Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015





ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ, ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΚΑΤΣΟΥ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: "ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ" (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ)

  
Γκάτσος ο Πελασγικός
 [...]
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Αλλά τι σόι ποιητής ήταν αυτός ο Γκάτσος;

Αν κι έγραψε πολλούς στίχους προορισμένους εξ αρχής για να μελοποιηθούν, ποτέ οι αναφερόμενοι σ’ αυτόν δεν έθεσαν το δίλημμα στιχουργός ή ποιητής. Γιατί το 70 τοις εκατό των γραπτών του Γκάτσου είναι υψηλή ποίηση.

Και βέβαια στην Αμοργό ισχύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο: «το πνεύμα όπου θέλει πνει». Περνάει μες από το δημοτικό τραγούδι και τα νεοελληνικά παραμύθια, πηγαίνει στην αρχαία μυθολογία ή στη σύγχρονη ιστορία και πραγματικότητα, πηγαίνει στη Γερμανία ή στην Ολλανδία, με την άνεση που μόνο το πνεύμα έχει. Αν ο άνεμος μες στα πεύκα, που μας δίνει τον ήχο της βαθύτερης ανάσας (σαν από το πέρασμα όλων των ψυχών του παρελθόντος και του μέλλοντος), αν ο άνεμος αυτός είναι διάφανος, στην Αμοργό ο άνεμος, όντας το πύρινο πνεύμα του ποιητή, γίνεται πανέμορφες εικόνες με δροσερά χρώματα, φανερώνοντας ένα μέρος από τον δίχως αρχή και τέλος ναό του Κόσμου, ένα μεγάλο μέρος από το δίχως αρχή και τέλος πανόραμα που λέγεται διαχρονικός ελληνισμός.

Και βέβαια στην Αμοργό το πνεύμα «όπου θέλει πνει», αλλά συνάμα, όπως θέλει πνει. Με δεκαπεντασύλλαβο ή ελεύθερο στίχο, με ομοιοκαταληξία ή πρόζα, με δημοτική ή καθαρεύουσα, με αργκό ή με αρχαΐζουσα, με λαϊκή ή με εκκλησιαστική γλώσσα. Επειδή «το πνεύμα έχει την εξουσία». Επειδή ο ποιητής «μιλά ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς».

Και βέβαια είναι μέγα λάθος να θεωρείται ποίηση μόνον η ΑΜΟΡΓΟΣ.

Οι Δροσουλίτες, το Ρεμπέτικο, τα Παράλογα κι άλλα ποιήματά του σκορπισμένα σε διάφορες ενότητες, είναι ισάξια ή και ανώτερα της Αμοργού.
 Αλλά τι σόι ποιητής είναι αυτός ο Γκάτσος;

Ψάχνοντας στο ιντερνέτ να δω τι λένε για τον Γκάτσο, είδα ότι οι 100 στους 100 τον θέλουν υπερρεαλιστή. Και σκέφτομαι. Μάλλον χρειάζονται ένα παριζιάνικο καλλιτεχνικό ρεύμα για να δώσουν αίγλη στον ποιητή, να τον επιχρυσώσουν, επειδή δεν μπορούν να διακρίνουν πως ο ποιητής είναι ήδη, ολόκληρος, ατόφιο φως, ένα άστρο. Ή μήπως είναι απλώς μια προσπάθεια των φιλολόγων να τον κατατάξουν κάπου, να τον βάλουν στο ράφι και να τελειώνουν μ’ αυτόν;

Και βέβαια η ποίηση χρησιμοποιεί την ιστορία, μα δεν είναι ιστορία. Χρησιμοποιεί την φιλοσοφία, μα δεν είναι φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί την επιστήμη, μα δεν είναι επιστήμη. Χρησιμοποιεί τη θρησκεία, μα δεν είναι θρησκεία. Χρησιμοποιεί τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό ή τον μυστικισμό, μα δεν είναι εσωτερισμός, αποκρυφισμός ή μυστικισμός. Χρησιμοποιεί τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, μα δεν είναι καλλιτεχνικό ρεύμα. Είναι μόνο και μόνο ποίηση.

