττει τα ακόλουθα: «Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε/ αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά/ και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαϊ, / δεν είναι που είμασταν οι τυχεροί / είναι που μας ληστεύοανε και μας ληστεύουν...». Κατά τη γνώμη σας ποια είναι η πολιτική και κοινωνική αξία της ποίησης;

Κάνει τους ανθρώπους να ξεχνούν και ν’ αποφεύγουν τα ποταπά, συνάμα δε να θυμούνται και να πράττουν τα υπέροχα. Κάνει τους ανθρώπους να ερωτεύονται την δικαιοσύνη και να μισούν την αδικία. Κάνει να φυτρώσει μέσα στους ανθρώπους αυτό που έχουν ως σπόρο μα διστάζει να φυτρώσει. Κάνει τους ανθρώπους να ξαναβρίσκουν την ιαματική ομορφιά και την αλήθεια που ελευθερώνει. Κάνει τους ανθρώπους να βρίσκουν το πολύ στο ελάχιστο, και το Παν στο Τίποτε.
 

10. Ποια είναι η γνώμη σας σε σχέση με την σημερινή πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα σας;
Εδώ και πέντε χρόνια περνάμε μία οικονομική κρίση. Κι εντέλει πριν τρεις μήνες βγάλαμε μιαν αριστερή κυβέρνηση. Αυτό που βλέπουμε, όλοι όσοι θέλουμε να βλέπουμε, είναι πως οι αξιωματούχοι μιας πλήρως παρηκμασμένης, μη δημοκρατικής πλέον Ε.Ε., μαζί με τους ντόπιους απατεώνες, θέλουν να φέρουν αυτή την κυβέρνηση, στη δύσκολη εκείνη κατάσταση που θ’ αναγκαστεί να πάρει μέτρα αντίθετα με τις εξαγγελίες-επιθυμίες της, ώστε να την εξευτελίσουν και να την βγάλουν από τη μέση. Κι ούτε που νοιάζονται για τον ελληνικό λαό. Είναι μια άλλη εκδοχή της περίπτωσης Αλλιέντε, που τον κατατσάκισαν μαζί με τον λαό του, οι ΗΠΑ με τη συνεργασία των φασιστών της Χιλής.

Και σκεφτείτε το εξής απλό: Η χώρα που ηγείται της Ε.Ε., μας χρωστά αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, που υπερβαίνει το λεγόμενο χρέος μας. Και δεν μας το επιστρέφει, προβάλλοντας το δίκαιο του ισχυροτέρου. Κι ακόμη αυτή η χώρα κατά τη ναζιστική κοτοχή, μας ρήμαξε, τόσο με την βάρβαρη κακοποίηση και τις εκτελέσεις αμάχων, όσο και με την πλήρη οικονομική καταστροφή. Όλες τις χώρες που έβλαψε τις αποζημίωσε, μόνο την Ελλάδα δεν αποζημίωσε.
Κι ακόμη σκεφτείτε μόνο τούτο το απλό: Ότι κάθε φορά που ο λαός μας έμπαινε στην πορεία της δημοκρατίας και της προκοπής, επενέβαιναν οι ντόπιες και ξένες δυνάμεις για να ανακόψουν αυτή την πορεία. Το 1967, ανέκοψαν αυτή την πορεία με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Το 1977 ανέκοψαν αυτή την πορεία με μιαν άλλου είδους ιδιόμορφη δικατατορία, στηρίζοντας κυβερνήσεις που υπονόμευαν την ανεξαρτησία της χώρας, τον πολιτισμό, την οικονομία και πάνω απ’ όλα την ψυχολογία του λαού της.

Είναι μεγάλο το φορτίο, όταν είσαι ποιητής σε μια χώρα, όπου η αδικία, το χόμπυ των ξένων και ντόπιων κακοποιών, μονιμοποιήθηκε.

 
         ________________

* ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 
I

Έρχεται η φωνή μου άνεμος του απείρου.
Έρχεται η φωνή μου φορτωμένη την
αρσενική
Γύρη των άστρων· έρχεται
Στο λουλούδι του νου σου.

 
                      II

Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Με προβιά και με έκσταση
M’ ένα κομμάτι σεληνόφωτο στο μέτωπο 
                           και μ’ ένα κέρατο στη ζώνη
Με μνήμες από πάχνη κι από φωτιά
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Άφησα τα χνάρια μου πάνω στον
Πηλό
Του φωτός.
Φόρεσα τη θωριά του νερού.
         Φόρεσα τη δυσκινησία των οστρακόδερμων.
Βόσκησα τους ανέμους κι εξημέρωσα τους ήχους.
Έζησα του λύκου την έκσταση
Μπροστά στον πάγο και τη φωτιά.
Έρχομαι από την άκρη μιας
Αιωνιότητας.
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.

            III
         Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός βαδίζω ερημώνοντας το μέλλον.
         Στερεύουν οι πηγές της πλάνης τα πάντα ξηραίνονται.
Πλούσια απλώνεται η άμμος και μονάχα η άμμος
Χώρος για περισσότερη σκέψη
Χώρος για περισυλλογή κι ελευθερία
Χώρος του άδειου και της φωτιάς.
Έρχομαι από ’κει όπου πηγαίνετε
Έρχομαι από την έρημο των άστρων.
Μοναχικός φυτρώνω μες στην έρημο των λαών. Ώριμος
Ήλιος
Γέρνω από γύρη σοφίας.

 
 







 



 








 




 

 

 ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.

Έγραψα το Τραγούδι του Αρπιστή στα 2000 π.Χ. στην Αίγυπτο.
Έγραψα την Οδύσσεια στα 800 π.Χ. στην Ιωνία.
Έγραψα το Ταό Τε Κιγκ στα 600 π.Χ. στην Κίνα.
Έγραψα τον 11ο αιώνα στο Ικόνιο το Μαθναβί ι Μαναβί.
Τέλειωσα στη Ραβέννα εξόριστος την Κωμωδία που ο Βοκκάκιος την είπε
Θεία.
'Έγραψα τη Γυναίκα της Ζάκυνθος
Τα Τέσσερα Κουαρτέττα
Την Κίχλη
Το Μανθρασπέντα.

Δεν υπάρχει θέμα· βρίσκομαι εδώ· βρίσκομαι πάντα εδώ.
 
 


ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΑRΤ8 ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ, 13 ΙΟΥΝΙΟΥ, 2015.