Ναι, γιατί όχι, ο Νίκος Γκάτσος, κυρίως στην Αμοργό είναι συν τοις άλλοις και σουρεαλιστής. Όμως να δούμε και κάποια άλλα πράγματα. Έτσι για να παίξουμε:

Νίκος Γκάτσος λοιπόν, μάλιστα. Γκάτσος ο Ασεάτης, Γκάτσος ο Αρκάδιος, Γκάτσος ο λαγκάδιος, Γκάτσος ο ποτάμιος, Γκάτσος ο αστέριος, ο φεγγάριος, ο φεγγαροδιχάλιος, ο των θερινών κάμπων, ο της χειμερινής ενδοχώρας, ο αχερούσιος, ο χαρόντειος, ο δρακόντιος, ο κεκρόπειος, ο φερσεφόνειος, ο στάχειος, ο πελάγιος, ο παράλιος, ο βοτσάλειος, ο βοτάνιος, ο σπηλέιος, ο αυγινός, ο εσπερινός, ο ορέστιος, ο δωδωναίος, ο Αϊδωναίος, ο των θρύλων, παραμυθιών και τραγουδιών των μέσων και σύγχρονων ελληνικών χρόνων.

Μα όταν λέω όλα τούτα που μοιάζουν αυθαιρεσίες, μιλώ για κάτι δυσδιάκριτο από τους πολλούς, μιλώ για την ιδιαίτερη αύρα του ποιητή.

Ναι, είναι κεκρόπειος και όχι πλατωνικός, δωδωναίος περισσότερο και λιγότερο δελφικός, είναι Έλλην, μα περισσότερο Αχαιός κι ακόμη περισσότερο ο Σελλός κι εντέλει, ο Πελασγός.


       Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
        Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει 
Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ’ αυλάκια 
Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε. 

Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός, εκαταλάμβανεν τρεις οικισμούς, πέριξ του μυστηριώδους βράχου της Ακροπόλεως...
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Με ξάφνιασε όταν στα 1984 κυκλοφορεί ένας δίσκος με ρεμπέτικα, (ένα είδος τραγουδιών που έχοντας κάνει τον ιστορικό του κύκλο, έμοιαζε να έχει τελειώσει). Με ξάφνιασε που ένας ποιητής σαν τον Γκάτσο κάνει ρεμπέτικα. Και με βαθύτατη ικανοποίηση σε κάποια από τα ρεμπέτικα αυτά, κυρίως στο «Πρακτορείο», έβλεπα να συνδυάζεται η σύγχρονη ατμόσφαιρα της τεχνολογίας, με την αρχαία πελασγική ατμόσφαιρα που πάντα υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον αυτής της χώρας και κυρίως στην ατμόσφαιρα της ορεινής, χειμερινής ενδοχώρας. Δεν νομίζω πως το προσπάθησε ο ποιητής. Δεν νομίζω ότι προσπάθησε ακόμα και στο ρεμπέτικο να βγει ο πελασγικός του εαυτός. Δεν το προσπάθησε. Έδωσε αυτό που ο ίδιος ήταν.
       Το πρακτορείο,
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι,

Έργο του Χατζηκυριάκου-Γκίκα
σα μαύρο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύναμες ψυχές.
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω εγώ κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο,
που ’χει τα φώτα του σβηστά.

Για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά.
………………………………

Και ύστερα ο Αϊδωναίος Πελασγός.
Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα βαριά
που ’ναι γραμμένα σ’ εφτασφράγιστο κιτάπι
άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη.

Το δίχτυ του έρωτα με το οποίο συλλαμβάνονται και ενσαρκώνονται οι ψυχές. «Είδε τις φλέβες των ανθρώπων, σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια», θα μας πει ο Σεφέρης.

Και βέβαια, «άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά / κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη».

Ο Γκάτσος έχει βιώσει βαθύτατα το ηρακλείτειο: «Διόνυσος και Άδης είναι ένα». Έχει βιώσει τον φερσεφόνειο και πλουτώνειο κόσμο, το τι συμβαίνει στα μυστήρια της Δήμητρας και της Ελευσίνας. Γνωρίζει ότι είναι ο ίδιος ο Άδης που στήνει την παγίδα που λέγεται αγάπη, την παγίδα που λέγεται έρωτας. Γνωρίζει ότι από τη μια οι ζωντανοί σπέρνουν στο αΐδιον (στα βάθη της γης ή της γυναίκας) για να έρθει στον Επάνω Κόσμο ο πλούτος. Και συνάμα γνωρίζει ότι αυτή η σπορά είναι η παγίδα του Πλούτωνα, αφού εκείνος εντέλει θα θερίσει τον πλούτο. Χωρίς βεβαίως να του ξεφύγει ούτ’ ένα στάχυ ανθρώπινης ζωής.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο επαναστατικός Γκάτσος

Ο Γκάτσος αν και δεν είναι ο ενταγμένος στην Αριστερά, βιώνει τα βάσανα του λαού, την αδικία μέσα στον κόσμο, και γίνεται περισσότερο επαναστατικός, επίκαιρος και συγκεκριμένος (κυρίως στα τελευταία του ποιήματα), ακόμα κι από τους αριστερούς ποιητές μας. Στο επίκαιρο και συγκεκριμένο ξεπερνάει μερικές φορές ακόμη κι αυτόν τον Ρίτσο, ακόμη κι αυτόν τον Βάρναλη, κι εργάζεται με τον τρόπο των Ρεμπέτηδων, του Σολωμού και των αρχαίων Λυρικών. Έτσι εδώ έχουμε τον Γκάτσο τον επαναστατικό.
Η γελοία ιδεολογία της μη βίας όπου στην πραγματικότητα ισχύει η απόλυτη νομιμοποίηση της βίας του αδικούντος δυνατού, και θεωρείται παράνομη η βία του αδικουμένου, του αδύνατου, του αμυνόμενου, δεν έχει πέραση στον Γκάτσο.

Ο Γκάτσος δεν θα αποκηρύξει τη βία για ν’ αρέσει στους Αμερικανούς ή για να μπει στο ελληνικό Kοινοβούλιο. Ο Γκάτσος καλεί τον αδικημένο στην εξέγερση και στη χρήση των όπλων. Απευθυνόμενος στον Μακρυγιάννη, του λέει:
Έργο του Νίκου Εγγονόπουλου
       Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
δε μας τα ’γραψες σωστά
το φιλότιμο δε φτάνει
για να πάει κανείς μπροστά.
Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη
πάρε μαύρο γιαταγάνι
κι έλα στη ζωή μας πίσω
το στραβό να κάνεις ίσο.

Κι ακόμη:

       Νικημένο μου ξεφτέρι
δεν αλλάζουν οι καιροί
με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί.

Μοιάζει μ’ όλα ετούτα να λέει στον φίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

        Δεν φτάνουν Οδυσσέα μου ο Ζέφυρος και τα φιλιά
των κοριτσιών η αγκαλιά και του πελάγου η ευωδιά.
Δίκιο ζητούν οι άνθρωποι και δίκιο πουθενά.
Τα θύματα τα φτύνουνε και υμνούνε το φονιά.
Τ’ άρματα, μόνο τ’ άρματα, νοιώθουνε τα καθάρματα.

Ναι, ν’ ασκήσεις το ιερό δικαίωμα της άμυνας, ιερό από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ, για να φτάσεις στο θαύμα της ελευθερίας, «γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά» καθώς λέει ο Σεφέρης «παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».

Αλλ’ αυτό το επίκαιρο, το άμεσο, το συγκεκριμένο, το επιθετικό, δεν κάνει τον Σολωμό ή τον Γκάτσο κακούς μαστόρους. Μα, ακριβώς γι’ αυτό, ακριβώς γιατί η δικαιοσύνη είναι γι’ αυτούς το κλειδί, είναι γι’ αυτό που από τη μια μιλούν ξεκάθαρα κι επαναστατικά και συγχρόνως από την άλλη κάνουν αριστουργήματα από απόψεως αισθητικής.

Η δικαιοσύνη που κάνει τον ποιητή να μιλά για όπλα, είναι η ίδια δικαιοσύνη που απαιτεί από τον ποιητή ποιήματα εξαιρετικού κάλλους.
Γιατί η αισθητική κατά βάθος είναι δικαιοσύνη.
Ένα ποίημα είναι καλό επειδή έχει δικαιοσύνη ρυθμών, ήχων, ιδεών.

Ένας πίνακας είναι καλός επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων και χρωμάτων.

Ένα κτήριο είναι όμορφο και σταθερό επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων, βαρών, υλικών, ισορροπιών.