 

Ο ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ, ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ, ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ


Όσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο (μας λέγει ο Δημόκριτος) είν’ ελάχιστα, και δίνονται δωρεάν, από τη Φύση. Όσα με κόπο και θλίψη αποκτώνται, είναι ανάγκες δημιουργημένες από την κακοήθεια του νου.

 

Και ποια είναι τα ελάχιστα κι αναγκαία, που από τη Φύση μας δίδονται δωρεάν;

 

Αέρας, ύπνος, νερό, τροφή, έρωτας, το παιχνίδι της δημιουργίας, και το παιχνίδι απόλαυσης της δημιουργίας.

 
Τα πέντε πρώτα αγαθά, είναι βιολογικές ανάγκες χωρίς τις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αποχτήσει το ζην. Τα δύο τελευταία, είναι πνευματικές ανάγκες, χωρίς τις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αποχτήσει το ευ ζην.
 
Βιολογικές ανάγκες, πνευματικές ανάγκες... Αβασάνιστα μιλώντας, θα λέγαμε πως είναι πράγματα διαφορετικά. Είναι όμως έτσι;
 
Όσο κι αν κατάντησε δυσνόητο, όσο κι αν η αλήθεια ξεχάστηκε, η πραγματικότητα λέει πως δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς ψωμί, και συνάμα, δεν υπάρχει ψωμί χωρίς πολιτισμό.
 
Το ότι και τα επτά αγαθά είναι συνάμα βιολογικά και πνευματικά, δεν μας το λέει μόνο η ελληνική γλώσσα, που ταυτίζει, λόγου χάριν, τον αέρα (πνοή) με το πνεύμα, αλλά μας το αποδεικνύουν πλήρως η εμπειρία και η ιστορική πραγματικότητα: 
 
Οι άνθρωποι του Μεσαίωνα, καθώς γνωρίζουμε, ζούσαν μιαν άθλια ζωή μέσα στην κόλαση του μόχθου και πέθαιναν παράκαιρα από την πείνα και τη γενικότερη εξαθλίωση. Χρειάστηκε να έρθει η Αναγέννηση (δηλαδή ο πολιτισμός), χρειάστηκε να έρθει ο Διαφωτισμός (δηλαδή η φυσιοκρατική σκέψη). Χρειάστηκαν αυτά, για να γίνει η Γαλλική Επανάσταση, που ξαναέδωσε το πλήρες δικαιώμα στους ανθρώπους, να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο ψωμί. Με άλλα λόγια, ήταν ο πολιτισμός που έφερε το ψωμί. 

 
Κι ακόμη, γύρω στο 1960, στην Βουλή των Ελλήνων, η αντιπολίτευση πρότεινε να θεσπιστεί νόμος, σύμφωνα με τον οποίο, οι πνευματικοί δημιουργοί, θα μπορούσαν να έχουν ένα είδος οικονομικής προστασίας εκ μέρους του κράτους, όπως αυτό συνέβαινε στην αρχαιότητα κι όχι μόνο. Ο τότε πρωθυπουργός απαντώντας ανοήτως και αλαζονικότατα είπε το εξής: «Εγώ δεν ταΐζω τεμπέληδες». Και βεβαίως, όλοι γνωριζουμε, ότι ένας και μόνο «τεμπέλης», ο Νίκος Καζαντζάκης, μ’ ένα και μόνο βιβλίο του, τον Αλέξη Ζορμπά, προσέφερε στον ελληνικό τουρισμό και στην ελληνική οικονομία, όσα καμμιά τουριστική διαφήμιση δεν μπόρεσε ποτέ να προσφέρει.
 
Όσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο, είν’ ελάχιστα, και δίνονται δωρεάν, από τη Φύση.
 
Όμως τί συνέβη και τούτα τα ελάχιστα, ουσιώδη αγαθά, τα παρεχόμενα δωρεάν απο τη φύση, τι συνέβη και αποχτιούνται πια (όταν αποχτιούνται) με κόπο, θλίψη, αγώνα κι αγωνία;
 
Συνέβη το απλούστατο και ουσιώδες: Ότι παραμερίζοντας τον πολιτισμό, είχαμε ως συνέπεια να επιτρέψουμε στους κακοήθεις νόες, ν’ αποφασίζουν για μας, σα να ήσαν οι δικοί μας νόες. Επιτρέψαμε στην Απληστία, που συνεπικουρούμενη από το τις προδοτικές εξουσίες μας υποχρεώνουν να παράγουμε αυτά τα αγαθά και μετά, να μας τα πουλά κιόλας από πάνω, ακριβότατα.
 
Να λοιπόν τί πρέπει οπωσδήποτε να διδάσκουμε στα σχολεία μας:
 
α) Την αφοβία απέναντι στον βιοπορισμό, όταν τα παιδιά θα μαθαίνουν ότι τα αναγκαία είν’ ελάχιστα και δωρεάν.
 
β) Την ανάγκη προστασίας αυτής της δωρεάς.
 
Να διαποτιστούν τα παιδιά με την ξεχασμένη αλήθεια ότι αυτός που αφαιρεί τα αγαθά τούτα είτε τα εμπορεύεται, αυτομάτως κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της ανθρωπότητος, εναντίον του δικαιούχου, και ο δικαιούχος τότε πρέπει να καταφύγει στο ιερό δικαίωμα της άμυνας, διεκδικώντας τα αγαθά του αυτά πάση θυσία. Πάση θυσία, γιατί αν δεν τα ζητήσει πάση θυσία, θα είναι αναγκασμένος να ζει όσο ζει, επιθυμώντας τον θάνατο και φθονώντας εκείνους που έχουν ήδη πεθάνει.
 
Και μ’ όλα τούτα θέλω να υπενθυμίσω πως έχουμε δικαίωμα στη Χρυσή Εποχή, όπου όλες οι ανάγκες των ανθρώπων, ικανοποιούνται, παίζοντας.
 
Το ζητούμενο είναι να κάνουμε, αυτό που από τη φύση μας είμαστε καμωμένοι να κάνουμε. Κι όταν  αυτό κατορθώνεται, η εργασία γίνεται παιχνίδι, κι επειδή γίνεται παιχνίδι, είναι ξεκούραστη, είν’ ευχάριστη και απολύτως αποτελεσματική.
 
Σήμερα όλοι εδώ, έχουμε τη χαρά να προσεγγίζουμε το ευ ζην, ανοίγοντας μια έκθεση γεμάτη από προϊόντα του παιχνιδιού. Δημιουργοί και απολαμβάνοντες την δημιουργία, έχουμε αυτό που υπήρξε πάντα το ζητούμενο για τους μεγαλύτερους σοφούς της ανθρωπότητος μέσα στους αιώνες: Από τον Ηράκλειτο και τον Αναξαγόρα, μέχρι τον Λάο Τσε και τον Ιησού, κυρίαρχο θέμα υπήρξε το να είμαστε σαν τα παιδιά, να ξαναγίνουμε παιδιά. Γιατί στα παιδιά ανήκει το βασίλειο του πνεύματος, η Χρυσή Εποχή, ο πολιτισμός του παιχνιδιού. (Και δεν υπάρχει ανώτερος πολιτισμός από αυτόν του παιχνιδιού).  Τα παιδιά, παίζοντας, εναρμονίζονται με τον Κόσμο, ο οποίος άλλο δεν είναι παρά, το μαγικό παιχνίδι, όπου όλα τα όντα, έχουν το ρόλο του πρωταγωνιστή.
 
Και τώρα, λίγα λόγια για τη φωτογραφία, ώστε να τελειώνω, και να δοθούμε στις διάφορες απολαύσεις που περιμένουν εδώ:
 
Το παιχνίδι που λέγεται φωτογράφιση και φωτογραφία, είναι κλιμακωτό, έχει μερικά σκαλοπάτια. Ας τα ξαναθυμηθούμε:
 
1. Υπάρχει η επιδεικτική φωτογραφία, μες από την οποία ο φωτογράφος θέλει να μας επιδείξει την ακρίβεια με την οποία η ακριβή μηχανή του κράτησε την εικόνα ενός πράγματος.
 
2. Υπάρχει η αναμνηστική λεγόμενη φωτογραφία, που βγαίνει από την ανάγκη να βγάλουμε έξω από τον χρόνο μια στιγμιαία εικόνα από τη ζωή μας ή από τη ζωή των άλλων.
 
3. Υπάρχει η φωτογραφία που κατάντησε υποκατάστατο του ζωντανού σώματος, του ζωντανού προσώπου. Αυτή η φωτογραφία λατρεύτηκε και μουσκέφτηκε από δάκρυα  περισσότερο κι από άγια εικονίσματα, διότι απεικονίζει τον αγαπημένο που χάσαμε, επειδή πέθανε ή, τον αγαπημένο «που είναι  / για μας χαμένος σαν τους πεθαμένους», επειδή τον ρούφηξε η χοάνη της ζωής ή χάθηκε μέσα στις αναδιπλώσεις του χρόνου.
 
4. Υπάρχει ακόμη η φωτογραφία που μέσω αυτής θέλουμε να αποθανατίσουμε κάτι πολύ όμορφο, ή κάτι πολύ φρικτό, σ’ ένα τοπίο, σ’ έναν άνθρωπο, σ’ ένα ζώο ή σε ό,τιδήποτε άλλο, ώστε να υπάρχει η μαρτυρία αυτής της ομορφιάς ή αυτής της φρίκης.
 
5. Υπάρχει τέλος η φωτογραφία, που με την παρέμβαση του φωτογράφου στην πραγματικότητα, γίνεται τέχνη. Να δώσω ένα παράδειγμα: Φωτογραφίζουμε ένα ηλιοτρόπιο. Το να φωτογραφίσουμε σωστά ένα ηλιοτρόπιο, είναι βεβαίως τέχνη. Μα θα είναι περισσότερο τέχνη, θα είναι πλήρως τέχνη, αν λόγου χάριν, στο ηλιοτρόπιο αυτό, φορέσουμε μαύρα γυαλιά, ένα ψαθάκι, και πιθανόν ένα πουκάμισο. Το ηλιοτρόπιο τότε με την παρέμβασή μας, έπαψε πια να είναι μόνο ηλιοτρόπιο. Είναι πλέον και λίγο άνθρωπος ή μια ενανθρωπισμένη ηλιακή θεότητα. Με την παρέμβασή μας ανοίξαμε δρόμους επικοινωνίας, με τις πολλαπλές σημασίες της υπάρξεώς του.
 
Ευχαριστώ. Να είμαστε πάντα καλά. Και θα είμαστε πάντα καλά, αν αφήσουμε το παιδί που έχει ο καθένας μέσα του, να εκφραστεί και να δράσει ελεύθερα.
 
 
 
 
 

_________________________

'ΑΧ'

ΙΟΥΝΙΟΥ 2011:

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 

ΣΤΟ  ΘΕΡΙΝΟ
ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ
 




 

                                                          
      









__________________________________________________________________________________



  Επιμέλεια τεύχους: Ουρανία 

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΙΟΥΝΙΟΣ 2015



Φωτογραφία του Γιάννη Υφαντή
ΛΕΝΤΑΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΣ, λιοντάρι. Στο πίσω μέρος της Κρήτης, στο Λυβικό Πέλαγος. Ο θρύλος λέει ότι στο πολύ μακρινό παρελθόν, μια βασίλισσα της Αφρικής έφτασε στα μέρη αυτά. Και καθώς ξεκίνησε το καραβάνι της επιστροφής, συνέβησαν σεισμοί και καταποντισμοί και η θάλασσα χώρισε τη μία ήπειρο από την άλλη, ώστε το μεγάλο μέρος του καραβανιού να πνιγεί. Κι ό, τι απέμεινε απ’ την εδώ μεριά, ήσανε λίγοι άθρωποι και μερικά ζώα που πετρωμένα πια κοιτάζουν προς την κατεύθυνση του χαμένου καραβανιού.

Ο ΛΟΦΟΣ ΠΟΥ βλέπουμ’ εδώ και που βρέχει τα πέτρινα νύχια του στη θάλασσα, σύμφωνα με το θρύλο, είναι λιοντάρι. Και κοντά του εκεί αριστερά στέκει ένας μικρός ελέφας.
Λόφοι πυραμιδοειδείς είτε ομοιάζοντες με καμήλες, στα ενδότερα, ενισχύουν τα λεγόμενα του θρύλου.