Η δικαιοσύνη είναι η Αρμονία, η γυναίκα του Κάδμου-Κόσμου. Ο ποιητής υπηρετεί τη δικαιοσύνη, όχι γιατί ακολουθεί την ιδεολογία που λέγεται «στρατευμένη τέχνη», αλλά γιατί η δικαιοσύνη γι’ αυτόν είναι βιολογική υπόθεση, είναι βιολογική ανάγκη, είναι βιολογική ευφροσύνη.

Δεν είναι τυχαίο που οι φυσικοί φιλόσοφοι Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος, Δημόκριτος, έχουν τη δικαιοσύνη στην κορυφή της κοσμοθεωρίας τους, σαν αυτό που διατρέχει κάθε μόριο του κόσμου. «Ως επί της Γης και εν ουρανώ» λένε οι τύραννοι και οι θρησκευτικές ιεραρχίες των κοινωνιών μας. «Ως εν ουρανώ και επί της Γης» λένε ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος κι ο Ιησούς, στο θαυμάσιο εκείνο ξόρκι που ονομάζουμε «Πατερημών».
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί και τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.
 Παίζουν κορώνα γράμματα το δαχτυλίδι του Αη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη.
Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα της Γκόλφως.
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. 
Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
[...]










Η ΟΥΡΑΝΙΑ 
έχει

πολλά
δαχτυλίδια,
κι επειδή
το

μικρό της

δωμάτιο
δεν τα

χωρά,
τ' αφήνει

έξω
στο μεγάλο
μας δωμάτιο
που λέγεται
σύμπαν.

Η

νεραϊδίσια
φύση της








μ' έχει
                                                 
μάθει
πολλά.

Πού

να

σας εξηγώ

τώρα ...!



                                            




Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ SIMON SAGITARIUS έχοντας το χάρισμα να βλέπει "το πολύ σιμά κι όμως αόρατο" που λέγει ο Ελύτης σΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, είδε σ' αυτή μου τη φωτογραφία (όπου νόμιζα πως είμαι μόνος), τον ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ. Πλάι μου.


Τώρα εξηγείται γιατί,   γέρνω κάπως προς την δεξιά μου μεριά... Το σώμα μας γνωρίζει περισσότερο απ' όσα το μυαλό μας.

Ευχαριστώ Σίμων, γι’ αυτή τη δική σου πολύτιμη φωτογράφηση.



















CRISIS: ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 30 ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΣΤ’ ΑΓΓΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗ SMOKESTACK BOOKS


Ο Άλαν Μόρισον έχει κάνει μια πολυσέλιδη κριτική για το βιβλίο CRISIS που δημοσιεύεται στο περιοδικό Poetix, τεύχος 12. ( Η μετάφραση στα ελληνικά είναι του Ρήγα Καπάτου). Παραθέτoυμε εδώ ένα κομμάτι από αυτή την κριτική:
«....Είναι απολύτως απαραίτητο να κλείσει η ανθολογία με ένα τετράστιχο επίγραμμα, το συντομότερο ποίημα ολόκληρου του βιβλίου, του Γιάννη Υφαντή «Ερώτηση κι απάντηση στην αγορά», μεταφρασμένο από τη Ουρανία Υφαντή:
       ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΙΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
       «Βγάζεις λεφτά;» μου λένε από την ποίηση;
       Λεφτά τους απαντώ λεφτά;
       Βγαζει λεφτά ποτέ ο εραστής;
       Λεφτά βγάζει μονάχα ο νταβατζής».
Νευρώδες, αλλά ανεπιτήδευτα βαθύ κατ’ αντιπαράθεση του ποιητή και του «εραστή», και οι δύο επιδιώκοντας αγνές, ανιδιοτελείς συγκινησιακές δονήσες/ασχολίες με τον «μαστρωπό» - ένα παράσιτο που κερδίζει από την εκπόρνευση άλλων – και τον ανώνυμο αλλά εξυπονοούμενο εκδότη, που κερδίζει (ωστόσο την σήμερον ημέρα πολύ μέτρια) από τον «ποιητή», ο οποίος σπάνια έχει οποιεσδήποτε υλικές απολάβές για την εργασία του. Μπορούμε να δούμε τον «μαστρωπό» να συμβολίζει τους παρασιτικούς σπεκουλαδόρους – καιροσκόπους οι οποίοι κερίζουν όχι μονάχα από την οικονομική άνθιση αλλά και από την επακόλουθη χρεοκοπία την οποία αυτοί μηχανεύονται, τα ασταμάτητα δώρα – επιδόματά τους, αδιάφορα προς και ανεπηρέαστα από οποιαδήποτε κατάσταση της οικονομίας της κοινωνίας την οποία απομυζούν.