ΜΑ ΘΑ ΜΙΛΗΣΩ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ για τον Λέντα. Τη μαύρη αμμουδιά του, τους βράχους του, το χωριουδάκι, και το συγκρότημα του φίλου μου του Μπάμπη. Τους γυμνούς καφετιούς λόφους, με το χρυσάφι πάνω τους της άγριας βρώμης. Άλλη φορά για τον Λέντα. Για τη σπηλιά του στο μέσον του, εκεί στο γκρεμό, που ως λένε, έμεινε για καιρό πολύ ο Νίκος Καζαντζάκης. Κι όταν έφτασαν εδώ και τον βρήκαν, ο Σικελιανός, η Γαλάτεια και η Εύα Πάλμερ, γέμισε η αμμουδιά φωνές και γέλια και παιχνίδια, από όντα λουόμενα που οι ξωμάχοι, ολόγυμνα καθώς τα έβλεπαν δεν ήξεραν αν έχουν να κάμουν με ανθρώπους ή με θεούς. Άλλη φορά για τον Λέντα, και για την άλλη του σπηλιά τη θαλασσινή, που είναι ένας θολοσκέπαστος ναός, μ’ άγρια περιστέρια φωλιασμένα στα κοιλώματα, ανάμεσα στα τρεμάμενα φωτοκλώναρα των τοιχωμάτων.

Πρωτοήρθα στα μέρη αυτά καλεσμένος από φίλους κι έκτοτε σχεδόν κάθε καλοκαίρι τα επισκέπτομαι. Είναι περίπου δέκα χρόνια πριν που μια φίλη Γερμανίδα με πήρε με το αυτοκίνητό της να μου δείξει τα βουνά και να μου γνωρίσει μερικούς απο τους πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους των. Να μου γνωρίσει τους βοσκούς που ζουν απ’ τα κοπάδια τους, για να έχουν όλη την άνεση, να γράφουν ποιήματα, να ζωγραφίζουν, να είναι γλύπτες, να φτιάχνουν ψηφιδωτά, να παίζουν μουσικά όργανα. Μ’ όλους αυτούς συνδέθηκα. Αλλά κυρίως συνδέθηκα, μ’ έναν βοσκό ποιητή, που αραιά, πού και πού, μου στέλνει κάνα ποίημά του.

Πριν λίγες μέρες μου έστειλε ένα ποίημα για την ευρωζώνη, συνοδευόμενο από το γράμμα του αυτό: «Δεν ξέρω Γιάννη μου τί γίνεται, δεν καταλαβαίνω», μου λέει. «Όταν πηγαίνω στο καφενείο, βλέπω τηλεόραση, φοβούμαι. Να μείνουμε μ’ αυτά τα τέρατα; Σκλαβιά, φτώχεια, ταπείνωση και ίσως αφανισμός. Να φύγουμε; Πολλά λέγονται ενάντια στη φυγή. Φοβούμαι. Αλλ’ όταν βρίσκομαι τη νύχτα στο βουνό και κοιτάζω τον Aστροπόταμο να περνάει γύρω και πάνω μου, εκβάλοντας βαθειά στο πέλαγος, γίνομαι ξάφνου ξάστερος, ολοκάθαρος, δυνατός, και είμαι σίγουρος πως πρέπει να φύγουμε από αυτούς, εμείς που ζήσαμε χιλιάδες χρόνια χωρίς αυτούς. Που μας μαγαρίζουν. Δεν αντέχω μέσα στη σιωπή των ορέων, κάτω από τ’ άστρα, την ασχήμια τούτη. Και μη μπορώντας να μιλήσω μ’ άλλον τρόπο για ό,τι σκέφτομαι και νοιώθω, κάθομαι και γράφω αυτό που σου στέλνω εδώ:

H ΕΥΡΩΖΩΝΗ

Από την ευρωζώνη σας Έλληνες να μη βγείτε
και προπαντός στον τάφο σας πάντα να τη φορείτε
γιατί ο μέγας ο σεισμός της Κρίσεως σαν γίνει
κι αναστηθούμε ο Θεός πάνδημους να μας κρίνει

μην έχουμε ατύχημα, μη σπάσει καμμιά μέση
όταν ο τάφος κανενός πάνω σε τάφο πέσει.
Μην πάτε μπρος εις τον Κριτή με γόνατα βγαλμένα
με κρανιοκατάγματα και μούτρα τσακισμένα.

Το Κίνα θα σας καταπιεί, το Ρώσοι θα σας φάει
την ευρωζώνη σας εσείς που σκλάβους σας κρατάει
στων τοκογλύφων το μαντρί, στου δράκοντα την τρύπα
το θέλουν οι εταίροι σας, το θέλουν και οι ΗΠΑ.

Η ευρωζώνη σας Γραικοί είν’ εθνική σας προίκα
χωρίς αυτήν χαθήκατε για τρεις χιλιάδες χρόνια,
θα επιστρέψετε στη γη, στον κήπο, στην κατσίκα,
στη βάρκα, και στους θρύλους σας για πάλεμα στ’ αλώνια.

Έλληνα, που κατάντησες, ν’ ακούς αντίς ειδήσεις
τα φοβερά της γκεταπό τα ανακοινωθέντα
κι αν μουρμουρίζεις, ξεφυσάς, ή λες σκληρή κουβέντα
κανένανε κατάμουτρα δεν θά βρεις για να βρίσεις.

Το τέρας πολυκέφαλο κι αόρατο συνάμα
μέσα στης τηλεόρασης τα έλη έχει ριζώσει
μ’ αυτός που δένοντας του νου τις λάμψεις σε μια λάμα
λάμπουσα εκθαμβωτικά μπορεί να το σκοτώσει.








Φωτογραφία Γιάννη Υφαντή
ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΑΓΑΛΜΑ γυναίκας, πριονισμένο πιθανότατα από τους ανθρώπους του Έλγιν. Το βρήκα σε κατάδυσή μου στα Κύθηρα. Το κράτησα στο σπίτι μου γιατί καθώς η λεηλασία της χώρας γίνεται βάσει του Αγγλικού Δικαίου τη μερίμνη του πατριώτη Ευάγγελου Βενιζέλου, αν το παραδόσω στις αρχές υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί στα μουσεία της Γερμανίας ή στο σπίτι του Σόιμπλε.

ΤΟ ΚΡΑΤΗΣΑ στο σπίτι μου. Τη μέρα το έχω πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο με κόκκινο νυφικό σεντόνι και τα βράδυα στο κρεββάτι μου το παίρνω αγκαλιά και κοιμούμαι μαζί του. Παρακαλώ τους φίλους, αυτό το τελευταίο που εξομολογούμαι εδώ, να κρατηθεί μεταξύ μας.















ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ! ΙΔΟΥ ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ ΤΟΥ ΙΒΥΚΟΥ!

(«Τί να κάνουμε Γιάννη μου, αυτοί με τα μέσα, εμείς με το μέσα», Γιάννης Ζήκας, ζωγράφος της Θεσσαλονίκης)

ΘΑ ΗΤΑΝ 1989. ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ. Ο αντιδήμαρχος πολιτισμού Θεσσαλονίκης μου τηλεφώνησε να συμμετάσχω σε μια κριτική επιτροπή, μαζί με τον Περικλή Σφυρίδη, τον Γιώργο Κάτο και δυο άλλους, (έναν κύριο και μια κυρία που δεν θυμούμαι τώρα τα ονόματά τους). Θα έπρεπε να επιλέξουμε τον καλύτερο νέο ποιητή (ή ποιήτρια) για την Μπιενάλλε της... Βενετίας (;)... Δέχτηκα. Μου έστειλαν τα κείμενα των υποψηφίων συνοδευόμενα και από τα ονόματά τους. (Τα ονόματά τους τί χρειάζονταν;).


Ζωγραφιά καμωμένη για άρθρο μου
 (του Χρήστου Παπανίκου, 1993)
ΔΕΝ ΑΞΙΖΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΚΑΝΕΙΣ από τους υποψηφίους, μα τους διάβασα προσεκτικά και τους έβαλα σε μια σειρά, βαθμολογώντας με το 1, το 2, το 3 κ.τλ., αιτιολογώντας τη σειρά και τη βαθμολογία μου. Έτσι, έτοιμος πια, περίμενα τη μέρα που θα παρουσιαζόμασταν στο Δημαρχείο, όπου ο κάθε κριτής θα έλεγε τα δικά του.

ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΣ ΜΑΣ αυτής στο Δημαρχείο, μου τηλεφώνησε ο Σφυρίδης και με παρακάλεσε να προτείνουμε την κόρη μιας γνωστής του, (φίλης του; κουμπάρας του; δεν θυμάμαι), της το είχε υποσχεθεί. Σε καμμιάν ώρα μετά, μου τηλεφώνησε κι ο Γιώργος Κάτος. Μου ζήτησε κι αυτός να προτείνουμε την ίδια κοπέλα που ζήτησε να προτείνουμε ο Σφυρίδης). Είπα και στους δυο: «Ναι, γιατί όχι; Κανένα πρόβλημα».

ΤΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΑ; ΔΕΝ ΕΥΡΙΣΚΑ ΛΟΓΙΑ. ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΗΤΑΝ απαράδεκτο να ξεκινά κανείς την ποιητική του σταδιοδρομία με μέσον. Να ξεκινά κανείς με μέσον, αυτό που, όντας το καθαρότερο στοιχείο του κόσμου, έρχεται να εναντιωθεί σε κάθε μέσον, σε κάθε αναξιοκρατία, σε κάθε κοινωνική βρωμιά. Και να το αποδέχεται η υποψήφια, το μέσον, να το αποδέχεται η μάνα της, διόλου δεν ήταν ασυνήθιστο. Όμως να το αποδέχονται και αυτοί που κυκλοφορούν στην κοινωνία ως συγγραφείς, φέρνοντας τον τίτλο και την ιδιότητα που σημαίνει καταπολέμηση του ψεύδους, της διαφθοράς, της αδικίας και της αναξιοκρατίας, αυτό είναι απαράδεκτο. 

ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΔΥΝΑΤΟΝ αυτοί, να σκέφτονται και να δρουν, χειρότερα κι από κοινούς απατεώνες ή φτηνούς πολιτικάντηδες; Μα ήταν απλό:

1. Ως συγγραφείς ήσαν κ’ οι δυο τους από μετριότατοι έως ανύπαρκτοι. Μα, θα δεχόταν κανείς τα μέσα και την αναξιοκρατία, αν ήταν όντως συγγραφέας; Θα το έκανε αυτό ένας Παπαδιαμάντης ή ένας Καζαντζάκης, ένας Καμύ ή ένας Μάρκες; Ποτέ. Αντίθετα μάλιστα, θα πολεμούσαν με σθένος και παρρησία τη διαφθορά.

2. Μα οι μηδαμινότητες αυτές, είχαν και το άλλο κουσούρι. Ήσαν δεξιοί. Κι ένας δεξιός, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι μπορεί να υπάρξει αναπνοή, κόσμος, κοινωνία, χωρίς μέσο, χωρίς αδικία, χωρίς αναξιοκρατία, χωρίς τρικλοποδιά, πάντα υπέρ των δεξιών και πάντα εναντίον των άλλων.

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ και καθίσαμε στο κυκλικό τραπέζι. Οι πέντε κριτές!!!!  Ήρθε κι ο αντιδήμαρχος. «Λοιπόν;» είπε ο αντιδήμαρχος. «Λοιπόν» είπα, «κύριε αντιδήμαρχε, εγώ δεν ήρθα εδώ σήμερα για να καταθέσω την πρότασή μου, αλλά για να παραιτηθώ από αυτή την επιτροπή». (Οι άλλοι όλοι κοκκίνισαν και κυρίως ο Σφυρίδης με τον Κάτο). Κιτρίνισαν. «Μα γιατί κύριε Υφαντή; Θα μπορούσατε να μου πείτε τον λόγο;». «Γιατί, ενώ είχα βαθμολογήσει τους κρινόμενους και καταγράψει τους λόγους για τους οποίους τους βάζω τον ορισμένο βαθμό, πήρα τηλεφωνήματα από τον κύριο Σφυρίδη και από τον κύριο Κάτο, να δείξουμε εύνοια σε κάποιο πρόσωπο, και να επιλέξουμε αυτό το πρόσωπο, αγνοώντας όλους τους άλλους. Τέτοιο πράγμα είναι απολύτως αντίθετο προς το ήθος μου. Και σίγουρα, αφού έγινε προς εμένα αυτή η πρόταση, σίγουρα θα έχει γίνει και προς την κυρία και τον κύριο εδώ» είπα, δείχνοντας την κυρία και τον κύριο που αποτελούσαν το τέταρτο και το πέμπτο μέλος της επιτροπής. «Ναι, δυστυχώς» είπε η κυρία, «έγινε και σε μένα αυτό το τηλεφώνημα». «Και σε μένα» είπε ο κύριος.

«ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΩΣΤΟ ΑΥΤΟ, δεν ήταν σωστό» είπε ο αντιδήμαρχος, «αλλά, πριν παραιτηθείτε κύριε Υφαντή, θα προτείνω κάτι. Είστε ο ποιητής της παρέας και πολύ καλός ποιητής. Θα έφτανε κατ’ εμέ να δεχτούμε όποιον αξιολογήσατε εσείς ως καλύτερο. Ελπίζω και οι άλλοι να το αποδέχονται. Και να σταματήσει εδώ το ζήτημα. Τι λέτε;» «Δεχόμαστε», είπαν όλοι οι άλλοι. «Αφού οι άλλοι δέχονται, δέχομαι κι εγώ» είπα. «Τότε το πρόβλημα τελειώνει εδώ, στέλνουμε στη Μπιενάλε της Βενετίας τον υποψήφιο που με κάθε προσοχή εσείς επιλέξατε. Όλοι εγκρίνουν τη δική σας επιλογή». «Εντάξει» είπα εγώ. «Πάρετε τον φάκελό μου»... Και, σηκώθηκα, χαιρέτησα κι έφυγα.

ΑΥΤΑ. ΑΛΛΑ ο «Ελεύθερος Τύπος», η χουντική εφημερίδα των Αθηνών, λίγες μέρες μετά, έγραφε: «Ο κομμουνιστής ποιητής της Θεσσαλονίκης Γιάννης Υφαντής, κατάφερε να στείλει φίλο του κομμουνιστή στην Μπιενάλε της Βενετίας κ.λπ κ.λπ.....».

ΠΕΡΙΤΤΟ, ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΜΑ ΟΧΙ ΠΕΡΙΤΤΟ, να πω ότι –ως προς την πολιτική- δεν ήμουν ποτέ κάπου ενταγμένος, κι ακόμη να πω, ότι δεν γνώριζα κανέναν  από τους υποψηφίους. Όταν μου είπαν για το δημοσίευμα, αγόρασα την εφημερίδα, τη διάβασα και τηλεφώνησα στον Σφυρίδη. «Κανένα πρόβλημα Γιάννη. Έλα το απόγευμα στο γραφείο μου, να πιούμε το καφεδάκι μας και να συντάξουμε μιαν επιστολή προς την εφημερίδα (την οποία επιστολή θα υπογράψουν όλοι) ζητώντας ν’ αποκαταστήσει την αλήθεια...».

ΠΗΓΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ. Συντάξαμε την επιστολή, ανέλαβε να την υπογράψουν οι υπόλοιποι και να τη στείλει, λέγοντάς μου ότι: «Δεν μπορούν, θα δημοσιεύσουν το γράμμα που τους στέλνουμε, ώστε να αποκατασταθεί η αλήθεια. Όσο για το άλλο, που σου προτείναμε την άλλη φορά , ήταν μεγάλο λάθος από μέρους μας, ενώ εσύ αντίθετα, πολύ καλά έκανες... Άλλωστε... αυτό θα πει αληθινός ποιητής... Όταν γίνει η δημοσίευση, Γιάννη μου, θα σε ειδοποιήσω...».

ΔΕΝ ΜΕ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ και για τίποτε. Δεν μου είπε κανείς για δημοσίευση κάποιας επιστολής που διέψευδε, όσα είχε δημοσιεύσει ο «Ελεύθερος Τύπος». Θέλετε κι επακόλουθα; Στο εξής, όταν γινόταν κάποιο αφιέρωμα στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, πάντοτε εγώ απουσίαζα από το αφιέρωμα αυτό. Αφιέρωμα στα «Νέα», στο «Βήμα», στη «Θεσσαλονίκη», στην «Μακεδονία», στην «Ελευθεροτυπία»...Γιορτή στον Πειραιά, Θεσσαλονικέων και Πειραιωτών ποιητών, πάντοτε απουσίαζα. Από το ειδικό cd με Θεσσαλονικιούς ν’ απαγγέλουν ποιήματά τους, (αν και με κάλεσαν στο στούντιο και απήγγειλα), εγώ απουσίαζα. Θυμούμαι κάποιον φίλο να μου λέει: «Είχαν προχτές στα «Νέα», ένα αφιέρωμα στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Έψαχνα παντού να σε βρω, κοίταζα ξανά και ξανά, μην κόλλησαν τα φύλλα της εφημερίδας, και γι’ αυτό δεν σε βρίσκω. Τίποτε. Με παραξένεψε πολύ. Γιατί αυτό το θάψιμο;».

ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ Ο ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ στη Θεσσαλονίκη και παρουσίασε το βιβλίο του «Σύγχρονοι Έλληνες Συγγραφείς», ο Σφυρίδης σηκώθηκε και τον κατακεραύνωσε επειδή από τους νέους ποιητές περιελάμβανε στο βιβλίο του μόνο εμένα. Ο Κούρτοβικ του είπε: «Ακούστε κύριε Σφυρίδη, το θέμα είναι πολύ απλό. Για μένα, κι όχι μόνο, ανάμεσα στους νεότερους, μόνο ο Υφαντής είναι πράγματι ποιητής».

ΕΙΧΑ ΠΙΑ ΣΒΗΣΕΙ ΩΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Κι όταν κάποιοι βιβλιοπώλες ανάρτησαν φωτογραφίες στα βιβλιοπωλεία τους με τους συγγραφείς και τους ποιητές της Θεσσαλονίκης, μόνο εγώ απουσίαζα. (Ένας φίλος βιβλιοπώλης μια μέρα, βλέποντας να κοιτάζω τις φωτογραφίες χαμογελώντας, μου είπε: «Γιάννη μου, τι κοιτάς; Πρώτον εσένα είχα σκοπό να βάλω εκεί. Αλλά κάποια στιγμή, όταν σκέφτηκα αυτά που κάναν με τον «Λοξία» εξαιτίας σου, τρόμαξα. Μα τον έκλεισαν. Ο Κυπριαννίδης έμαθα σκέπτεται να το μετατρέψει σε ουζερί»).

ΟΝΤΩΣ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ πολύ τον Γιάννη Κυπριαννίδη με το πανέμορφο βιβλιοπωλείο του, επειδή δεν υπάκουσε στις συστάσεις τους, να σταματήσει την έκθεση των ΑΡΧΕΤΥΠΩΝ που μου έκανε. Λεπτομέρειες, που δείχνουν τον ηθικισμό, το φθόνο, την διάθεση να ελέγχουν τα πάντα, οι πτωχομαφιόζοι  της Θεσσαλονίκης, μπορεί να σας πει ο ίδιος ο Κυπριαννίδης. Ο οποίος μου έλεγε: «Δεν θα κατεβάσω τα έργα σου κι ας μην ξαναπατήσει κανένας εδώ. Θέλουν να μιζεροποιήσουν τη Θεσσαλονίκη, κάνοντάς την σαν τον εαυτό τους. Απίστευτο, αντίς να καμαρώνουν που υπάρχει στην πόλη τους ένας τέτοιος ποιητής, κάνουν σαν μαντρόσκυλα που δείχνουν όλη τη θρασυδειλία τους, μόλις βρεθούν αντιμέτωπα μ’ ένα λιοντάρι».

ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟ ΓΙΝΕΤΑΙ στη Θεσσαλονίκη. Αυτός που για κάποιους σαν τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Πεντζίκη, τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Κρεσέντζο Σαντζίλιο, τον Στέφαν Γκέτσεφ, τον Ζαν Κλωντ Βιλλαίν, τον Κίμωνα Φράιερ, τον Ηλία Πετρόπουλο κι εκατοντάδες άλλους, θεωρήθηκε ως ο πιο σημαντικός ποιητής* της Θεσσαλονίκης, έσβησε, δεν υπήρχε. Μέχρι και σήμερα κρατάει αυτό.

(Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, εξ’ αρχής, από το 1978 ακόμη, αντελήφθη τον πόλεμο που μου γινόταν, και μίλησε δημοσίως σκληρότατα γι’ αυτόν, αλλά δεν έμαθα ποτέ αν γνώριζε ότι αυτός ο πόλεμος προερχόταν από συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία είχαν αναλάβει εργολαβικώς την εξόντωσή μου. Ο Χριστιανόπουλος κατά καιρούς μ’ έβλεπε ανταγωνιστικά, αλλ’ από την άλλη, αδυνατούσε να σιωπά μπρος στον ολοφάνερο πόλεμο που γινόταν σ’ έναν αληθινό ποιητή. Κάποτε, δημοσίως, στην τηλεόραση, στη ΕΤ 3, είπε: «Και βεβαίως η Θεσσαλονίκη υπερτερεί πολιτιστικά της Αθήνας. Μα έχει η Αθήνα έναν Υφαντή;»).

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ πέρασα θαυμάσια. Στη Θεσσαλονίκη, για 32 χρόνια, περπάτησε κι έγραψε, ένας πραγματικός, ένας πλήρως  ποιητής. Όμως, με κυνήγησαν σα φίδι, δύο κυρίως άνθρωποι, που ήλεγχαν την κατάσταση, μα όχι κι εμένα. (Ήλεγχαν την κατάσταση σ’ ένα επίπεδο κοινωνικό, αλλ’ αδυνατούσαν να αντιληφθούν το επίπεδο εκείνο στο οποίο υπήρχε ο πυρήνας του ποιητή, ώστε να τον βλάψουν. Ο Σφυρίδης, ο νεοδημοκράτης, (που ήλεγχε την ανθρώπινη περιοχή της Ν. Δημοκρατίας κι όχι μόνο). Και ο Μπάμπης Μπαρμπουνάκης (που ήλεγχε όλη τη νεολαία του ΠΑΣΟΚ, εντός κι εκτός Πανεπιστημίου). Με κυνήγησαν σαν γυναίκες που τις απέρριψα ερωτικά. Διότι και οι δυο αρχικά, μ’ «αγαπούσαν», πολύ!!!!

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΦΥΡΙΔΗ, ΕΙΠΑΜΕ. Το μίσος του ξεκίνησε από το ότι, μ’ αυτό που έκανα, δεν τον εξευτέλισα έξω -διότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν αναφέρθηκα δημοσίως στο γεγονός- τον εξευτέλισα μέσα του. 

ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗ, αυτός κάποια στιγμή (1978) ήθελε να ξεκινήσει δικές του εκδόσεις. Και ήθελε σώνει και καλά να ξεκινήσει μ’ εμένα, με το «Μανθρασπέντα» κι ας ήταν αυτή η δεύτερη έκδοσή του. Εγώ, μπρος στις παρακλήσεις του, στις προσευχές του, θα δεχόμουν, όμως, υπό έναν όρο: Ν’ αλλάξει το όνομα του εκδοτικού οίκου που ετοίμαζε.  Ήμουν σε αφάνταστο βαθμό ευαίσθητος με τις λέξεις. Του είπα: «Δεν μπορεί το βιβλίο μου να έχει στο εξώφυλλο, πέραν του πανέμορφου ονόματός μου, τη μαγική λέξη «Μανθρασπέντα», και συνάμα, λίγο πιο κάτω, τη λέξη «Μπαρμπουνάκης». Εσύ δεν το καταλαβαίνεις, αλλ’ εγώ, είναι αδύνατο ν’ αντέξω αυτή τη συνύπαρξη». Κι αφού με τραπέζωσε ξανά και ξανά, με πήγε εκδρομές, μου έταξε λαγούς με πετραχήλια, και δεν με κατάφερε, ξεκίνησε έναν πόλεμο εναντίον μου, καθώς λένε, ανηλεή. Η γυναίκα του, βλέποντας από κοντά  όλα τούτα, βιώνοντάς τα καθημερινά, τον σιχάθηκε, και τον εγκατέλειψε. Αυτό, δεκαπλασίασε το μίσος του εναντίον μου, ένα μίσος που όπως είπα, ποτέ δεν άγγιξε τον πυρήνα μου. Για μένα, ο κόσμος μου, ήταν ο έρωτας και η ποίηση. Το ότι ο Σφυρίδης και ο Μπαρμπουνάκης φρόντιζαν να με σβήνουν από παντού, διόλου δεν με άγγιζε. Ούτε καν με απασχολούσε.

ΥΓ. : ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥΤΟ, μου έδωσε δημοσίευμα του Περικλή Σφυρίδη στο περιοδικό «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» της Κοζάνης. Όπου ο Σφυρίδης, αναρωτιέται, πώς είναι δυνατόν, ο μέγας Μίκης Θεοδωράκης και ο πολύ εκτιμώμενος από αυτόν Ντίνος Χριστιανόπουλος (με τον οποίο μάλωσε κάποια στιγμή, πιθανότατα συν τοις άλλοις και για μένα), να κάνουν το τεράστιο λάθος, να θεωρούν την σημερινή ελληνική κρίση, αποτέλεσμα συνωμοσίας ξένων κέντρων.