Η «Κρίση» είναι μια υπέροχη ανθολογία, ολοκληρωτικά επιλεγμένη και επιμελημένη από τον Ντίνο Σιώτη, ο οποίος είναι και ένας από τους γονιμότερους μεταφραστές της. Επειδή η Ελλάδα είναι από τις πιο κατεσραμμένες οικονομικά χώρες post-crash χώρες της Ευρώπης, συγκλονισμένη από κοινωνικές αναταραχές, εξεγέρσεις, πολιτικούς εξτρεμισμούς και κοινωνική διάλυση, υποβιβασμένη σε κράτος υποτέλειας από τη δολοφόνο της δημοκρατίας Τρόικα, οποιαδήποτε ποιητική ανθολογία διαμαρτυρίας εναντίον της λιτότητας πρέπει να διαβαστεί από όλους τους ενσυνείδητους αντιτιθέμενους στην σημερινή αναρχοκαπιταλιστική και κλεπτοκρατική σκευωρία των ανεύθυνων αγορών· αλλά η σχεδόν ομοιόμορφα έξοχη ποιητικά και ποιοτικά αυτή ειδικά ελληνική ανθολογία αντιλιτότητας, την κάνει να αποτελεί ένα πραγματικά ανεκτίμητο έργο – ένα ποιητικό κοινωνικό ντοκουμέντο ή διαθήκη σε στίχο στις ανομίες εναντίον αναρίθμητων πολιτών οι οποίοι ήταν αρκετά ατυχείς να ζουν σε μια στιγμή όπου οι αρχαιότερη έδρα της δημοκρατίας κυρήχτηκε χρεοκοπημένη, κι ως συνέπεια δημοπρατήθηκε η δημοκρατική της ανεξαρτησία με αποδέκτη τον κατώτερο μειοδότη ...» 



"Ψυχές μαραγκιασμένες απο δημόσιες αμαρτίες"; Μετά το 2010, σε μεγάλες και μικρές πόλεις της Ελλάδας, σε χωριά, κι ακόμη σ’ερημιές της υπαίθρου, έβλεπε συχνά κανείς κουρνιασμένα, σε στέγες, σε βράχους, σε τηλεγραφικά σύρματα ή σε φράχτες, αυτά τα παράξενα όντα. Κανείς δεν ήξερε τί είναι και τί θέλουν, από πού ήρθαν και πόσο θα μείνουν. Μα "μερικοί που με περισσοτέραν προσοχή παρατηρούσαν, / εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν», ψιθυρίζοντας με βαθύτατη θλίψη: «Είναι η Κρίση, ναι, είναι αυτά τα σκηνώματα της Κρίσεως. Είναι τα όντα εκείνα που πάντα οι κοινωνίες θέλουν να ξεχνούν και που όμως κατακλύζουν τις χώρες, όταν αυτές βρίσκονται σε περίοδο ασυλλήπτου υπονομεύσεως και προδοσίας».




 ΟΙ ΦΟΡΑΔΕΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΚΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ, όλο αυτό που συνέβη με τον Ελληνικό λαό τα τελευταία 70 χρόνια, όλη αυτή η προσπάθεια μετάλλαξης προς την αθλιότητα, μου θυμίζει τις φοράδες του Πλούταρχου: 
ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, λέει ο Πλούταρχος, όλος ο πλούτος των εκεί κατοίκων στηριζόταν στην εξαγωγή μουλαριών. Και για ν’ αυξήσουν περισσότερο τον πλούτο τους, έπρεπε να καλυτερέψουν τη ράτσα των μουλαριών. Έψαξαν λοιπόν και βρήκαν την πιο καλή ράτσα από φοράδες, τις πιο όμορφες, τις πιο δυνατές, τις πιο υπερήφανες, και τις έβαλαν να διασταυρωθούν με τα γαϊδούρια τους. Όμως οι φοράδες αυτές με κανένα τρόπο δεν δέχονταν να τις καβαλήσουν τα γαϊδούρια. Αδύνατον. Οι έμποροι μουλαριών έπεσαν σε απελπισία. Όμως ένας σταυλάρχης, πανέξυπνος και με τεράστια εμπειρία πάνω στην ψυχολογία των ζώων, βρήκε τι έφταιγε. Και ζήτησε την άδεια να εφαρμόσει το σχέδιό του. Πήρε λοιπόν τις φοράδες, τις κούρεψε άσχημα (χαίτη, ουρά, ψαλιδιές παντού), τις άλειψε με βρωμιές, και τις οδήγησε στον παρακείμενο ποταμό, τάχα μου για να πιουν νερό, μα στην πραγματικότητα, για να δουν εκεί, μες στον καθρέφτη του νερού, την κακοποίησή τους και να παραλύσουν. Οι φοράδες βλέποντας στα νερά την όψη τους, όντως παρέλυσαν. Ένοιωσαν άξαφνα βαρειά μελαγχολία. Έχασαν κάθε διάθεση για όποιαδήποτε αντίσταση. Δεν έφερναν πια καμμιάν αντίσταση στα γαϊδούρια. Και τ’ άφησαν να τις πηδούν, όσο ήθελαν, όπως ήθελαν... 
ΟΜΩΣ ΜΕ ΣΕΝΑ ΕΛΛΗΝΑ ΔΕΝ ΣΥΝΕΒΗ αυτό που συνέβη με τις φοράδες του Πλούταρχου. Εβδομήντα χρόνια το προσπαθούν, μα δεν έγινε. Προχτές κιόλας με το δημοψήφισμα το έδειξες, βαθειά παρηγορώντας με, και σ’ ευγνωμονώ. Όμως αυτοί Έλληνα συνεχίζουν τον πόλεμο εναντίον σου. Αυτοί θα σου βάζουν τρικλοποδιά και οι ίδιοι θα σε κατηγορούν ότι έπεσες. Θα λένε ότι δεν μπορείς, δεν ξέρεις καν να βαδίζεις. Σ’ εσένα, Έλληνα, π' όταν χορεύεις στην πλατεία, μες στα σπίτια τρέμουν τα ταβάνια, και τσουγκρίζουνε τα γυαλικά στα ράφια... ΜΟΝΟ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΕΛΛΗΝΑ, ΟΙ ΟΝΤΩΣ ΕΡΑΣΤΕΣ, ΣΕ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ. Οι άλλοι, οι εξυπνοηλίθιοι, σε βλέπουν όπως θα ήθελαν
να είσαι. Μην τους πιστέψεις ποτέ.
 
 












 




















































































"Γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς / για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω", λέει ο Σεφέρης. Που ήξερε πως το έργο, είτε η σοφία των μεγάλων νεκρών, είναι ό, τι ζωνατανότερο  κυκλοφορεί ανάμεσά μας... Όμως κανείς δεν τους ρώτησε. Τους παραγωγούς ψωμιού και τους δημιουργούς πολιτισμού, σε αυτή τη χώρα, κανείς δεν τους ρώτησε, κανείς δεν τους ρωτά. Ερήμην τους αποφασίζουν οι ενδιάμεσοι: Αεριτζήδες πάσης φύσεως, παράσιτα πάσης φύσεως, καταπατητές πάσης φύσεως, απατεώνες πάσης φύσεως, μαφιόζοι της Εκκλησίας, πολιτικάντηδες, εργολάβοι, εξαγορασμένοι δημοσιογράφοι, δήθεν διανοούμενοι, χρησιμοποιώντας τα πολυδύναμα μέσα τους. Για να εξαπατούν τους παραγωγούς ψωμιού. Και για ν' αφανίζουν τους δημιουργούς πολιτισμού. Οι ενδιάμεσοι, αυτοί που μπαίνουν ανάμεσα στην ψυχή του λαού και στον καθρέφτη της ψυχής του λαού. Οι ενδιάμεσοι. Η πανούκλα της κοινωνίας. 











ΕΔΕΙΞΑ ΤΟΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ ΟΝΤΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΤΕ, ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ, ΝΑ ΜΟΥ ΠΟΥΝ ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΝ, ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ.

ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ μυθογράφο και μου είπε:
-«Είναι ο Αινείας που κουβαλά τον γέροντα πατέρα του μακριά από την καιγόμενη Τροία».
 ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ Μεβλανά Τζελαλουντίν Ρουμί:
-«Άγγελοι είναι, ενωμένοι» μου είπε «αλλά, τί κακό. Δεν μπορούν να πετάξουν, μόλο που τώρα έχουν τέσσερα φτερά.....Κακό;.....» αναρωτήθηκε. «Ποιο κακό; Αυτοί που κάνουν έρωτα, βρίσκονται παντού, δεν τα χρειάζονται τα φτερά».
ΠΗΓΑ ΣΤΟΝ αστροφυσικό:
-«Αυτά» μου λέει «που εσείς οι κοινοί θνητοί τα λέτε 'ζωύφια που κάνουν έρωτα', στην πραγματικότητα είναι δυο γαλαξίες που συγκρούστηκαν».
-«Γαλαξίες;» ρώτησα.
-«Ναι γαλαξίες» μου λέει. «Κοίταξέ τα κάτω από ένα μικροσκόπιο και θα δεις».
ΡΩΤΗΣΑ ΕΝΑΝ αριστερό:
-«Από κάτω» μου λέει «είναι αυτοί που φωνάζουν «μένουμε Ευρώπη». Από πάνω είναι οι "Δανειστές" που ακούγοντας τέτοια, λένε, «μένουμε αποικιοκράτες».
ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ. Ρώτησα και την Ουρανία:
-«Ζωάκια είναι Ζάννη μου, ζωάκια που κάνουν σεξ».
-«Και γιατί δεν είναι ανθρωπάκια;» της λέω εγώ.
-«Είναι και λίγο ανθρωπάκια» μου λέει «μα όχι πλήρως. Αν ήσαν πλήρως ανθρωπάκια δεν θα έκαναν μόνο σεξ. Θα έκαναν κι έρωτα, πρόσωπο με πρόσωπο... Από αγάπη, από λατρεία, από ανάγκη έκφρασης, από ανάγκη να φιλιούνται στόμα με στόμα, από ανάγκη να μοιραστούν το αβάσταχτο, το υπέροχο αυτό δώρο της Φύσεως που λέγεται έρωτας».

 
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΥΦΑΝΤΗ «ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ (Μάσκες του Τίποτε)» (Ίκαρος, 2013)
Από το περιοδικό POETIX (Τεύχος 12: Φθινόπωρο / Χειμώνας 2014-15, σελ. 80-84).

ΤΟ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ

« ... Η αιτία για την ενεργοποίση μιας τέτοιας «μυθολογικής» ομιλίας αποδεικνύεται κρατυλική – είναι η πεποίθηση ότι η γλώσσα και τα πράγματα βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια – και συνεπώς ποιητική, με την έννοια ότι ο λόγος αναβαθμίζεται σε τελεστικό παράγοντα της κοσμογονίας...».
[...]

« ... Πολλά ποιήματα μετατρέπονται σε άριστους αγωγούς για το συγκεκριμένο αρχιλόχειο ρεύμα και συνακόλουθα διαπερνώνται από μια επιθετικότητα, η οποία στρέφεται άλλοτε εναντίον προσωπικών εχθρών και άλλοτε κατά προσώπων, προτύπων και θεσμών, που απειλούν τη σύγχρονη Ελλάδα ή την αυθεντική ύπαρξη· ταυτοχρόνως παρασύρονται σε ένα βακχεύοντα ερωτισμό, ο οποίος ρέπει προς την εγκαθίδρυση του αιώνιου καλοκαιριού της μαζικης οχείας.


ΑΓΡΙάΝ

Τους άλιους δεν ζήλεψα όταν με το καμάκι
οχτάποδες καρφώνουνε σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ’ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

                Ζηλεύω εγώ
                                 όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ’ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ’ όλους τους θνητούς ξέχωρα μακαρίζω
αυτόν που με τον άγριο φαλλό του που πυρώνει
χυμώδη αγριόμουνα εκστατικός καρφώνει.

Εν τέλει, στο σύμπαν που καταρτίζει η μυθολογική γλώσσα της συλλογής «Κάτω απ’ το εικόνισμα των άστρων» του Γιάννη Υφαντή, απλώνεται ακατάσχετη η λυρική αγριότητα ...που εξισώνεται με την τέλεια απογύμνωση από οποιοδήποτε στοιχείο του κυρίαρχου λόγου ...».





_________________
Σημ.: Το πολύ σημαντικό αυτό κείμενο του Παναγιώτη Βούζη, μπορείτε να το βρείτε ολόκληρο σε λίγες μέρες στο yfantis.gr «ΚΡΙΤΙΚΕΣ».














 ______________________________________________________

 
Επιμέλεια τεύχους: Ουρανία