α) Είναι φυσικότατο που ο Σφυρίδης δεν αποδέχεται τα λεγόμενα του Μίκη περί συνωμοσίας.. Όταν εξ’ ιδίων γνωρίζει τη φθορά και την διαφθορά που προκαλούν στη χώρα άνθρωποι σαν τον ίδιο, γιατί ν’ αποδεχτεί ότι όλα τα κακά έρχονται εκ των έξω;

β) Είναι έν’ από τα κύρια χαρακτηριστικά του δεξιού  το ν’ απορρίπτει κάθε εναντίωση του Έλληνα προς εξωτερικές δυνάμεις. Διότι οι παραμορφωτικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στη χώρα μας, του παρέχουν, το πολιτικοκοινωνικό εκείνο περιβάλλον, μέσα στο οποίο μπορεί αυτός ανέτως (και υπεράνω πάσης υποψίας) να βολεύεται και συνάμα, να προωθεί τους ανάξιους και να καταποντίζει τους άξιους, μεγάλην τιμήν λαμβάνων από τους ομοίους του, καριερίστες της αναξιοκρατίας και αριστεύοντες ως προς την δολοφονία ποιητών.

γ) Έγραψα όλα τούτα, έχοντας πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει στη χώρα μας, με τα θύματα, αν τολμήσουν να καταγγείλουν τους θύτες τους: Ξαναγίνονται θύματα, και μη όντας στον κύκλο της διαφθοράς, ουδείς τα υπερασπίζεται, ο δε θύτης, ξαναγίνεται θύτης, κι όντας στον κύκλο της διαφθοράς, πολλούς ομοίους του και υποτελείς του έχει να τον συνδράμουν.

δ) Γνωρίζοντας ότι το λεγόμενο «κακό», σε εμπλέκει στον άθλιο κόσμο του, αν ασχοληθείς μαζί του, δεν θα έκανα ποτέ μου αυτό το κείμενο. Όμως εντέλει το έκανα, διότι βλέπω με ανησυχία, στις μέρες μας, με την ευκαιρία της κατευθυνόμενης αυτής κρίσης , υποκείμενα με σαθρό βίο, να προσπαθούν να υποσκελίσουν τους άξιους που απέμειναν σ’ αυτό τον τόπο. Να διεκδικούν τον τίτλο του εκφραστή της σοφής και έγκυρης γνώμης... Δεν θα έκανα ποτέ μου αυτό το κείμενο. Όμως εντέλει το έκανα, διότι βλέπω με ανησυχία ότι στη χώρα μας, όπως το ξαναέχω πει, «τα όρη χαμηλώσανε κ’ οι κοπριές ψηλώσαν». Και βεβαίως, το ότι εσχάτως εμφανίστηκε ξανά, και με τόση ένταση, στην οθόνη του νου μου, η εικόνα της θαυμάσιας αυτής παροιμίας, διόλου μα διόλου δεν μου αρέσει.

ε) Έγραψα όλα τούτα, ΤΩΡΑ, ενώ παλαιότερα δεν τους έδινα σημασία. Σα να μην είχαν να κάνουν μ’ εμένα. Εύρισκα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον Περικλή ή τον Μπαρμπουνάκη και τους χαιρετούσα εγκάρδια, σα να μην είχε συμβεί τίποτε. Και για μένα αυτό το «εγκάρδια» ίσχυε απολύτως. Αγαπούσα όλους τους ανθρώπους, και για την κακία τους, δεν τους μισούσα, αντιθέτως, τους ευσπλαχνιζόμουν. Όσο για τον Κάτο, μ’ αυτόν συναντιόμασταν συχνά, συνήθως σε ουζερί και καφετέριες. Μετά το περιστατικό στο Δημαρχείο, στην συμπεριφορά του απέναντί μου, τίποτε δεν είχε αλλάξει προς το χειρότερο. Αντιθέτως μάλιστα, η εκτίμηση και η αγάπη του έκτοτε απέναντι στο πρόσωπό μου ήταν απεριόριστη.  Μου έλεγε, σκύβοντας κοντά μου, χαμογελώντας, και χαμηλώνοντας τη φωνή του, με ψευτοσυνωμοτική σοβαρότητα: «Είσαι ανυποχώρητος ρε πούστη. Εκεί, το δικό σου εσύ. Γι’ αυτό και σ’ αγαπάω. Γιάννη, πίστεψέ με, δεν υπάρχει άνθρωπος που να εκτιμώ και ν’ αγαπώ περισσότερο από σένα. Κι όσο για τα ποιήματά σου, γαμώ το, σκίζεις ρε κωλόπαιδο, μας έχεις βάλει όλους πόστα...».

ΕΞ’ ΑΛΛΟΥ ΕΓΩ, είμαι βαθύτατα διαποτισμένος από την πίστη ότι κανείς δεν επέλεξε να γεννηθεί τέτοιος που γεννήθηκε. Βεβαίως, οι άνθρωποι, ως επί το πλείστον, είναι κακοί. Αλλά είναι δική σου μαγκιά το να εντοπίσεις σ’ αυτούς το λίγο ή περισσότερο καλό που έχουν, να προσπαθήσεις να το ενθαρρύνεις, να το κινητοποιήσεις, ώστε να μπορείς να το κάνεις  παρέα. Διαφορετικά, θα είσαι υποχρεωμένος να ζεις, (ως επί το πλείστον), στην κόλαση.

_____________________________________

* Θα είναι ανόητος όποιος νομίσει ότι μ’ όλα τούτα, διεκδικώ τον τίτλο του καλύτερου ποιητή της Θεσσαλονίκης. Έχοντας εξασφαλισμένο τον θησαυρό μου απ’ άστρα, κάνοντας καθημερινά παρέα με την Ουρανία, τ’ αηδόνια, τις πυγολαμπίδες, τις παπαρούνες, τον Όμηρο και τον Έλιοτ, τί να διεκδικήσω; Εγώ, είμαι αυτό που νομίζει ο καθένας, αλλά για μένα, κατά βάθος, είμαι το ύψιστο εκείνο που λέγεται ΤΙΠΟΤΕ.
 
 
 
 
 
Τεχνική επιμέλεια: Σώτος και Ουρανία Υφαντή